Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης.
Ο Γεώργιος Μηνιάτης γεννήθηκε στο Αργοστόλι περί το 1820 και πέθανε το 1895 στο Λιβόρνο ή την Φλωρεντία. Οι γονείς του τον προόριζαν για διπλωμάτη. Όμως το 1843 εγκατέλειψε την ειδική σχολή και σπούδασε ζωγραφική με τον μαθητή του γνωστού Ζακύνθιου ζωγράφου και αγιογράφου Νικόλαου Καντούνη, τον Κεφαλονίτη Αντώνιο Ρίφιο ή Ερίφιο Κουρκουμέλη.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά στη Ρώμη. Παράλληλα όμως με τη ζωγραφική ασχολήθηκε με την αγιογραφία αλλά και την δημοσιογραφία όπου και διετέλεσε ανταποκριτής και σχεδιαστής των «Εικονογραφημένων Νέων» του Λονδίνου. Επίσης υπήρξε εκτιμητής έργων τέχνης, συλλέκτης, μέλος του Διεθνούς Συνεδρίου Στατιστικής στη Φλωρεντία, καθώς και διακεκριμένο μέλος ευρωπαικών καλλιτεχνικών ενώσεων ως καλλιτέχνης-διανοούμενος.
Το 1844 παντρεύτηκε στη Ρώμη με την κερκυραία την καταγωγή Μαργαρίτα Αλβάνα, το γένος Παλατιανού. Με την σύζυγο του «περιλάλητη» λογία, πολύγλωσση και πολυγραφώτατη συγγραφέα της εποχής κατά τον επτανήσιο ιστοριοδίφη Σπυρίδωνα Δε Βιάζη ταξίδεψαν σε ευρωπαικές πόλεις και το 1848 εγκαταστάθηκαν οριστικά στη Φλωρεντία.
Το παλάτσο-σπίτι τους στην πολιτιστική καρδιά της Τοσκάνης έγινε πόλος έλξης και τόπος συνάντησης των λογίων της πόλης αλλά και ξένων καθώς και δραστήριο κέντρο φιλελληνισμού. Ασχολήθηκε με πορτρέτα, πολυπρόσωπες συνθέσεις, και ιστορικά θέματα από την νεότερη και την επαναστατημένη Ελλάδα συμβάλλοντας στην προσπάθεια να διαμορφωθεί και να ανθίσει εθνική σχολή ζωγραφικής τέχνης. Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1871 με την υπογραφή Δόρα ντ’ Ίστρια η αρθρογράφος αναφέρει απόψεις και πληροφορίες για τον Μηνιάτη. Επισημαίνει ότι η ποίηση προήλθε από τις δυσχέρειες των κοινωνιών και ότι η γλυπτική στην Ελλάδα εμφανίστηκε όταν οι Έλληνες αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Παρά τα έργα όμως που δημιούργησαν, στην Ελλάδα διατηρήθηκαν λίγα καθώς τα υπόλοιπα πουλήθηκαν σε ξένους λαούς.
Στη συνέχεια, ευγνωμονεί τους καλλιτέχνες οι οποίοι εργάστηκαν ώστε να συγκροτηθεί εθνική σχολή ζωγραφικής. Ένας εξ’ αυτών είναι και ο Γεώργιος Μηνιάτης. Αναφέρεται ότι πριν αρκετά χρόνια ένας Ιταλός κριτικός επισκέφτηκε τις σχολές των καλλιτεχνών της Φλωρεντίας και το ενδιαφέρον του εγέρθηκε από τα έργα του Μηνιάτη. Ο κριτικός είδε το έργο που είχε φτιάξει το οποίο παριστούσε τον ήρωα Μάρκο Βότσαρη. Σχολιάζει επίσης ότι τα έργα που αφιέρωσε ο Μηνιάτης στον ηρωισμό των Σουλιωτών αποδεικνύουν το πατριωτικό και θρησκευτικό αίσθημά του. Τέλος, αναφέρει ότι καλλιτέχνης ήταν και η κόρη του Ασπασία Μηνιάτη, η οποία συνέγραφε έργα σχετικά με την ζωή Ιταλών δημιουργών. Αναφορές στο έργο και την προσωπικότητα του έχουν γίνει σε κείμενα των Ντίνου Κονόμου, Λεωνίδα Ζώη, Ι. Χατζηιωάννου, Φώτου Γιοφύλλη, Στέλιου Λυδάκη, Θάνου Χρήστου, Δώρας Φ. Μαρκάτου, Σταλίνας Βουτσινά κ.α.
Από τα λίγα ζωγραφικά του έργα που διασώθηκαν και τα οποία έχουν θέματα με ιστορικές και θρησκευτικές σκηνές ξεχωρίζουν τα: «Μάρκος Μπότσαρης», «Το πρώτο κύμα της δημιουργίας», «Συμβάν από την Ισπανική Ιερή Εξέταση», «Το φάντασμα της Σαπφούς», «Η Ανάσταση του Χριστού» και οι «Σουλιώτισσες» που μάχονται κατά των Τούρκων. Για το έργο του «Σουλιώτισσες», ελαιογραφία, β’ μισό του 19ου αιώνα, για το οποίο τιμήθηκε από τον βασιλέα Γεώργιο Α’ με τον αργυρό σταυρό του Σωτήρος και ανήκει στην Πινακοθήκη Δήμου Κέρκυρας, ο καθηγητής ιστορίας της τέχνης, Θάνος Χρήστου αναφέρει: «Ο Μηνιάτης επηρεασμένος από την ιταλική ζωγραφική, «προχωρά σε (μια) σύνθεση που διακρίνεται από την σαφήνεια των διατυπώσεών της, με τα ρεαλιστικά θέματα να δίνουν τον τόνο και τα ιδεαλιστικά στοιχεία να διαμορφώνουν τα μηνύματα που θέλει να καταγράψει ο δημιουργός. Οι θαρραλέες γυναίκες που πρωταγωνίστησαν στους αγώνες των Σουλιωτών κρατούν τουφέκια και μάχονται. Ο δημιουργός τονίζει το ηρωικό πνεύμα της εποχής με χαρακτηριστικό το υψηλό ήθος των προσώπων. Ενώ η σύνθεση και οι χρωματικές επιλογές του καλλιτέχνη, «παραπέμπουν στην περίοδο του Ρομαντισμού, με μακρινά παράλληλά του έργα, όπως η «Σφαγή της Χίου» του Ντελακρουά».
Ο Γεώργιος Μηνιάτης, στο έργο «Το σβήσιμο του κεριού», ελαιογραφία σε καμβά, που ανήκει στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Αργοστολίου, αξιοποιεί τα νατουραλιστικά πρότυπα της ευρωπαικής τέχνης για τις προσωπογραφίες. Στην ηθογραφική αυτή σύνθεση διακρίνεται αμυδρή επιρροή από τον μετρ Ζωρζ ντε λα Τουρ στην ανάδειξη της μορφοπλαστικής δυνατότητας των ανακλάσεων της φωτεινής πηγής που διαμορφώνει την όλη ατμόσφαιρα του πίνακα. Η σχετικά παράδοξη σύνθεση με τη νεαρή γυναίκα, που κρατεί αναμμένο κερί, το οποίο προσπαθεί να σβήσει ένα παιδί κατέχει μοναδική και σημαντική θέση στην σπάνια εργογραφία του Μηνιάτη. Το έργο αυτό μαζί με άλλα είκοσι έργα της «Συλλογής Μηνιάτη» είχαν δωρηθεί με διαθήκη από τον Σπύρο και την Αντζολίνα Μηνιάτη στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη. Σύμφωνα με πληροφορίες και σημειώσεις που χρήζουν έρευνας και τεκμηρίωσης τα περισσότερα από τα έργα της συλλογής αυτής κλάπηκαν από τον στρατό κατοχής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πιθανόν μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό. Το «Σβήσιμο του κεριού» διασώθηκε από κάποιον «φιλότεχνο» και επιστράφηκε το 1968.
Όταν το 2004 συνέγραψα αισθητικά σχόλια για το έργο στο λεύκωμα της συλλογής του Κοργιαλένειου Ιδρύματος Κεφαλονιάς «ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ (17ος-20ος Αιώνας», με την επιστημονική επιμέλεια του ιστορικού, καθ. Παν/μίου Γεώργιου Ν. Μοσχόπουλου, ομολογουμένως προβληματίστηκα ιδιαίτερα. Η θαυμάσια μελέτη και απόδοση της πρόσπτωσης των λάμψεων από το κερί στο πρόσωπο, στα χέρια του κοριτσιού και στο προφίλ του νεαρού θυμίζει έντονα την τεχνική και τα φωτεινά εφέ του Ολλανδού ζωγράφου Gotfried Schalken (1643-1706). Είναι εμφανής μια αφομοιωμένη τεχνοτροπική ανάπλαση της φόρμας και της εκφραστικής λεπτομέρειας που έχουν ζυμωθεί στο απαιτητικό περιβάλλον και στα μοτίβα της φλωρεντινής τέχνης, της μεγάλης αναγεννησιακής παράδοσης, του μπαρόκ και του μανιερισμού. Η σχεδιαστική και χρωματική γκάμα που ανάγει σε σπουδαίους μαέστρους αποκαλύπτουν την ιδιαιτερότητα της μανιέρας του Μηνιάτη. Επακολούθησε η απλοποίηση της έκφρασης του με μοτίβα της λαικής ιταλικής ζωγραφικής, εικονογραφικά σχέδια και συνθέσεις. Στην συνολική εικαστική του κατάθεση κυριάρχησε το όραμα και η άοκνη προσπάθεια του για την δημιουργία της Ελληνικής εθνικής σχολής ζωγραφικής.