Ντίνος Μαστρογιάννης: “η μουσική είναι αρκετή για μια ζωή, αλλά μια ζωή δεν είναι αρκετή για τη μουσική”

Η μουσική ενώνει τους λαούς και τους πολιτισμούς;

Βεβαίως! Είχα την τύχη να το βιώσω αυτό και προσωπικά, κυρίως σε δύο περιπτώσεις.

Η πρώτη ήταν το 1996, όταν υπήρξα προφανώς ο πρώτος Έλληνας που προσκάλεσε η Φιλαρμονική Ορχήστρα των Σκοπίων να συμπράξει ως σολίστ μαζί της.

Εκείνον τον περίεργο καιρό, με τις πολλές φασαρίες που γινόταν για το όνομα της τωρινής Βόρειας Μακεδονίας, τότε που έπρεπε να βγάζουμε και βίζα για να μπούμε στη χώρα, τότε εγώ πήγα και έπαιξα με εξαιρετική επιτυχία και απήχηση το Κοντσέρτο του Χατσατουριάν.

Οι πρόβες έγιναν στα Σκόπια και η συναυλία στη Ρουμανία, στο Διεθνές Φεστιβάλ “Craiova Musicala” στις 17 Νοεμβρίου.

Μάλιστα, τόση ήταν η επιτυχία και η αποδοχή μου εκεί, ώστε ο τότε Διευθυντής της Ορχήστρας μου πρότεινε αμέσως, μήπως θα μπορούσα να ξαναπάω τον Δεκέμβριο, προκειμένου αυτή τη φορά η συναυλία να γίνει στα Σκόπια.

Θυμάμαι ότι το βραδινό ταξίδι με τραίνο από Θεσσαλονίκη ήταν λίγο…τρομακτικό, γιατί ήμουνα τελείως μόνος μου μέσα σ’ένα κουπέ που δεν είχε καθόλου θέρμανση, και κάποια στιγμή μπήκε κάποιος και με ρώτησε πώς και όντας Έλληνας πηγαίνω στα Σκόπια.

Φυσικά, η απάντηση ήταν αυτή που έπρεπε, δηλαδή ότι είμαι επίσημα προσκεκλημένος κλπ., και από τότε μέχρι και σήμερα έχω άριστες σχέσεις και έχω αναπτύξει και φιλίες με ανθρώπους από ‘κει, συναδέλφους με εξαιρετικό μουσικό επίπεδο αλλά και πολύ καλούς χαρακτήρες.

Η δεύτερη φορά και η πιο εντυπωσιακή για μένα ήταν πρόσφατα, όταν έδωσα ρεσιτάλ τον Νοέμβριο του 2018 στη Μεγάλη Αίθουσα της Προεδρικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Άγκυρας, ως επίσημος προσκεκλημένος της Ελληνικής Πρεσβείας της Τουρκίας.

Το τι έγινε εκεί, δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια! Ποτέ δεν πίστευα ότι θα ζούσα μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ζωής μου, αλλά κι ότι θα αισθανόμουν τόση εθνική περηφάνια κυκλοφορώντας με το αυτοκίνητο της Πρεσβείας, και βλέποντας απέξω τη σημαία μας να κυματίζει!

Όπως όμως με είχε ενημερώσει η Πρεσβεία μας, το κοινό το οποίο είχε προσκληθεί να παρακολουθήσει το ρεσιτάλ μου ήταν κυρίως διπλωμάτες και πρέσβεις άλλων κρατών, αλλά δεν προβλεπόταν να είναι το ρεσιτάλ και τόσο ανοιχτό για το πλατύ κοινό της Τουρκίας.

Το ενδιαφέρον των Τούρκων όμως ήταν τόσο έντονο, και έγιναν τόσα πολλά τηλεφωνήματα στην Πρεσβεία, που την παραμονή αποφασίστηκε να ανοίξουν οι πόρτες για όλους. Και εκεί έγινε το σώσε!

Ήρθαν περίπου 500 άτομα, οι περισσότεροι Τούρκοι, οι οποίοι κυριολεκτικά αποθέωσαν τα έργα Ελλήνων συνθετών που έπαιξα, και φυσικά περισσότερο από όλα τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, του μεγάλου Γίγαντα της Μουσικής της Ελλάδας μας! Μιλώ συγκεκριμένα για την Άγκυρα και όχι για την Κωνσταντινούπολη, στην οποία προηγήθηκε το ρεσιτάλ και που, αν δεν είχε μιλήσει για μένα στον Πρέσβη μας, τον κύριο Μαυροειδή, ο εγκάρδιος φίλος μου και Διευθυντής του θρυλικού “Ζωγράφειου” Γιάννης Δεμιρτζόγλου, προφανώς δεν θα είχα παίξει ποτέ στην Άγκυρα, και μάλιστα στην Αίθουσα της Προεδρικής Ορχήστρας.

Στην Κωνσταντινούπολη όμως υπάρχουν πάρα πολλοί Έλληνες, οπότε το κοινό μου ήταν εντελώς διαφορετικό, ενώ στην Άγκυρα υπάρχουν δεν υπάρχουν 15 Έλληνες πλέον.

Ποιον μουσικό θαυμάζετε και γιατί;

Πρώτα από όλους τον Μίκη Θεοδωράκη, το μουσικό μου Πατέρα, και συγχρόνως τον άνθρωπο που κρατάει στα χέρια του την ιστορία όλης της σύγχρονης Ελλάδας. Και που φυσικά είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης, ζωντανός ή νεκρός. Ο μεγαλύτερος όλων των εποχών. Η συνεργασία και φιλία μας χρονολογείται από το 2001 και, όπως έχει πει και ο ίδιος στους γονείς μου όταν έπαιξα στο Ηρώδειο για ‘κείνον, “αργήσαμε να βρεθούμε”.

Εκτός προηγούμενων εγκωμιαστικών κριτικών που έχω δεχθεί από τον κ. Θεοδωράκη, εκτός από την φοβερή στιγμή που μου εμπιστεύτηκε τις νότες του επί 44 χρόνια χαμένου Κοντσέρτου του “Ελικών”, με την ευχή να κάνω εγώ την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση (πράγμα που έγινε στις 3 Μαρτίου 2005 στη Φινλανδία), πρόσφατα έγραψε για μένα ότι είμαι “ο πραγματικός Απόστολος της μουσικής του”.

Και μόνον αυτό να είχα κάνει στην καριέρα μου, δεν θα ήθελα τίποτα άλλο. Ήταν ό,τι μεγαλύτερο και τιμητικότερο έχω δεχθεί.
Θαυμάζω επίσης πολύ και κάποιους άλλους μουσικούς: τον Ιάπωνα συνθέτη Τακάσι Γιοσιμάτσου (μολονότι αυτοδίδακτος, έχει γράψει τεράστιο συμφωνικό έργο, μουσική δωματίου, κινηματογραφική μουσική και πολλά άλλα), τον οποίον θέλω να συναντήσω οπωσδήποτε, πριν πεθάνω. Δεν μπορώ, να μην τον συναντήσω.

Επίσης, τον Έλληνα-Νεοζηλανδό συνθέτη Τζων Ψαθά (καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη), ο οποίος είναι πραγματικά αδερφός, και τον θεωρώ τον μεγαλύτερο Έλληνα συνθέτη του 21ου αιώνα. Τον θαυμάζω ως συνθέτη, γιατί εκτός από το εξαιρετικό στυλ και την ποιότητα της μουσικής του, εξαντλεί συνθετικά και τα πάντα όσα πρέπει να γραφτούν μέσα σ’ένα κομμάτι: τίποτα παραπάνω, τίποτα παρακάτω.

Θαυμάζω επίσης τον Ρώσο πιανίστα Γκριγκόρι Σοκολόφ, ο οποίος είναι ο μοναδικός πιανίστας που πραγματικά προσφέρει κάτι διαφορετικό στην τέχνη του Πιάνου στις μέρες μας και είναι γνήσιος απόγονος των παλιών γιγάντων του Πιάνου. Θαυμάζω επίσης την Αμερικανίδα σοπράνο Τζέσυ Νόρμαν και τον Ισπανό τενόρο Χοσέ Καρέρας. Τους έχω ινδάλματα όπως και πολύς κόσμος σαν κι εμένα, και το διαπίστωσα στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, όταν είχα την τύχη να τους ακούσω.

“Η μουσική είναι μία, οι μουσικοί πολλοί.” Πως θα περιγράφατε αυτή την πρόταση;

Ναι, συμφωνώ. Όταν ήμουν 2,5 χρονών παρίστανα πως διηύθυνα χορωδιακά από όπερες του Βέρντι, που έβαζε σε δίσκους ο πατέρας μου. 8 ετών πήγα ως μέλος της Παιδικής Χορωδίας Έλλης Αδάμ στο Αρέτσο της Ιταλίας, στον αυστηρότερο διαγωνισμό χορωδιών του κόσμου. 13 χρονών το πρώτο ταξίδι μου στη Βιέννη – είχα τραγουδήσει με την ίδια Χορωδία στη Μεγάλη Αίθουσα της Αυστριακής Ραδιοφωνίας. 14 χρονών σε διεθνές σεμινάριο στο Γκρόζνιαν της πρώην Γιουγκοσλαβίας (τώρα Κροατίας) – το σεμινάριο γίνεται ακόμα και στις μέρες μας.

Όμως, 13-14 ετών άρχισα να ακούω καθημερινά το “Ποπ και το Ροκ Κλάμπ” (σημερινό “Από τις 4 στις 5”) του θρυλικού πλέον Γιάννη Πετρίδη, και ίνδαλμά μου έγινε ο Έλβις Πρίσλεϊ.

Μετά πέρασα στους Μπητλς και σε άλλα βρετανικά συγκροτήματα της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Ήξερα τα πάντα για τη ροκ και για την ποπ μουσική καθώς και για τη σόουλ, μέχρι που 18 ετών πια σταμάτησα να παρακολουθώ τις εξελίξεις τους, γιατί είχα αποφασίσει, αλλά και έπρεπε, να αφιερωθώ επαγγελματικά στην κλασική μουσική.

Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορώ να ακούσω ροκ και ποπ μουσική και σήμερα. Απλά, όταν είμαι μόνος στο σπίτι, δεν ακούω πλέον. Μόνον αν είμαι με κάποια παρέα, που της αρέσει αυτή η μουσική.

Γιατί χρειάζεται η μουσική παιδεία; Είναι πολυτέλεια ή ανάγκη;

Υπάρχουν κάποιες γενικές μουσικές αρχές, τις οποίες κάποιος πρέπει να μάθει και να σέβεται, προκειμένου να θέλει να λέγεται σοβαρός μουσικός.

Γι’αυτό ξεκινάμε τη μουσική εκπαίδευση, που υπό αυτή την έννοια ναι, είναι ανάγκη. Και όσο προχωρούμε, ανακαλύπτουμε τόσα πολλά καινούργια πράγματα αλλά και αναθεωρούμε τόσα άλλα, που ούτε καν το είχαμε φανταστεί.

Επομένως, η μουσική δεν τελειώνει ποτέ. Ή “η μουσική είναι αρκετή για μια ζωή, αλλά μια ζωή δεν είναι αρκετή για τη μουσική”, όπως είχε πει ο Σεργκέϊ Ραχμάνινοφ, ένας από τους πιο αγαπημένους μου συνθέτες του παρελθόντος (οι άλλοι δύο αγαπημένοι μου είναι ο Μότσαρτ και ο Σούμπερτ).

Όμως, ποιος μπορεί να πιστέψει ότι ο Μότσαρτ π.χ. ή ο Μπετόβεν είχαν κάποιον δάσκαλο; Θέλω να πω, ότι πολλοί μεγάλοι μουσουργοί υπήρξαν ουσιαστικά αυτοδίδακτοι. Επίσης, αν κάποιος μουσικός δεν έχει ταλέντο, όσες και σπουδές να κάνει, ποτέ δεν θα καταφέρει να είναι πρώτος ή μεταξύ των πρώτων.

Έτσι, θα κατέληγα στο συμπέρασμα ότι: ναι μεν χρειάζεται απαραιτήτως η μουσική εκπαίδευση, αλλά πρέπει να είμαστε και πολύ προσεκτικοί πώς, πότε και με ποιον δάσκαλο θα μάθουμε μουσική.

Πώς μπορεί ένας γονιός να ανακαλύψει το ταλέντο του παιδιού του στη μουσική;

Συνήθως η πρώτη ένδειξη είναι το τραγούδι. Το παιδί αρχίζει να τραγουδάει μέσα στο σπίτι και αργότερα στο σχολείο. Μια σωστή φωνή αποτελεί κάτι απαραίτητο για έναν μελλοντικό μουσικό. Φυσικά, μια πολύ καλή έως και μια σπάνια φωνή είναι αποκλειστικά ένα Θείο δώρο. Δεν μπορείς να τη βρεις, αν δεν την έχεις.

Μία δεύτερη ένδειξη ταλέντου ενός παιδιού είναι η μεγάλη ευκολία με την οποία θα προχωρήσει αργότερα σε κάποιο όργανο, αλλά κυρίως ο τρόπος με τον οποίο θα αγγίζει ένα όργανο τη στιγμή που πάει να παίξει μουσική σ’αυτό.

Εξειδικευμένα ταλέντα και φυσικά μοναδικά στο είδος τους είναι π.χ. το να μπορεί ένα παιδί να συνθέσει μουσική, ακόμη και χωρίς καλά-καλά να έχει μάθει να διαβάζει νότες. Φυσικά, ο γονιός πρέπει να βρει αφενός τον σωστό καθηγητή, να βρίσκεται σε στενή επικοινωνία μαζί του, αλλά και να έχει εμπιστοσύνη τόσο στον καθηγητή όσο και στο παιδί, γιατί είναι ένας πολύ δύσκολος δρόμος, και όσο και ταλέντο να έχει κάποιος αρχικά, αν δεν μελετήσει πάρα μα πάρα πολύ, δεν θα φτάσει ποτέ πουθενά.

Διδάσκεται σήμερα η Μουσική παράδοση μέσα από την εκπαίδευση;

Προφανώς εννοείτε τη 2βάθμια εκπαίδευση, έτσι; Ποια είναι όμως η μουσική παράδοση της Ελλάδας; Μόνο η βυζαντινή μουσική και το δημοτικό τραγούδι;

Εμένα πάντως έτσι μου είχε πει η πρώτη Διευθύντρια του Μουσικού Σχολείου Βόλου.

Δεν το παραδέχομαι όμως απόλυτα, γιατί υπήρξαν και πολύ αξιόλογοι Έλληνες συνθέτες κλασικής μουσικής, όπως ο Σκαλκώτας ή ο Καλομοίρης, των οποίων το έργο συνεχίζει να ανακαλύπτεται και στις μέρες μας.

Απ’όσο έχω καταλάβει όμως, στα μουσικά σχολεία της Ελλάδας δίδεται μεγάλη σημασία κυρίως στα δύο είδη που είπα παραπάνω. Μάλιστα, έχω διαπιστώσει ότι υπάρχουν και κάποιοι που ξέρουν πολύ καλά βυζαντινή μουσική.

Για το δημοτικό τραγούδι είναι πολύ δύσκολο να ξέρω σίγουρα. Όμως, εγώ θα ήθελα να δίνεται πολύ μεγαλύτερη σημασία και στην ευρωπαϊκή μουσική.

Αν δεν διδάσκονται τα κλασικά όργανα, τουλάχιστον σε αποδεκτό έως και αρκετά καλό επίπεδο, δεν κάνουμε τίποτα το τόσο σπουδαίο τελικά, γιατί από την κλασική μουσική ξεκινάνε όλα και εκεί καταλήγουν.

Υπόψη ότι στα μουσικά σχολεία του εξωτερικού η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική: υπάρχουν ίσες ευκαιρίες στην εκμάθηση όλων των ειδών μουσικής, με πρωτεύοντα ρόλο στην κλασική φυσικά.

Ποια είναι τα μελλοντικά μουσικά σας σχέδια;

Σχεδιάζω μια περιοδεία στην Ουκρανία, ως σολίστ με διάφορες ορχήστρες και παίζοντας διάφορα Κοντσέρτα για Πιάνο.

Ελπίζω να πραγματοποιηθεί, και να έχω και τις ημερομηνίες στα χέρια μου σύντομα.

Επίσης, εκκρεμεί η παρουσίαση του έργου “Το χειμωνιάτικο ταξίδι” του Σούμπερτ, το οποίο είναι ένα από τα έργα που έχουν σφραγίσει τη ζωή μου και θέλω οπωσδήποτε να το παρουσιάσω, σε συνεργασία με τον συνεργάτη και φίλο μου, Βιεννέζο βαρύτονο Γκέοργκ Λένερ, με τον οποίο έχουμε παρουσιάσει συναυλία και στο σπίτι του Μότσαρτ στη Βιέννη!

Σε όσους όμως έχω απευθυνθεί στην Ελλάδα για να το στηρίξουν, όλοι αρνούνται. Αν κάποιος διαβάζοντας αυτή τη συνέντευξη θελήσει να το υποστηρίξει, θα ήμουν ευγνώμων και σ’εκείνον, αλλά πρώτα απ’όλους σ’εσάς που είχατε την ευγενή καλοσύνη να μου ζητήσετε τη συνέντευξη αυτή.

Το Πιάνο και η σταδιοδρομία του Ντίνου Μαστρογιάννη, διαπρεπούς Έλληνα σολίστ πιάνου, παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη πολυμορφία.

Διακρίθηκε για την «πλούσια και πολύπλευρη τεχνική», «την τέλεια αίσθηση του ρυθμού» και τη «σπάνια εκφραστικότητα».

Εμφανίστηκε σε ονομαστές αίθουσες συναυλιών, όπως μεταξύ άλλων στο Μπρήτζγουώτερ Χωλλ του Μάντσεστερ της Αγγλίας, την αίθουσα Γκλίνκα στη Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης, το Ρωμαϊκό Ατενέουμ στο Βουκουρέστι, το Ρουντολφίνουμ στην Πράγα, το Λισίνσκι του Ζάγκρεμπ, τη Μεγάλη Αίθουσα “Σαλίχ Σαϊντάσεφ” στο Καζάν της Ρωσίας, τη Μεγάλη Αίθουσα της Προεδρικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Άγκυρας (Τουρκία).

Πήρε μέρος σε διεθνή φεστιβάλ σε ιστορικούς χώρους όπως το Μουσείο Μότσαρτ στη Μπερτράμκα της Πράγας ή το Ωδείο Ηρώδου Αττικού στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Τον Απρίλη 2010 έπαιξε στο Εθνικό Θέατρο του Μαυροβουνίου, στο 9ο Διεθνές Φεστιβάλ A Tempo, και η εφημερίδα Dan έγραψε για την εμφάνισή του: «είναι εντυπωσιακό το πώς ένα απλό έργο στα χέρια βιρτουόζου του πιάνου γίνεται πραγματικό αριστοτέχνημα … ο πιανίστας αυτός είναι γνωστός ως ο Μουσικός Πρεσβευτής της Ελλάδας. Θα προσθέταμε ότι ορθώς του έχει αποδοθεί αυτό ο τίτλος».

Το πρώτο CD του Ντίνου (Σαιν-Σανς: 4o κοντσέρτο για πιάνο) ηχογραφήθηκε ζωντανά στην Ιταλία το 2001.

Ο Ντίνος έχει μια ιδιαίτερη συνεργασία και φιλία με τον θρυλικό Έλληνα συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει μεταξύ άλλων για τον Ντίνο, ότι είναι “ο πραγματικός Απόστολος της μουσικής του”.

Από όλα τα έργα για πιάνο και ορχήστρα του Θεοδωράκη που ο Ντίνος ερμήνευσε αποσπώντας επευφημίες των ειδικών, ξεχωριστή μνεία αξίζει η τεράστια επιτυχία της παγκόσμιας πρώτης του Κοντσέρτου για Πιάνο Ελικών που είχε χαθεί για 44 χρόνια, πρωτοπαίχτηκε στη Φινλανδία στις 3 Μαρτίου 2005 και στη συνέχεια σε πολλές χώρες. Το δεύτερο CD του Ντίνου, Ο Χορός του Ζορμπά, ελληνική μουσική για σόλο πιάνο κυκλοφόρησε από την MSR Classics το 2010 και έλαβε ενθουσιώδεις κριτικές σε έγκυρα μουσικά έντυπα διεθνώς.

Το Fanfare, περιοδικό των ΗΠΑ για σοβαρούς συλλέκτες μουσικής, έγραψε: «Αυτή η συλλογή ελληνικών έργων για σόλο πιάνο, τόσο καλά και με συναισθηματικό βάθος ερμηνευμένων, δεν έχει άλλη αξίωση από το να αποτελέσει μια συνεισφορά στο μουσικό υλικό, βασισμένο στην λαϊκή παράδοση της Ελλάδας.

Ο Ντίνος Μαστρογιάννης παίζει τα έργα αυτά με κύρος και οίστρο».
Ο Ντίνος ξεκίνησε τις σπουδές πιάνου με την Έλλη Αδάμ, μαθήτρια η ίδια διαδόχου του Αλφρέντ Κορτώ. Αποφοίτησε από το Ωδείο Αθηνών με καθηγήτρια την Αλίκη Βατικιώτη και έλαβε το σολιστικό δίπλωμα με ανώτατη διάκριση και το πολυπόθητο Πρώτο Βραβείο. Συνέχισε τις σπουδές του με τους διεθνώς αναγνωρισμένους καθηγητές Κονσταντίν και Τζούλια Γκάνεφ, πρώην σπουδαστές του Νώϋχαους, και ολοκλήρωσε την μουσική παιδεία του ως σολίστ πιάνου με τον εξαίσιο Βραζιλιάνο πιανίστα Ρομπέρτο Σίντον, μαθητή των Κλαούντιο Αρράου και Άρτουρ Ρουμπινστάϊν. Από το καλοκαίρι του 2011, ο Ντίνος άρχισε να επεξεργάζεται την ιδέα ενός διεθνούς μουσικού φεστιβάλ: το Φεστιβάλ Ευμέλεια, που διοργανώθηκε από το Κοινωφελές Ίδρυμα Ν. και Ε. Πορφυρογένη για 7η φορά την άνοιξη του 2019, έχει χαρακτηριστεί ως «η μουσική των ονείρων που γίνεται πραγματικότητα». Το 3ο CD του Ντίνου, Η Ωραία Μυλωνού του Σούμπερτ με τον διαπρεπή Αυστριακό βαρύτονο Γκέοργκ Λένερ κυκλοφόρησε από την εταιρία “Sheva Collection”, από ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας της 10/4/2014 στο 3ο Ευμέλεια.
Στις πιο πρόσφατες εμφανίσεις του Ντίνου συγκαταλέγονται: 3 ρεσιτάλ στην Κωνσταντινούπολη για τα 125 χρόνια του ιστορικού “Ζωγράφειου” όπου παρουσίασε μεταξύ άλλων και σε Α’ παγκόσμια εκτέλεση τη τζαζ μεταγραφή του “Ζορμπά” του Μίκη Θεοδωράκη την οποία έγραψε και αφιέρωσε σ’αυτόν ο Ρώσος συνθέτης Βλαντιμίρ Τίτοφ, ένα θριαμβευτικό ρεσιτάλ στην Άγκυρα που διοργανώθηκε από την Ελληνική Πρεσβεία της Τουρκίας, το ρεσιτάλ Η τέχνη του τραγουδιού στο Πιάνο στο 6ο φεστιβάλ Constantinus στη Σερβία, η βραδιά τραγουδιού (λήντερ) στην αίθουσα Μπέζεν-ντορφερ στο Σπίτι του Μότσαρτ στη Βιέννη, με τον Γκέοργκ Λένερ (βαρύτονο) και την Ολιβέρα Τίτσεβιτς (σοπράνο) που διοργανώθηκε από την περίφημη εταιρία πιάνων Μπέζεν-ντορφερ, καθώς και η σύμπραξή του ως σολίστ με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Μολδαβίας στο Κοντσέρτο “Jeunehomme” του Μότσαρτ.

http://dinomastroyiannis.com