Μετάφραση: Γιάννης Στεφάνου
ISBN: 978-960-589-226-5 | σελίδες: 240 | διαστάσεις: 21×14εκ. | τιμή: 20.00€
Συνεχίζοντας το έργο που ξεκίνησε, με αφορμή τον θάνατο του πατέρα του, στην Επιστροφή στη Ρενς (Νήσος, 2020), ο Ντιντιέ Εριμπόν στο νέο αυτό βιβλίο καταπιάνεται με «τη ζωή, τα γηρατειά και τον θάνατο» της μητέρας του, μιας «γυναίκας του λαού», όπως εύγλωττα δηλώνει ο τίτλος, από εκείνες που «σπάνια κάποιος αφηγείται την ατομική τους ιστορία».Ο συγγραφέας ανασυστήνει εδώ τη ζωή της μητέρας του σε όλες της τις εκφάνσεις: από την εποχή που ήταν οικιακή βοηθός, καθαρίστρια και κατόπιν εργάτρια σε εργοστάσιο, μέχρι τα χρόνια της συνταξιοδότησης, της σταδιακής σωματικής κατάπτωσης και της εισαγωγής σε οίκο ευγηρίας. Πρόθεσή του, όπως λέει, δεν είναι να σκιαγραφήσει ένα «ατσαλάκωτο» πορτρέτο: ο ελεγειακός τόνος εναλλάσσεται περίτεχνα με μια νηφάλια καταγραφή που συνομιλεί με πλήθος έργων από τα πεδία της λογοτεχνίας, της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας. Ο Εριμπόν, καθώς αφηγείται τη φθίνουσα πορεία της μητέρας του προς το τέλος, θέτει συγχρόνως καίρια ερωτήματα για τη σχέση μας με τους ηλικιωμένους, για τη σχέση των ηλικιωμένων με τον χρόνο και τον θάνατο, για τις συνθήκες διαβίωσης στις μονάδες φροντίδας. Τα γηρατειά εντέλει στο βιβλίο αυτό γίνονται εφαλτήριο για μια πολιτική θεώρηση. Ο Εριμπόν αναλύει την εμπειρία του γήρατος υπό το πρίσμα του αποκλεισμού της από τη δυτική φιλοσοφία, οδηγούμενος έτσι σε μια σειρά ερωτημάτων που αρθρώνονται με γνήσια πολιτικούς όρους: Μπορούν οι ηλικιωμένοι να «μιλήσουν»; Να γίνουν υποκείμενα ενός πολιτικού λόγου που εκφέρεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, ως ένα «εμείς»; Κι αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε τι πρέπει να κάνουμε για ν’ ακουστεί η φωνή τους;
Ο Ντιντιέ Εριμπόν (Didier Eribon) γεννήθηκε στη Ρενς (Reims) το 1953. Σπούδασε φιλοσοφία στη Ρενς και στο Παρίσι, δίδαξε επί χρόνια σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και διετέλεσε καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αμιένης στη Γαλλία. Εργάστηκε επίσης ως δημοσιογράφος και κριτικός βιβλίων, και συνδέθηκε φιλικά με τον Μισέλ Φουκώ και τον Πιερ Μπουρντιέ, με τον οποίο ανέπτυξε επιπλέον στενή συνεργασία. Το πρώτο του βιβλίο ήταν η βιογραφία του Μισέλ Φουκώ (1989), που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, μεταξύ άλλων και στα ελληνικά (Μισέλ Φουκώ: Φιλόσοφος, δανδής και ταραξίας, μτφρ. Νίκος Σταμπάκης, εκδ. Lector, 2009). Άλλα σημαντικά βιβλία του: Réflexions sur la question gay (1999), Une morale du minoritaire (2001), Échapper à la psychanalyse (2005), και La société comme verdict (2013). To 2008 τιμήθηκε με το βραβείο Brudner, που απονέμεται από το Πανεπιστήμιο του Γέιλ για σημαντικά επιτεύγματα στο πεδίο των ΛΟΑΤΚΙ σπουδών.