Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail:[email protected]
Προ ημερών, όπως συμβαίνει κάθε χρόνο, ανακοινώθηκαν οι βάσεις εισαγωγής των σχολών ΑΕΙ για την προ των πυλών ακαδημαϊκή χρονιά. Μια στιγμή υψίστης αγωνίας για τους νέους ανερχόμενους επιστήμονες, καθώς είναι στην ουσία η δεύτερη και τελική κορύφωση του αγώνα τους, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων, και συνάμα η δικαίωση ή ματαίωση των κόπων της χρονιάς τους ως υποψηφίων για το πανεπιστήμιο. Αυτό το οποίο έκανε εντύπωση μεταξύ άλλων ήταν η θεαματική πτώση των βάσεων εισαγωγής σε όλα τα επιστημονικά πεδία και ιδίως στο 1ο, εκείνο δηλαδή των Ανθρωπιστικών Επιστημών, από τα Τμήματα Ιστορίας & Αρχαιολογίας μέχρι τα Τμήματα Ελληνικής Φιλολογίας. Αυτή η πτώση οδήγησε σε αξιοπρόσεκτη άνοδο των εισαχθέντων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, σύμφωνα με τα νούμερα και τα ποσοστά που δημοσιοποίησε το Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων. Και αυτό όχι μόνο σε σχέση με την περσινή και προπέρσινη χρονιά, οι οποίες άλλωστε είναι γνωστές για την ιδιαιτερότητά τους λόγω της πανδημίας και της αναστάτωσης που μοιραία επέφερε στο όλο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι. Μιλάμε για μια χρονιά που σημειώθηκαν αρκετές αξιοπερίεργες πτώσεις σε σχολές που άλλοτε είχαν συγκεκριμένο βαθμολογικό «βάθος», χαμηλότερα από το οποίο κανείς δεν θα φανταζόταν πως θα μπορούσαν να έπεφταν (βλ. ιστοσελίδα Υπουργείου Παιδείας & Θρησκευμάτων https://www.minedu.gov.gr και λοιπά συγγενικά σάιτ).
Και για μια ακόμη φορά ετέθησαν επί τάπητος οι Ξενόγλωσσες Φιλολογίες, των οποίων οι βάσεις ανέκαθεν δεν βρίσκονταν σε υψηλά επίπεδα και φέτος «βούτηξαν» για άλλη μια χρονιά. Οι χαμηλές επιδόσεις στα βασικά μαθήματα του 1ου πεδίου (Αρχαία Ελληνική Γλώσσα, Ιστορία, Λατινικά, Έκθεση) κατέστησαν αναγκαία αυτήν την «βουτιά». Ευτυχώς όμως η γενικότερη αύξηση των ποσοστών αριστούχων εξετασθέντων στα ειδικά μαθήματα ξένων γλωσσών κάπως θα έλεγε κανείς πως αντιστάθμισε την αρχική πτώση συγκρίνοντας με άλλες χρονιές, π.χ. το 2015, οπότε και η γενίκευση του φαινομένου πολλών βαθμολογηθέντων κάτω από τη βάση (10) γραπτών «έριξε» τις περισσότερες Ξενόγλωσσες Φιλολογίες ακόμα και σε βάσεις χαμηλότερες των 10.000 μορίων, «στα τάρταρα». Εξαιρέσεις αποτελούν για την εν λόγω χρονιά τα Τμήματα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (19-20.000 μόρια), φαινόμενο που μάλλον είναι γενικότερο, καθώς η Αγγλική Φιλολογία έχει ετησίως την πρωτιά μεταξύ των Ξενόγλωσσων Φιλολογιών. Η Αγγλική ως Lingua Franca (Παγκόσμια, Οικουμενική Γλώσσα) και το γεγονός ότι τα πανεπιστημιακά ιδρύματα σε Μ. Βρετανία και ΗΠΑ αποτελούν πόλο έλξης λόγω του υψηλοτάτου παρεχόμενου επιπέδου σπουδών σε όλα τα επιστημονικά πεδία είναι 2 παράγοντες που παίζουν καθοριστικότατο ρόλο στην εξέλιξη αυτήν.
Με αφορμή όλη αυτήν την καλούμενη «φασαρία των αριθμών», που έχει φτάσει σε σημείο να αδικεί την ουσία της σπουδής στις Ξενόγλωσσες Φιλολογίες, καλό θα ήταν να μπουν κάποια πράγματα στην θέση τους προς αποφυγή παρανοήσεων. Πρώτα και κύρια, οι βάσεις εισαγωγής αντικατοπτρίζουν τη ζήτηση καθεμίας σχολής και λειτουργούν στην ουσία όπως οι τιμές κοστολόγησης των προϊόντων. Όσο αυξάνεται η ζήτηση που έχει ένα προϊόν ή εμπόρευμα, τόσο αυξάνεται συνήθως η κοστολόγησή του. Με τον ίδιο τρόπο αυξάνεται η βάση εισαγωγής μιας σχολής όσο αυξάνεται η ζήτησή της από σπουδαστές. Μερικές χιλιάδες μορίων θα ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα να ισχυριζόμασταν πως μαρτυρούν στοιχεία για την ποιότητα σπουδών μιας σχολής και τις μετέπειτα προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι εξ ορισμού αντιδεοντολογικό να μπαίνουμε σε διαδικασία σύγκρισης σχολών του ίδιου ή διαφορετικών πεδίων και να λέμε π.χ. ότι ένας σπουδαστής του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, του οποίου η βάση διαχρονικά μπορεί να μην έχει πέσει ουδέποτε κατά μέσο όρο κάτω από τα 17-18.000 μόρια, θα βρει πολύ συντομότερα δουλειά καλών απολαβών έχοντας αποφοιτήσει σε σχέση με έναν σπουδαστή του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, του οποίου η βάση έχει βρεθεί επί σειρά ακαδημαϊκών ετών κάτω από τα 10.000 μόρια και στις καλύτερες χρονιές του μπορεί να μην έχει «σκαρφαλώσει» πάνω από τα 11-12.000 μόρια. Ότι διαμέσου της Αγγλικής Φιλολογίας συγκεντρώνει κανείς περισσότερες πιθανότητες να βρει καλή πελατεία διδάσκοντας την Αγγλική ως ξένη γλώσσα σε σχέση με κάποιον που διδάσκει την Ιταλική ως ξένη γλώσσα είναι αλήθεια σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αυτό όμως έχει να κάνει καθαρά με τα ποσοστά ζήτησης των εν λόγω γλωσσών. Μήτε αφαιρεί μήτε και προσθέτει στην ακαδημαϊκή και επιστημονική αξία των προαναφερθεισών σχολών.
Σύμφωνα με την εμπειρία και βέβαια τα στατιστικά στοιχεία κατά διαστήματα διεξαχθεισών ερευνών, αποφοιτώντας από Ξενόγλωσσες Φιλολογίες, οι ορκισθέντες απορροφώνται πλειοψηφικά από την εκπαίδευση. Το γεγονός αυτό έχει «γεννήσει» στερεότυπα όπως ότι «σπουδάζοντας κανείς Αγγλική, Γαλλική κλπ. Φιλολογία, στην ουσία καταναλώνει 4-5 κατά προσέγγιση χρόνια από τη ζωή του για να καταλήξει στο δασκαλίκι μιας γλώσσας για ένα μεροκάματο που τσίμα τσίμα του εξασφαλίζει την κάλυψη των βασικών εξόδων του μήνα». Είναι αλήθεια ότι οι αμοιβές των καθηγητών ξένων γλωσσών, όπως βεβαίως και των εκπαιδευτικών εν γένει, είναι πολύ χαμηλές στον τόπο μας τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Ένα βιοτικό επίπεδο με τις ανέσεις που ένας μέσος εργαζόμενος άνθρωπος επιθυμεί καθίσταται πράγματι δύσκολο αν όχι και ανέφικτο. Ας σκεφτούμε όμως 2 σημαντικές παραμέτρους: πρώτον, καμία δουλειά δεν είναι ντροπή, και σίγουρα το επάγγελμα του εκπαιδευτικού οποιουδήποτε γνωστικού αντικειμένου είναι μάλλον λειτούργημα παρά απλό επάγγελμα. Δεύτερον, γενικές τάσεις δεν σημαίνουν και απόλυτες τάσεις. Με άλλα λόγια, οι Ξενόγλωσσες Φιλολογίες δεν αποτελούνται από μονόδρομους που οδηγούν μόνο στην διδασκαλία και στην εκπαίδευση, ίσα ίσα προσφέρουν άπειρες ευκαιρίες για όσους αγαπούν το αντικείμενό τους και θέλουν πραγματικά να εμβαθύνουν σε αυτό μέσα από τα κατάλληλα μεταπτυχιακά, διδακτορικά και τις πρακτικές ασκήσεις μέσω ΕΣΠΑ και όχι μόνο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: μεταφραστές σε πολυεθνικές εταιρείες, διερμηνείς σε συναντήσεις ηγετών διαφόρων κρατών, λογοθεραπευτές και υπάλληλοι τηλεφωνικής εξυπηρέτησης αλλοεθνών πελατών της οικείας και άλλων χωρών. Γίνεται αντιληπτό λοιπόν πως η εξίσωση «Ξενόγλωσσες Φιλολογίες = Ξενόγλωσση Διδασκαλία» είναι μερικώς και σε καμία περίπτωση ολικώς εν ισχύ.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να εκθέσω την προσωπική εμπειρία μου ως τέως φοιτητού και αποφοίτου πλέον Ξενόγλωσσης Φιλολογίας, πιο συγκεκριμένα του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Εισήχθην στη σχολή μου το ακαδημαϊκό έτος 2016-2017 και μάλιστα με πολύ ικανοποιητική σειρά επιτυχίας (6ος). Η αγάπη μου για τις γλώσσες και ειδικά για τη Γερμανική είχε καλλιεργηθεί και αναπτύσσονταν προοδευτικά ήδη από πολύ μικρή ηλικία. Γονείς και δάσκαλοι ψηλάφισαν την έφεσή μου στις γλώσσες ήδη από την ηλικία των 3-4 ετών, οπότε, σύμφωνα με τους ίδιους πάντα, είχα καταφέρει να αποκτήσω αισθητά πλουσιότερο ρεπερτόριο στην Ελληνική και στην Αγγλική, της οποίας την εκμάθηση μόλις είχα ξεκινήσει, σε σχέση με τον μέσο όρο των συνομηλίκων μου. Τότε βέβαια κανείς δεν μπορούσε να φανταζόταν πως θα έφτανα σε σημείο να σπούδαζα και τώρα να διδάσκω τη Γερμανική σαν ξένη γλώσσα. Η επιθυμία μου να σπουδάσω στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ είχε «φωλιάσει» για τα καλά μέσα μου ήδη από τις πρώτες τάξεις του Λυκείου, οπότε, ξεκινώντας τον αγώνα για τις πανελλήνιες εξετάσεις, ήμουν απόλυτα κατασταλαγμένος ως προς το μηχανογραφικό δελτίο μου και μπορούσα έτσι να ασχοληθώ απρόσκοπτα με τη μελέτη και προετοιμασία μου. Άκουσα δια στομάτων ουκ ολίγων ανθρώπων με τους οποίους είτε συναναστρεφόμουν είτε συναναστρέφομαι μέχρι σήμερα αρνητικές κριτικές απέναντι στη σχολή που διεμήνυα πως είχα επιλέξει. Και τα επιχειρήματα της «εναντίωσής» τους στην προοπτική μου ήταν σταθερά αυτά που αναφέρθηκαν και παραπάνω: η πολύ χαμηλή βάση της σχολής αφενός, την στιγμή που εγώ, όπως έλεγαν, παρείχα όλα τα εχέγγυα να επιτύχω πολύ υψηλότερες βαθμολογίες, και οι ασφυκτικά περιορισμένες, όπως έτειναν να τις χαρακτηρίζουν, επιλογές μελλοντικής επαγγελματικής αποκατάστασης (ξενόγλωσση διδασκαλία και εκπαίδευση με «ψίχουλα» για απολαβές) αφετέρου. Η αλήθεια είναι ότι προς στιγμή «μάσησα», μπήκα δηλαδή σε σκέψεις αναφορικά με την ορθότητα και καταλληλότητα των σχεδίων μου. Κατόπιν όμως ωρίμου σκέψεως συνειδητοποίησα ότι καμία εξωτερική φωνή δεν θα έπρεπε να ηχεί δυνατότερα στα αυτιά μου από τη φωνή του πόθου και της καρδιάς μου. Δεν παρεξέκλινα μέχρι την τελευταία στιγμή από την διαδρομή που είχα επιλέξει, έχοντας απόλυτη επίγνωση πού πήγαινα να βαδίσω, και έτσι πέτυχα αυτό που ήθελα. Περιττό να αναφέρω ότι, τη χρονιά εισαγωγής μου, το Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας στην Θεσσαλονίκη σημείωσε μια από τις ιστορικότερες ανόδους στη βάση εισαγωγής του στα περίπου 60 χρόνια ύπαρξης και λειτουργίας του (από τα περίπου 6.000 μόρια που είχε το 2015 ανήλθε περίπου στα 14.000 μόρια το 2016, σήμερα βρίσκεται κάπου στη μέση με περίπου 11.000 μόρια). Αποφοίτησα στην ώρα μου και πλέον ατενίζω το μέλλον με αισιοδοξία. Έχω μια δουλειά που μου εξασφαλίζει ένα αρκετά ικανοποιητικό -για αρχή τουλάχιστον- μεροκάματο (διδασκαλία Γερμανικής ως ξένης γλώσσας σε ξενόγλωσσο κέντρο μαζί με περιστασιακά ιδιαίτερα μαθήματα) και προετοιμάζομαι παραλλήλως για το μεταπτυχιακό μου στη Νευρογλωσσολογία και στην Ψυχογλωσσολογία. Δια του ΔΠΜΣ αυτού ευελπιστώ να μελετήσω τα συνηθέστερα γλωσσικά και γνωστικά ελλείμματα σε ασθενείς και τυπικό πληθυσμό, ώστε στο μέλλον να επιτελέσω έργο εκπαιδευτικής και κλινικής υποστήριξης ανθρώπων με τέτοιας λογής ελλείμματα, πέρα προφανώς του επαγγέλματος που μου επιτρέπει το βασικό πτυχίο μου να εξασκώ. Κοντολογίς, όλα δείχνουν να παίρνουν αργά αλλά σταθερά τον δρόμο τους και μέρα με τη μέρα αισθάνομαι ολοένα και περισσότερο υπερήφανος που έκλεισα τα αυτιά μου στις «κακές φωνές» και απλά αφέθηκα στον δρόμο που μου υπέδειξε η καρδιά να ακολουθήσω.
Ποιο είναι το «ζουμί» όλης της παραπάνω ανασκόπησης; Ότι το τρίπτυχο «Μόρια, Σπουδές, Προοπτικές» στην περίπτωση των Ξενόγλωσσων Φιλολογιών παρουσιάζει σημαντικές αποστάσεις. Ανακεφαλαιωτικά ισχύουν τα εξής:
- Μόρια: Χαμηλά λόγω μικρής ζήτησης, με εξαίρεση ίσως τα Τμήματα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας για λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Να σημειωθεί επίσης ότι στον καθορισμό των βάσεων εισαγωγής των Ξενόγλωσσων Φιλολογιών παίζουν σπουδαίο ρόλο οι συντελεστές βαρύτητας των ειδικών μαθημάτων (Αγγλικά για Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία, Γαλλικά για Γαλλική Γλώσσα και Φιλολογία κλπ.) που, ανάλογα πάντα και με τον μέσο όρο των γραπτών των υποψηφίων κάθε χρόνο, άλλοτε τις ανεβάζουν και άλλοτε τις κατεβάζουν. Νούμερα ζήτησης, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτό.
- Σπουδές: Πολλά υποσχόμενες, αρκεί κανείς να τις αντιμετωπίσει με την δέουσα σοβαρότητα και προσοχή, δεδομένου ότι -υποτίθεται πως- τις έχει επιλέξει συνετά και στοχευμένα. Σε ο,τι αφορά στις Ξενόγλωσσες Φιλολογίες των ΑΕΙ της χώρας μας, μια σημαντική αδυναμία τους, η καταπολέμηση της οποίας εκτιμάται πως θα «ανέβαζε» πολύ την ποιότητα του επιπέδου σπουδών τους, είναι η μη πρόβλεψη συγκεκριμένου γλωσσικού επιπέδου για την εισαγωγή στο αντίστοιχο Ξενόγλωσσο Τμήμα, πέρα προφανώς των επιδόσεων στις πανελλήνιες εξετάσεις. Το γεγονός ότι εισάγονται υποψήφιοι φοιτητές που στην εκάστοτε γλώσσα-στόχο έχουν μόλις και μετά βίας επίπεδο Α1 (βλ. Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες) και ίσα που ξέρουν να συστήνονται σε αυτήν είναι ένα κενό το οποίο αδικεί τόσο τους ίδιους όσο και τους λοιπούς συσπουδαστές τους. Τους ίδιους, επειδή δεν μπορούν να παρακολουθήσουν σωστά τα μαθήματα και να αφομοιώσουν επαρκώς την ύλη λόγω των γλωσσικών κενών τους. Τους λοιπούς συσπουδαστές τους, επειδή υποχρεώνονται να μείνουν πίσω στη γνώση για να μπορέσουν οι πρώτοι να συγχρονιστούν μαζί τους καλύπτοντας τα όποια κενά τους. Όμως ο ρόλος των Ξενόγλωσσων Φιλολογιών είναι να καταστήσουν τους φοιτούντες σε αυτές γνώστες και κοινωνούς των εκάστοτε ξένων πολιτισμών και προπαντός προικισμένους επιστήμονες. Δεν είναι υποχρέωσή τους να τους μάθουν τη γλώσσα και μάλιστα εκ του μηδενός, αλλά στη γερή γλωσσική βάση που αυτοί θα έχουν «θεμελιώσει» εισερχόμενοι στις σχολές τους να τους δώσουν ώθηση να «χτίσουν» και να την ενισχύσουν με ορολογίες ακαδημαϊκές βάσει πάντα του επιστημονικού κλάδου που θα επιλέξουν να ακολουθήσουν (Γλωσσολογία, Διδακτική, Λογοτεχνία, Μετάφραση κ.α.).
- Προοπτικές: Πολυάριθμες, αρκεί κανείς να έχει ανοιχτά μάτια και αυτιά και ευρείς ορίζοντες, όντας έτσι πρόθυμος να ανακαλύψει πεδία καινούργια και όχι φοβούμενος το άγνωστο. Και στο πλαίσιο των επαγγελματικών προοπτικών κανείς δεν πρόκειται να κοιτάξει ούτε τα μόρια της Ξενόγλωσσης Φιλολογίας στην οποία κανείς σπούδασε ούτε ποια ήταν η σειρά επιτυχίας. Αυτό που θα εξεταστεί είναι πώς καθένας αξιοποίησε τα παραγωγικά φοιτητικά χρόνια του μέσα στην Ξενόγλωσση Φιλολογία για να την κάνει θεμέλιο για το μέλλον του. Και κάτι τελευταίο σχετικά με τον παράγοντα «τύχη»: πάντα παίζει το ρόλο του, ωστόσο όσο σοβαρότερα και με μεράκι εργάζεται κανείς, τόσο περισσότερο αντισταθμίζεται, χωρίς να παύει βεβαίως να υπάρχει.