Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης.
Η Γαβριέλλα Σίμωσι / Gabriella Simossi γεννήθηκε το 1926 στον Πύργο Ηλείας. Παρακολούθησε μαθήματα στην ΑΣΚΤ από το 1945 μέχρι το 1950 με τον γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο. Από το 1954 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι με τον σύζυγό της, τον διαπρεπή εικαστικό Γιάννη Γαΐτη. Στο Παρίσι σπούδασε στο Τμήμα Διακοσμητικών Τεχνών από το 1955 έως το 1957 στο Atelier de Sculpture του Ossip Zadkine. Παρά τις επιρροές του μοντερνισμού που αφομοίωσε επιλεκτικά διατηρώντας την γλυπτική της ιδιοσυγκρασία, συνέχισε να αντλεί έμπνευση από την αρχαία ελληνική γλυπτική.
Οι κλασικές φόρμες εμπεριέχονται στην πλαστική της γραφή, όπου διακρίνεται η σουρεαλιστική επιρροή. Οι ανθρωπομορφικές φιγούρες της, με βιωματικό και αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, είναι κατακερματισμένες, ακρωτηριασμένες, σιωπηλές, σαν να εκφράζουν ότι η πραγματικότητα δεν επιτρέπει την κλασική τελειότητα. Το λευκό χρώμα των γλυπτών της ενισχύει την αίσθηση της ατέλειας, της αλλοτρίωσης και της έλλειψης επικοινωνίας, την οποία απαλύνει ελαφρώς το χιούμορ με το οποίο προσέγγιζε το θέμα της.
Έχουν διοργανωθεί πολλές ατομικές εκθέσεις στο Παρίσι και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Επιπλέον, συμμετείχε σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, συμπεριλαμβανομένου του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο Παρίσι το 1974. Η Γαβριέλλα Σίμωσι έλαβε το Βραβείο Premio της Morgan στη Ραβέννα το 1972 και το 1992 απέκτησε τον τίτλο «Ιππότης Τεχνών και Γραμμάτων» από την Γαλλική κυβέρνηση. Το 1999, έτος του θανάτου της, έγινε αναδρομική έκθεση για το έργο της στο Couvent des Cordelier στο Παρίσι. Σε συνέντευξη της ανέφερε μεταξύ άλλων: «Η οικογένειά μου δεν επέδρασε στην επιλογή μου να γίνω καλλιτέχνης. Γλυπτική ξεκίνησα να κάνω από ηλικία δώδεκα χρόνων. Ήτανε τότε μια αντίδραση για τους δασκάλους μου, μια πράξη άρνησης της τάξης και της πειθαρχίας που μου επέβαλλαν. Έφτιαχνα τους δασκάλους μου σαν καρικατούρες ή άλλοτε τους ωραιοποιούσα.
Ήτανε μια πράξη μ’ επίγνωση, απόλυτα συνειδητοποιημένη παρά το μικρό της ηλικίας μου». Αναφέρθηκε επίσης στη γλυπτική και τα υλικά της: «Μ’ αρέσει η γλυπτική. Αγαπώ τη φόρμα. Η πλαστική φόρμα για έναν γλύπτη είναι σημαντικό. Οι φόρμες θέλουν δουλειά και καλή γνώση του υλικού. Η γλυπτική δεν έχει εξωτερική κίνηση, είναι στατική. Η δύναμη του γλύπτη συνίσταται στο να δώσει εσωτερική κίνηση. Μ’ αρέσει η σκιά, το φως, το ημίφως. Το υλικό μου είναι οι αναμνήσεις. Βγαίνει από τη δυνατότητα που έχει η μνήμη μου να θυμάται, πώς είναι ένα γόνατο ανθρώπου, για παράδειγμα, ή αλόγου ή πουλιού. Σ’ αυτό το από μνήμης υλικό, απομένει η αισθητική επέμβαση του καλλιτέχνη, να το διαμορφώσει, να το φτιάξει, να του δώσει κίνηση, ζωή. Η δουλειά μου είναι οπτικές αναμνήσεις. Από το σχολείο, την παιδική ηλικία. Η χαρά να κρατώ αυτό το υλικό από αναμνήσεις, να το δουλεύω και να το κάνω τέχνη. Αγάπησα την ποίηση, τη φλωρεντινή ζωγραφική, την κυκλαδίτικη τέχνη. Ζω ασκητικά. Μου αρκεί η μικρή καθημερινή χαρά της δουλειάς μου. Όταν δουλεύω, βαθιά μέσα μου υπάρχει ένα όραμα: το όραμα μιας καλής γλυπτικής. Μιας γλυπτικής σωστής, που το αποτέλεσμα να προκαλεί συγκίνηση».
O Τώνης Σπητέρης είχε γράψει: Ο ανήσυχος κόσμος της Σίμωσι είναι ζυμωμένος με λεπτό χιούμορ ειρωνεία που κρύβει πάντα μια βαθιά πίκρα. Τα παράξενα πρόσωπα ήταν ανθρωπόμορφα ζώα της, καλουπιασμένα σε μιαν ύλη δονούμενη από μελετημένες απώλειες, Θυμίζουν την πανίδα του Μπρούγκελ, μεταφερμένα σε ένα πάρκο από τις «χίλιες και μια νύχτες». Η γλυπτική της, πλούσια σε φαντασία, πνευματικό οίστρο και έξω πραγματικότητα, διαφυλάσσει σπάνιες γλυπτικές αρετές, καρπούς μιας μακρόχρονης στράτευσης στην έρευνα και στην αδιάλειπτη εργασία. Η Γαβριέλλα Σίμωσι, είναι η μόνη γλύπτρια στο χώρο μας που συνδυάζει μαζί με τα «ελληνικά» πρότυπα εξωρεαλιστικά στοιχεία, άλλοτε ονειρικά και άλλοτε βγαλμένα από μία σχετική πραγματικότητα. Η ελληνικότητα της δεν περιορίζεται στην θεματική ορισμένων παραστάσεων (Αθηνά, Αφροδίτη, κ.λ.π.) Είναι ουσιαστικότερη. Η καθάρια και απέριττή γραμμή του σχεδίου, η αποφυγή κάθε περιττής λεπτομέρειας…». O Giuliano Serafini αναφέρει: «Εξ’ αρχής αυτή η πρωταγωνίστρια της ελληνικής διασποράς οικειοποιήθηκε το ανήσυχο βλέμμα των φαντασμάτων που ενοικούν στο μύθο, παρόλο που συν τω χρόνω, απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από την αρχαιολογική και αποφθεγματολογική θεώρηση των πραγμάτων μέχρις ότου τελικά δομήσει ένα όργανο αυτοανάλυσης, γνωρίζοντας ή όχι τους κινδύνους που διάτρεχε: Ένιωθα απλώς ότι τα πράγματα έπρεπε να πάνε προς τα εκεί, δεν επρόκειτο για επιλογή αλλά για πεπρωμένο ίσως δε για τιμωρία».
Ο Νίκος Ε. Παπαδάκις είχε επισημάνει: «Αυτή η διάσταση της «γυναίκας-γλύπτριας» διαμορφώνεται κάτω από ένα μέγεθος που η επιμέτρηση του, παίρνει διαφορετικές διαστάσεις, κυρίως στις ημιανεπτυγμένες κοινωνίες σαν τη δική μας όπου η γυναικεία ευαισθησία τελειώνει στο σιδέρωμα του κάτασπρου και αστραφτερού βεβαίως σεντονιού. Στο πλάσμα της ύλης, του πηλού ή του γύψου, η γυναικεία ευαισθησία πλεονεκτεί γιατί η ποιότητα της δεν εξαρτιέται από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά από την ίδια τη φύση της. Η γυναίκα – γλύπτρια δεν αποτυπώνει, δεν αναπαράγει, δεν αναπαριστάνει φτιάχνει, πλάθει όπως φτιάχνει το παιδί της -το σπλάχνο από τα σπλάχνα της. Αν την βοηθάει σ’ αυτό η ερωτική διαδικασία είναι κάτι, άλλο όχι όλο. Για τη Σίμωσι η γλυπτική πράξη περνάει μέσα από την ίδια διαδικασία: την διαδικασία της γονιμότητας».
Στην πρόσφατη πρώτη έκθεση έργων της Σίμωσι «Εν λευκώ», στην P gallery|sculpture στην Αθήνα καθώς και η αφιερωματική αίθουσα με έργα της στα πλαίσια της αναδρομικής έκθεσης του Γιάννη Γαίτη, στο Ίδρυμα Β και Μ. θεοχαράκη, εκτέθηκαν γλυπτικές συνθέσεις της, χαρακτηριστικές της υψηλής αισθητικής ποιότητας που συνειδητά εκφράζει με τις πάλλευκες φόρμες της από μπρούντζο. Μέλη του σώματος, πρόσωπα αγαλμάτων, υπαρκτά ή φανταστικά μιας ποιητικής και μεταφυσικής υπόστασης αναδύονται στην οπτική επιφάνεια και εκτείνονται θεατρικά στο χώρο με στοχαστική και αινιγματική διάσταση.
Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης.
(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Art and Business της εφημ. ΑΞΙΑ)