Νεανική Γλώσσα / Ιδιόλεκτος: Σωτηρία ή Καταδίκη της Κοινής Πρότυπης Γλώσσας;

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]

Νεότητα, η ομορφότερη περίοδος στη ζωή του ανθρώπου. Ανεμελιά, ξενοιασιά και ιδιαίτερες συνήθειες τα κυριότερα χαρακτηριστικά της. Μεταξύ των ιδιαίτερων συνηθειών συγκαταλέγονται τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, τα ξενύχτια σε Κέντρα Νυχτερινής Διασκέδασης και οι έξαλλες και πολλές φορές εκκεντρικές τάσεις μιας άτυπης μόδας που υιοθετείται μεταξύ ατόμων νεαρής ηλικίας. Και βέβαια -last but not least όπως θα έλεγαν οι φίλοι μας οι Άγγλοι- η Νεανική Γλώσσα / Ιδιόλεκτος. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί πως στη νεαρή ηλικία ανήκουν τόσο η εφηβική όσο και η μετεφηβική ηλικιακή φάση, διαρκείας κατά προσέγγιση 10 ετών (από το 10ο μέχρι το 20ο ηλικιακό έτος). Οι συνήθειες της σημερινής νεολαίας εμπνέουν ιδιαίτερη ανησυχία και προβληματισμό στον Δημόσιο Διάλογο, διότι παρεκκλίνουν σημαντικά από αυτό που η Κοινή Γνώμη νοεί ως εποικοδομητική ψυχαγωγία. Και η Νεανική Γλώσσα / Ιδιόλεκτος δεν μένει έξω από τη συζήτηση. Προσωπικά δεν είμαι ο καθ’ ύλην αρμόδιος να σχολιάσω και να κρίνω την ορθότητα ή τον παραλογισμό των (επι)κρίσεων των οποίων γίνονται αποδέκτες τα νεαρά άτομα όσον αφορά τα μέσα ψυχαγωγίας που επιλέγουν στον αιώνα που διανύουμε. Παρόλα αυτά θα ήθελα να προβώ σε μια τοποθέτηση όσον αφορά τη Νεανική Γλώσσα / Ιδιόλεκτο, ορμώμενος ίσως ως έναν βαθμό από την αδυναμία μου σε γενικά θέματα που άπτονται της Γλώσσας και προπάντων από την Επιστήμη της Γλωσσολογίας που συνειδητά έχω επιλέξει να υπηρετήσω.

Πριν από την οποιαδήποτε συζήτηση επί του θέματος θα πρέπει να επεξηγηθούν οι βασικές έννοιες που επέχουν κεντρική θέση στον Δημόσιο Διάλογο: η Κοινή Πρότυπη Γλώσσα αφενός και η Ιδιόλεκτος αφετέρου. Κοινή Πρότυπη Γλώσσα καλείται μια συγκεκριμένη Γλωσσική Διάλεκτος η οποία ομιλείται σε έναν συγκεκριμένο τόπο και έχει αποκτήσει ισχύ στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι αυτού. Με άλλα λόγια είναι η Γλώσσα που χρησιμοποιούν οι Κρατικοί Θεσμοί και Φορείς και κατ’ επέκταση οι πολίτες στην καθημερινή επικοινωνία τους κατά κύριο λόγο. Η Ιδιόλεκτος περιγράφει μια ιδιότυπης φύσεως Γλωσσική Διάλεκτο, η οποία χρησιμοποιείται από μια συγκεκριμένη ομάδα και συνιστά έναν ιδιότυπο Κώδικα Επικοινωνίας τον οποίο κατανοούν αποκλειστικά ή έστω κατά βάση τα μέλη αυτής της ομάδας. Είναι η κατά το κοινώς λεγόμενο Αργκό, λέξη προερχόμενη από τo γαλλικό όρο Argot, που περιγράφει την κάθε Γλωσσική Ποικιλία που χρησιμοποιείται άτυπα, δεν είναι δηλαδή επίσημα αναγνωρισμένη στο πρότυπο της Κοινής Πρότυπης Γλώσσας.

«Άσε ρε μπρο, ξενέρωσα τη ζωή μου», «Ρε φίλε, την παλεύεις; Θα τη βγάλεις μέσα σαββατιάτικα;», «Έσκασε τίγκα στα μετρητά». Και ποιος δεν έχει ακούσει κάποια στιγμή τέτοιας λογής φράσεις; Και ποιος δεν τις έχει χρησιμοποιήσει ο ίδιος κάποια στιγμή ειδικά σε εκείνες τις ευαίσθητες ηλικιακές φάσεις που ο πόθος να νιώθεις πως ανήκεις σε μια κλειστή ομάδα συνομηλίκων είναι διακαής; Δεν υπάρχει λόγος να κρυβόμαστε μεταξύ μας. Μπορεί, όπως λέει ο λαός, η ωρίμανση να τρέχει πιο γρήγορα από την ηλικία μας αρκετές φορές, γεγονός που ίσως μας καθιστά πιο αρνητικούς και επιφυλακτικούς ως προς τη χρήση της Νεανικής Γλώσσας / Ιδιολέκτου. Παρόλα αυτά, η ίδια η φύση μας και οι απαιτήσεις της κλειστής κοινωνίας στην οποία περνάμε το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας μας για πολλά χρόνια στο σχολικό πλαίσιο και μετέπειτα μοιραία μας παρασέρνουν, άλλοτε ενσυνείδητα και άλλοτε υποσυνείδητα, στη χρήση αντίστοιχων λέξεων και φράσεων. Θα αναρωτιόταν κανείς εύλογα πώς προκύπτουν όλα αυτά τα λεκτικά και φραστικά μέσα τα οποία έχουν χαρακτηριστεί από την Επιστημονική Κοινότητα ως Νεανική Γλώσσα / Ιδιόλεκτος. Είναι σκόπιμο να επισημανθεί πως η ορολογία «Νεανική Γλώσσα / Ιδιόλεκτος» υιοθετήθηκε και εισήχθη από την Επιστημονική Κοινότητα στη βιβλιογραφία και πως ουδέποτε στο ρου της ανθρώπινης ιστορίας κατονομάστηκε ως τέτοια από τους νέους ανθρώπους. Όπως φαίνεται, οι περισσότερες λέξεις και φράσεις είναι ξενόγλωσσης προελεύσεως, προερχόμενες κυρίως από την Αγγλική και προσαρμοσμένες στους κανόνες σχηματισμού λέξεων της Ελληνικής, λ.χ. «κριντζάρω» (cringe), «φρικάρω» (freak) και «τσεκάρω τα άπντεϊτς» (check the updates). Έπειτα είναι οι λέξεις και φράσεις εκείνες που υπάρχουν μεν στην Πρότυπη Κοινή Γλώσσα της Ελληνικής (Πελοποννησιακή Διάλεκτος) αλλά τροποποιείται ελαφρώς το νόημά τους κατά περίσταση, λ.χ. «ξενερώνω» σημαίνει κυριολεκτικά «συνέρχομαι από το μεθύσι», στο πλαίσιο όμως της Νεανικής Γλώσσας / Ιδιολέκτου χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απώλεια ευχάριστης διάθεσης λόγω κάποιου απρόσμενου αρνητικού γεγονότος («ξενέρωσα τη ζωή μου»). Το ρήμα «ακούω» αντιπροσωπεύει μια από τις 5 αισθήσεις του ανθρώπου, όμως μεταφορικά σημαίνει ότι κάποιος άνθρωπος έχει μεθύσει σε σημείο να παραπατά («την άκουσα για τα καλά χθες στα μπουζούκια»). Λιγότερες, αν και όχι ανύπαρκτες, είναι οι λέξεις -και οι φράσεις που τις συμπεριλαμβάνουν- που χρησιμοποιούνται σαν Ιδιωματισμοί  και υπάρχουν στο λεξιλόγιο της καλούμενης Δημοτικής Διαλέκτου, δίχως όμως να αναγνωρίζονται ως δόκιμες από την Κοινή Πρότυπη Γλώσσα, π.χ. «ταγάρι» (αφελής), «ντουγάνι» (πανίβλακας) κ.ά.

Το Χάσμα Γενεών είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο που διαρκώς διογκώνεται όσο ο κόσμος προχωρά και εξελίσσεται. Από αυτό δε λείπουν οι γλωσσικές διαστάσεις, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται κάτι τέτοιο. Παλαιά και Νέα Γενιά συγκρούονται σε αυτό το «πεδίο» αλληλοκατηγορούμενες. Η πρώτη ισχυριζόμενη πως η τελευταία «φονεύει» τη Γλώσσα παραβιάζοντας κατ’ εξακολούθηση τους θεμελιώδεις κανόνες της λεξιλογικά, γραμματικοσυντατικά και ορθογραφικά. Η τελευταία ανταπαντώντας πως η πρώτη επιθυμεί να επιβάλει ένα καθεστώς Γλωσσικού Προσηλυτισμού που ευθύνεται για την στασιμότητα του Γλωσσικού Φαινομένου. Ποιος έχει δίκιο; Ποιος έχει άδικο; Θα ήταν πολύ απλοϊκό και ουδόλως βοηθητικό για τον Δημόσιο Διάλογο να απαντούσαμε ελαφρά τη καρδία «Η Παλαιά Γενιά έχει δίκιο, η Νέα Γενιά έχει άδικο» ή αντίστροφα.

Με δεδομένο ότι κανένας δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια, το ζήτημα χρήζει εκτενέστερης διερεύνησης για την διαλεύκανσή του. Για λόγους ηθικής δεοντολογίας, η αρχή θα γίνει από την στάση της Παλαιάς Γενιάς. Η Παλαιά Γενιά, έχοντας μεγαλώσει σε μια εποχή τελείως αλλιώτικη από αυτήν που μεγαλώνει η σημερινή Νέα Γενιά, είναι επόμενο να έχει διαφορετικής φύσεως βιώματα και εμπειρίες. Πολλοί παλαιοί έχουν ζήσει πολεμικές φρίκες οι ίδιοι τους ή τις έχουν εσωτερικεύσει και έχουν ταυτιστεί μαζί τους, καθώς άκουγαν συχνά από τον στενό κύκλο τους για τις ανιερότητες π.χ. της Τουρκοκρατίας, του Α’ και Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Πραξικοπήματος του 1967 που οδήγησε στην Επταετή Κατοχή. Σε καθεμία από αυτές τις περιόδους αναστάτωσης διακυβεύτηκαν σημαντικά τιμήματα για το Έθνος, όπως η εδαφική ακεραιότητα και η στρατιωτική θωράκισή του. Η Γλώσσα δεν αποτέλεσε εξαίρεση και ειδικά εν μέσω προεργασιών για τον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα υπήρξε αφορμή αγεφύρωτων διαφωνιών και χασμάτων. Ο Αδαμάντιος Κοραής έφερε στο προσκήνιο το Γλωσσικό Ζήτημα, αιτούμενος μαζί με τους ομοϊδεάτες του της καθολικής επιβολής της Καθαρεύουσας. Η άποψη για αναγκαία αποβολή Ξενικών Ιδιωματισμών και στοιχείων Δημοτικής Διαλέκτου εντασσόταν μέσα στην ευρύτερη εκστρατεία για την προώθηση της  ιδέας πως η μόρφωση των Ελληνόπουλων ήταν το απαραίτητο πρώτο βήμα προς την Ελευθερία. Η λαχτάρα για Ελευθερία ήταν τόσο μεγάλη που στην ουσία μεγάλη μερίδα των υποδουλωμένων Ελλήνων ήταν πρόθυμοι να ταχθούν δίχως ιδιαίτερη σκέψη υπέρ οποιασδήποτε θέσης θα έπαιρναν οι Λόγιοι και Διανοούμενοι ως -κατά τα φαινόμενα- φωστήρες της γνώσης και της αλήθειας.

Αυτή λοιπόν η άποψη μεταφέρθηκε μοιραία και στις επόμενες γενιές, ίσως βέβαια μετριοπαθέστερα από όσο εκφράστηκε εν τη γενέσει του Γλωσσικού Ζητήματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διαδραμάτισε ρόλο και στις επόμενες συρράξεις, τις οποίες η Παλαιά Γενιά έχει ακόμα πιο φρέσκες στη μνήμη της. Για παράδειγμα, στην ιστορική περίοδο του Εθνικού Διχασμού ενόσω ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος διαρκούσε, με πρωταγωνιστές τον τέως Πρωθυπουργό Ελλάδος Ελευθέριο Βενιζέλο και τον τέως Βασιλέα Ελλάδος Κωνσταντίνο Α’, το βασικό διακύβευμα ήταν η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος και κατά πόσο θα μπορούσαν πρωτίστως να διασφαλιστούν τα εδάφη που είχαν προσαρτηθεί από τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Παρότι δεν συζητήθηκε ανάμεσα στους δύο άνδρες, η Ελληνική Γλώσσα ήταν μια λανθάνουσα μεν αλλά υπαρκτή παράμετρος για να μπει η Ελλάδα στα πράγματα. Αν η έκβαση του πολέμου ήταν θετική για την Τριπλή Συνεννόηση (Αντάντ) με την οποία η Ελλάδα θα επέλεγε να συμμαχήσει, όπως και έγινε, δεν θα διασφαλιζόταν απλώς η συνέχιση της ομιλίας της Ελληνικής Γλώσσας στα εδάφη που βρίσκονταν στην κυριότητά της ήδη από τον τερματισμό του Β’ Βαλκανικού Πολέμου το 1913. Παράλληλα, η Ελληνική θα αποκτούσε ακόμα περισσότερους ομιλητές ενσωματώνοντας κι άλλα εδάφη της Ευρωπαϊκής Επικράτειας, κάποια εκ των οποίων μάλιστα της ανήκαν δικαιωματικά. Εν τέλει, αυτό επετεύχθη το 1920 χάρη στη Συνθήκη των Σεβρών με την ιστορική «Ελλάδα των Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών», που αποτέλεσε τη σημαντικότερη εδαφική επέκταση στην ιστορία του Ελληνικού Έθνους.

Όλα αυτά για τη Νέα Γενιά φυσικά δεν είναι παρά εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, για αυτό δεν μπορεί να κατανοήσει το μέγεθος της επίδρασης αυτών στον τρόπο σκέψης της Παλαιάς Γενιάς, για την οποία σε σημαντικό ποσοστό είναι βιώματα και εμπειρίες που σημάδεψαν ζωές ολόκληρες. Όμως άλλες εποχές, άλλα δεδομένα. Με λίγα λόγια θα έλεγε κανείς πως η «εμμονή», ίσως ακριβέστερα ο συντηρητισμός μεγάλου ποσοστού της Παλαιάς Γενιάς με την Κοινή Πρότυπη Γλώσσα προέρχεται από το ίδιο το ρου της ιστορίας και πώς η πρώτη εξελίχθηκε χάρη σε αυτό. Φυσικά δε λείπουν και τα εκ φύσεως «κολλημένα μυαλά», εκείνοι δηλαδή που απλώς «πολεμούν» καθετί που παρεκκλίνει της Κοινής Πρότυπης Γλώσσας χωρίς όμως να προσφέρουν κάτι ουσιώδες στον Δημόσιο Διάλογο.

Και τώρα είναι η σειρά της σκοπιάς της Νέας Γενιάς πάνω στο θέμα. Τα νεαρά άτομα τόσο στην εφηβική όσο και στη μετεφηβική ηλικιακή φάση αδυνατούν συχνά να συνειδητοποιήσουν την αξία της Κοινής Πρότυπης Γλώσσας, κάτι για το οποίο σαφέστατα ευθύνεται πρωτογενώς η εγκεφαλική ανάπτυξη που ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη και -ειδικά στην περίπτωση των αγοριών- σημειώνει καθυστερήσεις. Όμως αυτό δεν πάει να πει πως και η Παλαιά Γενιά είναι άμοιρη ευθυνών, μια και αυτή είναι που έφερε την αποστήθιση και την απομνημόνευση στο εκπαιδευτικό σύστημα και τις κατέστησε συνώνυμα του εκπαιδευτικού γίγνεσθαι, συμπεριλαμβανομένου και του μαθήματος της Γλώσσας. Για ποιο λόγο να αγαπήσει ένας νέος άνθρωπος κάτι το οποίο του περιορίζει τη σκέψη και την εγκλωβίζει σε «κουτιά»; Και μετά, η Νέα Γενιά περιγράφεται διαχρονικά από την Παλαιά Γενιά ως «εκείνη που ήρθε στον κόσμο να εξελιχθεί, να δημιουργήσει πάνω σε όσα η Παλαιά Γενιά έχει φτιάξει και να προοδεύσει, προσθέτοντας δικές της ιδέες στην ήδη υπάρχουσα κοσμοθεωρία». Αν το καλοσκεφτεί κανείς, μέσω της Νεανικής Γλώσσας / Ιδιολέκτου πράττεται ακριβώς αυτό. Δεν είναι λίγο ως πολύ οξύμωρο από τη μια να προσπαθεί η Παλαιά Γενιά να ωθήσει τη Νέα Γενιά προς την εξέλιξη και πρόοδο σε όλους τους τομείς και από την άλλη η τελευταία να κατακρίνεται όταν κάνει αυτό για το οποίο η πρώτη την προόρισε, ακόμα και στη Γλώσσα;

Δεν παίρνω ανοιχτά το μέρος κανενός στον Δημόσιο Διάλογο σε σχέση με τη Νεανική Γλώσσα / Ιδιόλεκτο. Εξάλλου, στην ηλικία που βρίσκομαι είμαι σε θέση να κατανοήσω τις στάσεις τόσο της μιας όσο και της άλλης πλευράς. Έχω διέλθει από την εφηβική και τη μετεφηβική ηλικιακή φάση και ήδη μπορώ να πω πως έχω ζήσει στο πετσί μου σημαντικά την ενήλικη ζωή. Το μόνο που θέλησα ήταν να τοποθετηθώ μετριοπαθώς επί του ζητήματος, όμως θα πρέπει να είναι μια απαράβατη αρχή ξεκάθαρη σε όλους μας: η Γλώσσα δεν είναι κτίσμα κανενός. Ανήκει σε όλους τους ανθρώπους που την ομιλούν. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να συμπεριφέρεται σαν κτήτορας ενός Κοινού Αγαθού όπως είναι η Γλώσσα. Θεωρώ λοιπόν πως θα εξέφραζα την άποψη της πλειοψηφίας αν ισχυριζόμουν πως η Νεανική Γλώσσα / Ιδιόλεκτος και κάθε είδους Διαλεκτική Ποικιλία είναι απολύτως αποδεκτές εφόσον δεν «κατακρεουργούν» δομικά την Κοινή Πρότυπη Γλώσσα. Μια τέτοια διαπίστωση φυσικά γεννάει περαιτέρω ερωτήματα, όπως «Είναι δόκιμο να λογίζεται μια συγκεκριμένη Διαλεκτική Ποικιλία ως Κοινή Πρότυπη Γλώσσα;» και «Πώς νοείται, τι συνιστά «κατακρεούργηση» της Γλώσσας;». Πιστεύω πως σε τέτοιας λογής ερωτήματα δεν θα δοθούν ποτέ απολύτως ικανοποιητικές απαντήσεις και για αυτό ο Δημόσιος Διάλογος θα συνεχίζεται με την κρυφή ελπίδα να βρεθεί κάποια στιγμή στη βιβλιογραφία η «χρυσή τομή».