Η έκθεση του Άγγελου Αντωνόπουλου αποτελεί ένα οπτικό αφήγημα – σχόλιο στη σχέση του ανθρώπου με την εξουσία. Μέσα από τρεις εγκαταστάσεις -πράξεις – ο καλλιτέχνης θέλει να δημιουργήσει μία βιωματική πορεία στο θεατή μέσα στα πολλαπλά πρόσωπα της εξουσίας και της κατάρρευσής της. Παλαιότερα “μεταλλαγμένα” έργα της τελευταίας δεκαετίας και καινούργια ιδωμένα κάτω από μία συνολική οπτική, δίνουν τη δυνατότητα μιας πιο ουσιαστικής ανάγνωσης του έργου του καλλιτέχνη.
Η πρώτη πράξη, που συνθέτει τον πρόλογο αλλά και τον επίλογο του αφηγήματος, διαδραματίζεται ήδη από την είσοδο του θεατή στο χώρο. Ο λευκός εκθεσιακός κύβος αποτελεί τον τέλειο καμβά να φιλοξενήσει την εξίσου λευκή εγκατάσταση του Αντωνόπουλου. Η αρχική ψευδαίσθηση ηρεμίας και τάξης που επιτυγχάνεται από τα δυσδιάκριτα λόγω χρώματος αντικείμενα, αναιρείται γρήγορα με την βαθμιαία προσαρμογή του βλέμματος στο χώρο. Η εγκατάσταση αποτελείται από θραύσματα μελών σώματος από κούκλες, τεχνουργήματα, πορσελάνινα μπιμπελό, κομμάτια περίεργων κλουβιών, τραπεζιών και κτιρίων που αιωρούνται, υποβαστάζονται αλλά και διαπερνούνται από πλήθος μεταλλικών ελασμάτων. Φέρονται σαν να έχουν εξαναγκαστεί σε μια σχεδόν βίαιη διαδικασία αποδόμησης και ανασύνθεσης, ολοκληρώνοντας τη μεταφυσική υπόσταση των ετερόκλητων απεικονίσεων, εγείροντας ερωτήματα που αφορούν σε έννοιες όπως το φυσικό, το τεχνητό, το οικείο και το ξένο, η εμπειρία και η μνήμη. Η εγκατάσταση παραπέμπει σχεδόν σε ένα βάναυσο επιστημονικό πείραμα που έχει σκοπό να ερευνήσει τα επιμέρους στοιχεία και να δημιουργήσει καινούργιες κατασκευές. Λειτουργεί ως ένα Cabinet of Curiosities, ένα είδος ιδιωτικού μικρομουσείου γεμάτο με αξιοπερίεργα αντικείμενα, ένα “θέατρο μνήμης” και έχει άμεση αναφορά στα “παιχνίδια” και τα βιώματα της παιδικής ηλικίας του καλλιτέχνη.
Ο Αντωνόπουλος οργανώνει τον λευκό εκθεσιακό κύβο με ένα οπτικό σύστημα αξόνων από μολύβι στους τοίχους του δωματίου – επιλογή που έχει βάσεις στην παλαιότερη ζωγραφική πρακτική του καλλιτέχνη– οι οποίοι δραπετεύουν σταδιακά από τις δύο διαστάσεις και παίρνουν τρισδιάστατη υπόσταση πλέγματος ανάμεσα στα τεχνουργήματα. Εδώ δεν χρησιμεύουν ως ένα οπτικό σύστημα που θα δημιουργήσει μία δομή τάξης. Αντίθετα, η εγκατάσταση φαίνεται ως ένα συνολικό υβρίδιο-πειραματόζωο όπου η κατάχρηση της εξουσίας το έχει αφήσει ως ένα πάσχον ακρωτηριασμένο σώμα ανάλογου ενός σύγχρονου Άγιου Σεβαστιανού.
Στο μικρόκοσμο αυτό, ο Αντωνόπουλος παίζει με την τάξη και το χάος. Μέρη της εγκατάστασης θυμίζουν σπλάχνα από υβρίδια προερχόμενα από κατασκευές, κελύφη κτιρίων και παιχνίδια. Η ονειρική σχεδόν αρχική εικόνα θυμίζει βαθμιαία ένα εφιαλτικό παράδοξο τοπίο. Μέρη της εγκατάστασης γυρίζουν αργά αλλάζοντας διαρκώς το έργο και αντιστρέφοντας το ρόλο του θεατή. Αντί να ορίζει εκείνος το σημείο και την διαδρομή θέασης μέσα στα εκθέματα, παραμένει ακίνητος απέναντι σε ένα κινούμενο έργο. Η συνθήκη της αργής μικρής κίνησης των καρουσέλ της εγκατάστασης, τον υποβάλει σε ένα παιχνίδι αναζήτησης των θραυσμάτων που παραμένουν αναλλοίωτα και αυτών που αλλάζουν συνεχώς σε σχέση με τον χώρο και με τα άλλα εκθέματα. Η κατασκευή των σουρεαλιστικών θραυσμάτων της εγκατάστασης, δημιουργεί μια μυστηριώδη και παράδοξη αίσθηση ανάλογη της έννοιας του ανοίκειου όπως αυτή προσδιορίστηκε στο δοκίμιο του Sigmund Freud, Uncanny (2) . Μέσω του έργου τίθενται ερωτήματα σε σχέση με δίπολα όπως το έμψυχο με το άψυχο, τη διαφορετικότητα με την κανονικότητα και τι τα ορίζει.
Ο θεατής συνεχίζοντας την βιωματική του διαδρομή, καλείται να διαλέξει την πορεία που θα κινηθεί ανάμεσα σε δύο δωμάτια που συνεχίζουν την προβληματική του καλλιτέχνη για τη σχέση του ανθρώπου με την ηγεσία και την εξουσία.
Η πορεία του στο αριστερό δωμάτιο θα τον φέρει αντιμέτωπο με ένα σχεδόν μαύρο σκοτεινό χώρο. Η όρασή του, πρέπει ξανά να προσαρμοστεί για να αντικρίσει κελύφη κτιρίων που ορίζουν μορφές και συστήματα εξουσίας.
Εδώ το αρχιτεκτονικό κέλυφος της ελληνικής Βουλής συνυπάρχει με το κτήριο του γερμανικού κοινοβουλίου Ράιχσταγκ, το Κρεμλίνο και τον Λευκό Οίκο.
Η λιωμένη ελληνική Βουλή ισορροπεί με δυσκολία πάνω σε μια ημισφαιρική κατασκευή ενώ το είδωλο της αποσύνθεσης του τελικού γλυπτού εικονίζεται περιπαιχτικά σε ένα καθρέπτη. Τα μαύρα κελύφη του Ράιχσταγκ και του Κρεμλίνου συνομιλούν και συνθέτουν μια εικόνα “σκηνικού” που διαδραματίζεται ένα δυσοίωνο έργο. Το μικρό σε μέγεθος κτίριο του Λευκού Οίκου δημιουργεί μια παράδοξη οπτική σε σχέση με την δύναμη των αποφάσεων που κατέχει.
Τα κτίρια της εγκατάστασης που είναι βαθιά συνυφασμένα με πολιτικά και κοινωνικά συστήματα, μεταφέρουν μια εικόνα σήψης και αλλοίωσης δημιουργώντας ένα μνημείο αφιερωμένο στην αέναη προσπάθεια του πολίτη να επιβιώσει κόντρα στις αντιξοότητες των καιρών. Ο καλλιτέχνης διαμορφώνει ένα “no man’s land” τόπο όπου συνυπάρχουν παρελθόν, παρόν και μέλλον. Οι αποφάσεις και οι χειρισμοί του παρελθόντος διαμορφώνουν το παρόν και με τη σειρά τους το μέλλον. Η δημοκρατία, η σχέση του ανθρώπου με την ηγεσία, η κατάρρευση της εξουσίας, των θεσμών και των αξιών είναι μερικά μόνο από τα ζητούμενα που θέτει ο καλλιτέχνης.
Η τρίτη πράξη του οπτικού αφηγήματος ολοκληρώνεται με τη διαδρομή του θεατή στο τελευταίο δωμάτιο. Εδώ πρωταγωνιστής δεν είναι τα κτίρια όπου παίρνονται οι αποφάσεις αλλά τα πρόσωπα πίσω από αυτές. Το δωμάτιο αποτελεί ύμνο σε μια πατριαρχική κοινωνία.
Το πρώτο πράγμα που αντικρίζει ο θεατής είναι τα δεκάδες αντρικά αλλοιωμένα πορτρέτα σβησμένα με μαύρο γραφίτη. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν τα μάτια των παλιών φωτογραφιών που δείχνουν να σε ακολουθούν παντού καθώς και των λευκών γιακάδων των κουστουμιών τους που τονίζουν τον προσδιορισμό του φύλου τους. Θυμίζουν παλιές φωτογραφίες των αντρών-αρχηγών του σπιτιού που υπήρχαν σε κάθε σπίτι των προηγούμενων γενεών.
Ο καλλιτέχνης με τη μη θέαση των επιμέρους χαρακτηριστικών δημιουργεί πορτρέτα-σύμβολα για κάθε άντρα που διαθέτει εξουσία και συνθέτει μια μυστηριώδη αίσθηση που μεγιστοποιείται από τον περιορισμό της χρωματικής του παλέτας στα ουδέτερα χρώματα.
Εδώ η εξουσία δεν είναι απρόσωπη. Ο Αντωνόπουλος ερευνά θέματα που αφορούν στη λειτουργία της άσκησης της εξουσίας μέσα στα κλειστά πλαίσια των οικογενειακών σχέσεων. Μέσα στην εγκατάσταση εντάσσονται επίσης παλιές και αλλοιωμένες με γραφίτη φωτογραφίες γυναικών που ποζάρουν με τα νυφικά τους φορέματα. Τα πρόσωπα και το περιβάλλον είναι και εδώ σβησμένα δίνοντας όμως πρωταγωνιστικό ρόλο στο νυφικό ντύσιμο, ίσως ως μίας ένδειξης αποδοχής και ένταξης στο πατριαρχικό σύστημα. Ένα αιωρούμενο κτίριο “φανερώνει”, μέσα από τα μικρά παράθυρα που λειτουργούν ως κλειδαρότρυπες, απαγορευμένες εικόνες ηδονής.
Στο τέλος της διαδρομής, ο θεατής αντικρίζει ένα μεγάλο κουτί -χώρο μέσα στο χώρο- που εμπεριέχεται ένα μετέωρο “αστικό” κτίριο που καταργεί τους συμβατικούς κανόνες της βαρύτητας. Η κατασκευή του σουρεαλιστικού αιωρούμενου δυτικού τύπου σπιτιού θέτει ερωτήματα για το κοινωνικό πλαίσιο του αστικού περιβάλλοντος.
Η έκθεση στο σύνολό της αποτελεί ένα λυρικό Cabinet of Curiosities, ένα μικρομουσείο, ένα ταξίδι στους προβληματισμούς, τα ερωτήματα και τα έργα του καλλιτέχνη, που πραγματεύονται τη θέση και τη στάση του σύγχρονου ανθρώπου στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι στην προσπάθειά του να αναδειχθεί κυρίαρχος πρωταγωνιστής.
Επιμέλεια έκθεσης: Άρτεμις Ποταμιάνου
Εγκαίνια: Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020 στις 20:00
ΕΝΙΑ GALLERY: Αγ. Δημητρίου 74 & Μεσολογγίου, Πειραιάς