Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος Εικαστικός, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης
Σαν χρονογράφημα.
Μύθος, ιστορία και παρόν δομούν την διαχρονική και ακαταμάχητη φήμη της Αθήνας. Αναμφίβολα το «κλεινόν άστυ», ιδιαίτερα πέριξ και ανάμεσα από τον Ιερό Βράχο και τον Λόφο του Λυκαβηττού γέννησε, συγκέντρωσε και εδραίωσε τον ελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό και θεράπευσε μοναδικά με τις Μούσες την αισθητική. Αναφερόμενος στην Αθήνα του σήμερα προσπαθώ να κατασιγάσω το έμφυτο πλέον σύνδρομο της προγονολατρείας, που ενίοτε γίνεται προγονοπληξία, για να διαπιστώσω, ότι η αγάπη μου για την πόλη της Αθήνας προϋπήρχε σαν ιδέα αναφορικά με όλα τα μεγαλεία και τις συμφορές της, την ακμή και την παρακμή της, αλλά ουσιαστικά βιώθηκε και εξακολουθεί να βιώνεται αφότου εγκαταστάθηκα σε αυτήν.
Έφτασα στην Αθήνα νεαρός από το υγρό και γλυκό φως της μετασεισμικής Κεφαλονιάς και του Αργοστολιού, γενέθλιας πόλης μου. Στο καθαρό αττικό φως και το αστικό περιβάλλον είδα τον οργασμό της αντιπαροχής και της αλόγιστης υπερδόμησης. Το ιστορικό κέντρο σε άθλια κατάσταση τότε αλλά ακόμη υποφερτό σε σχέση με το χαοτικό σήμερα, μου έδινε την αυτοπεποίθηση που χρειαζόμουν αλλά και τις πάσης λογής εμπειρίες που ήταν προϋπόθεση της καλλιτεχνικής δημιουργικής μου δυνατότητας και πνευματικής συγκρότησης.
Αγάπησα και αγαπώ την Πλάκα τόσο προ – άναρχη και ασύστολη-, όσο και μετά την «Μελίνα» εποχή – τακτοποιημένη και τουριστική-. Οι αναπαλαιώσεις και αναστηλώσεις διέσωσαν κάποια παλιά οικήματα, που κατοικούν τώρα νεόπλουτοι και ξένοι και ισοπέδωσαν κατά κάποιο τρόπο την αυθόρμητη ζωντάνια της περιοχής.
Αυτή τη χαρισματική για μένα ζωή αναπολούσα κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη πολυπρισματική και συμπλεγματική Νέα Υόρκη. Εκεί, που παρά τις καλλιτεχνικές μου επιτυχίες διαπίστωσα ότι ένας νέος κόσμος με τεχνολογική υπερδύναμη και κερδοσκοπικά θέσφατα καθορίζει το παρόν και το μέλλον της αδύναμης ανθρωπότητας. Επιστρέφοντας για να ζήσω στην Ελλάδα και να ζωγραφίσω με κέντρο μου την Αθήνα ένοιωσα μια ανείπωτη ευτυχία, έστω και αν τα κίνητρα και οι ευκαιρίες προβολής και αγοράς της τέχνης ήταν σε τελείως ερασιτεχνικό και επαρχιακό επίπεδο.
Νοσταλγώ πάντα την πολιτικοποιημένη νεολαία του 1980-90, τις συναυλίες στα Πανεπιστήμια, τους φιλότεχνους που με υπομονή θαύμαζαν τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου και τους κορυφαίους σκηνοθέτες του Ανατολικού μπλοκ, ιδιαίτερα τον Αντρέι Βάιντα, τον Μίκλος Γιάντσο και τον Αντρέυ Ταρκόφσκυ. Θυμάμαι πάντα τα θαυμάσια θεατρικά και μουσικά έργα που είδα στις Αθηναικές σκηνές, κρατικές και μη, που λειτουργούσαν παρά τις δυσκολίες και σαν σπουδαία εκπαιδευτήρια μάθησης αλλά νοσταλγώ πολύ τα ολοήμερα αφιερώματα στους μεγάλους σκηνοθέτες του σινεμά, με αγαπημένους τον Βισκόντι, τον Φελίνι, τον Παζολίνι, τον Μπερτολούτσι, καθώς και τους νεορεαλιστές, πειραματικούς και αντισυμβατικούς του νέου κύματος στα ιστορικά σινεμά ΙΡΙΔΑ, ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ, ΑΑΒΟΡΑ, ΑΣΤΥ, STUDIO, ΑΠΟΛΛΩΝ κ.α.
Δεν νοσταλγώ βέβαια καθόλου την οδό Τσακάλωφ με τα μηχανάκια παρκαρισμένα στις εξώπορτες και τις εισόδους των μπαρ και των γκαλερί, ούτε τις σπασμένες απ’ τους παρακρατικούς τζαμαρίες των μαγαζιών και όλα τα συναφή, αλλά νοσταλγώ τις πλατείες χωρίς τα συνεχή μεταβαλλόμενα έργα από άπειρες επιδοτούμενες μελέτες και χωρίς τα ποικίλα έργα τέχνης που τοποθέτησαν άρχοντες με έφεση στο «κιτς», τα κάγκελα και τα συντριβάνια – λεκανοσκάφες. Επαινώ βέβαια την προσπάθεια ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων και απολαμβάνω την υπέροχη βόλτα στους πρόποδες της Ακρόπολης, με επίκεντρο την Διονυσίου Αρεοπαγίτου, αν και φοβάμαι για το αισθητικό μέλλον της περιοχής. Θαυμάζω τους σταθμούς του Μετρό στους οποίους εκτίθενται τα αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν με αιτία την διάνοιξη τους. Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι όσα δεν έγιναν με προσήκοντα τρόπο στην Αθήνα επιφανειακά γίνονται καλύτερα από κάτω της, στους χώρους του προικισμένου υπεδάφους της.
Τελικά μετά από άγονους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και πολλά χρόνια αναμονής είδαμε το μοντέρνο, περίοπτα επιβλητικό και ογκώδες νέο Μουσείο, που οπωσδήποτε συμβάλλει με τους άπλετους χώρους του στην ανάδειξη των ιερών θησαυρών. Όμως μια πόλη δεν είναι μόνο τα κτίρια, οι δρόμοι, οι αλέες, τα πάρκα, οι κήποι, τα συντριβάνια…Είναι και τα κοιμητήρια της. Ειδικά το A’ Νεκροταφείο, η γλυπτοθήκη της νέας Αθήνας, περιλαμβάνει μνημεία και γλυπτά που εμπνέουν και συγκινούν με την απαράμιλλη αισθητική τους, νεοκλασική, λαικότροπη ή γοτθική. Όλα αυτά και άλλα βέβαια πολλά και ποικίλα βιώνονται ανάλογα από τους πολίτες της Αθήνας. Είναι αισθητή γενικά η αντιφατικότητα, το αλλοπρόσαλλο της νέας αισθητικής, η βιαιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις που ολοένα αυξάνεται, η υπερκαταναλωτική εικόνα της καθημερινότητας, η σύγχρονη κοινωνική και γλωσσική βαβέλ, οι επαίτες και οι απόκληροι, τα αδέσποτα ζώα και τα άφθονα κατοικίδια, μέσα στην θολή ατμόσφαιρα των μέτρων προστασίας και την φοβία της πανδημίας που δεν ανέκοψε όμως τους συνωστισμούς και τις θλιβερές ανθρώπινες απώλειες.
Ο κορυφαίος αρχιτέκτονας του μοντερνισμού Λε Κορπυζιέ έχει πει: «ακόμη και τα σπίτια αρπάζουν κοκκύτη», εννοώντας ότι όταν κάποιος κάνει την καλή αρχή πολλοί τον ακολουθούν. Με την προσωπική φροντίδα μας και την συλλογική αντίδραση, η Αθήνα μπορεί να βελτιώνεται καθημερινά και ίσως με την διαδικασία της αισθητικής «αφαίρεσης» που είναι η σοφότερη πρακτική, όπως είχε επισημάνει σε κείμενο του ο Γιάννης Τσαρούχης να ξαναβρεί στο μέλλον ένα ύφος που να της αρμόζει.
Κάθε πρωί, αντικρύζω τον φωταυγή Λυκαβηττό και προχωρώντας στο κέντρο της πόλης αναρωτιέμαι μήπως η Αθήνα με τα καθημερινά της δρώμενα και παραλειπόμενα είναι η κατ’ εξοχήν πόλη του υπαρκτού σουρεαλισμού, που εδώ σίγουρα εξακολουθεί να ακμάζει! Η πρόκληση να ζωγραφίσω κάτι ειδικά για την Αθήνα ήταν ανέκαθεν μεγάλη. Όμως η ζωγραφική μου έκφραση ήταν από το 1985 και μετά προσανατολισμένη σε ανατομικές μελέτες, σωματογραφίες, εννοιακές συνθέσεις και συλλήψεις, μακριά από αναπαραστατικές εικόνες τοπίων και πόλεων. Έτσι ενώ επιμελήθηκα την μεγάλη έκθεση «Σύγχρονες ζωγραφικές απόψεις της Αθήνας» το 1992 στην γκαλερί DADA δεν συμμετείχα με έργο μου. Με αφορμή την μεγάλη διεθνή έκθεση αφιερωμένη στην Αθήνα που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2004 με την επιμέλεια του ιστορικού τέχνης, καθηγητή Στέλιου Λυδάκη στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών και μετά στην Λευκωσία και την Μόσχα, ζωγράφισα την άποψη του Λυκαβηττού με συνθετικά εννοιολογικά στοιχεία. Αιφνίδια συνέλαβα το θέμα κάπως ενοραματικά αλλά και βαθιά συμβολικά. Απεικόνισα τον λόφο σαν την βιβλική «ιερή φλεγομένη αλλά μη κατακαιομένη βάτο» του Σινά, πάνω από το σύγχρονο αστικό περιβάλλον, με τα γκράφιτι-σινιάλα της εποχής μας. Υπερφυσικό εικαστικό σημάδι μιας φανταστικής ηφαιστειακής έκρηξης προς όσους πιστεύουν στην αρχέγονη αιωνιότητα του πνεύματος και την διαχρονική αντοχή της πόλης. Της Αθήνας, που είναι «του λόγου το άστρο» κατά τον Κωστή Παλαμά στο ποίημα του «Το Χαίρε της Τραγωδίας» και η οποία στέλνει την «Κατάρα της Αθηνάς», από την συγκλονιστική ομώνυμη ποιητική σύνθεση του Λόρδου Βύρωνα, σε όσους ασύδοτα και κερδοσκοπικά την βεβηλώνουν.
Κώστας Ευαγγελάτος Εικαστικός, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης