Μαργαρίτα Βασιλάκου: “Δεν πιστεύω στην έμπνευση. Πιστεύω στη δύναμη που ασκεί μία σχεδιαστική επιφάνεια σε συνθήκες σιωπής και δουλειάς και στην ανάγκη να ξεφύγει κανείς κυριολεκτικά από την κόλαση όπως είχε πει ο Αρτώ.”

“Είναι πάρα πολύ δύσκολο για κάποιον καλλιτέχνη να υπερασπίζεται το έργο του όταν αυτό δεν ανήκει σ’ αυτό που μπορεί να επιτάσσει η εποχή του, ή σε ό,τι παραγγέλνει το χρηματιστήριο της τέχνης ή ακόμα όταν δεν ανήκει σε μία εκ του ασφαλούς κατηγορία.”

Πως και πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με τη ζωγραφική; Ξεκίνησα να ασχολούμαι συστηματικά με τη ζωγραφική από την ηλικία που έκανα μουτζούρες. Ανοργάνωτες μεν αλλά συστηματικές. Στα δύο μου χρόνια ήμουν πλέον επιδέξια. Έκτοτε δεν σταμάτησα σε καμία περίοδο της ζωής μου να ζωγραφίζω, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή ακόμα κι αν δυσκολεύομαι όλο και πιο πολύ με αυτό που αποκαλούμε κίνητρα, η δύναμη της συνήθειας και μόνο να με κάνει να υπηρετώ τη ζωγραφική… σχεδόν ακόμα συστηματικά, ευτυχώς όμως όχι και στρατευμένα.

Σε ποιο ρεύμα ή κίνημα θα εντάσσατε τα έργα σας; Σε κανένα. Και γενικά πιστεύω ότι εάν έκανα την παραμικρή προσπάθεια να ψάξω να βρω ποιο ρεύμα ακολουθεί η ζωγραφική μου, σε ποιο κίνημα να εντάξω τη δουλειά μου, τέλος πάντων κάπου να ανήκω, αυτό θα μου στερούσε μεγάλο μέρος από τη δημιουργικότητά μου. Εξάλλου, γιατί να το κάνω αυτό; Αν αυτή η ανάγκη για ένταξη υπονοεί έστω και στο ελάχιστο υποσυνείδητα, κάποια επιθυμία επικύρωσης της αξίας μιας δουλειάς ή το αβγάτισμα της όποιας αποδοχής της, συγχωρέστε με αλλά αυτή την ανάγκη δεν την αισθάνομαι. Συγγένειες μπορώ ωστόσο να διακρίνω και επιρροές επίσης… εκ των πραγμάτων. Όμως αυτό, ας πούμε ότι δεν είναι δική μου δουλειά αλλά των θεωρητικών. Και πιστέψτε με η αίσθηση του διαφέρειν κρύβει μεγαλύτερη μοναξιά από εκείνη του ανήκειν. Μα μήπως όμως η μοναξιά του καλλιτέχνη δεν είναι εκείνη που του εξασφαλίζει δύναμη και ανεξαρτησία;

Από που αντλείτε την έμπνευσή σας; Δεν πιστεύω στην έμπνευση. Πιστεύω στη δύναμη που ασκεί μία σχεδιαστική επιφάνεια σε συνθήκες σιωπής και δουλειάς και στην ανάγκη να ξεφύγει κανείς κυριολεκτικά από την κόλαση όπως είχε πει ο Αρτώ. Ίσως να μου λείπει αυτό το περιβόητο όραμα κι αυτό να είναι ένα είδος «δράματος» που πυροδοτεί μέσα μου όλο αυτό που εσείς βλέπετε. Κι ο ενθουσιασμός… κι αυτός πιστεύω πως είναι ένας μύθος για να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε κάποιους φόβους, όπως είναι ο φόβος της κόπωσης ή ο φόβος μιας συναισθηματικής εξάντλησης. Δεν ξέρω. Αν ωστόσο θεωρήσω ότι υπάρχει μία πηγή, αυτή θα έλεγα πως είναι ο Άνθρωπος.

Υπάρχουν προσωπικότητες ή άλλοι καλλιτέχνες που έχουν επηρεάσει το έργο σας; Δεν θα μπορούσε να μην υπάρχουν. Μέσα μας είμαστε… τα πάντα. Ζηλεύω τα σώματα στη ζωγραφική του Σίλε, τις φωτογραφικές συνθέσεις του Witkin. Είμαι ακόμα ερωτευμένη με τον Βαν Γκογκ και με πίστη προφυλάσσω το άλλο του αυτί μέσα στην παλάμη μου κι αυτό με καθορίζει σε σχέση με τους συνανθρώπους μου. Ανατριχιάζω κάθε φορά μπροστά στο μεγαλείο της φιλοσοφίας του Ντε Σαντ που είχε την τόλμη να έρθει σε ρήξη με ολόκληρο το κατεστημένο. Παρηγορώ την ύπαρξή μου καθημερινά στην ποίηση του Καρούζου… στους αμανέδες του Λέκκα… στα πρόσωπα των περαστικών. Αυτοί κι άλλοι τόσοι ακόμα υπάρχουν μέσα μου, αυτά και άλλα τόσα ακόμα άσκησαν και ασκούν επάνω μου μεγάλη επίδραση. Έτσι γέμισε και άδειασε η ζωή μου, έτσι γέμισε και αδειάζει η ζωγραφική μου.

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε θέσει στον εαυτό σας ως καλλιτέχνης; Να μην παρεκκλίνω από το είδος της ζωγραφικής που επιθυμώ να κάνω. Να μην καμφθώ. Να μην ενδώσω σε σειρήνες. Ξέρετε, είναι πάρα πολύ δύσκολο για κάποιον καλλιτέχνη να υπερασπίζεται το έργο του όταν αυτό δεν ανήκει σ’ αυτό που μπορεί να επιτάσσει η εποχή του, ή σε ό,τι παραγγέλνει το χρηματιστήριο της τέχνης ή ακόμα όταν δεν ανήκει σε μία εκ του ασφαλούς κατηγορία.

Πόσο αποδεκτή είναι η Τέχνη στην Ελλάδα σήμερα και τι ρόλο καλείται να παίξει στο δημόσιο χώρο; Δεν ξέρω αν μπορώ επάνω σε ένα τέτοιο ερώτημα να προβληματιστώ χωρίς να συνυπολογίσω πλέον σαν αναπόφευκτη παράμετρο την πανδημία και τις συνέπειες από αυτήν, τόσο στους καλλιτέχνες όσο και σε ολόκληρη την κοινωνία. Αντιλαμβάνομαι την Ελλάδα -σε σχέση με ό,τι αφορά την τέχνη-, μέσα από το γνώριμο δίπολο της συνάντησης «του χθες με το σήμερα», που πλην όμως αυτή τη φορά στη συνάντηση αυτή, δεν μπορώ να αγνοήσω την επήρεια που ασκεί επάνω της η φτώχεια, η αβεβαιότητα και ο φόβος.
Κι ανακατεύεται το στομάχι μου όταν διαβάζω δημοσιεύματα όπως αυτά των New York Times με τίτλο «Στην Αθήνα η λιτότητα κάνει την τέχνη γευστική», υποστηρίζοντας ότι ζει η τέχνη στιγμές δόξας. Και αυτό επειδή η κρίση και η πανδημία αποτελούν πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες κι επιπλέον επειδή η έκδηλη απογοήτευση από όλη αυτή την κατάσταση, διαμορφώνει ένα κοινό που πεινά και διψά για τέχνη. Ποιο όμως είδος ηθικής μπορεί να επιτρέψει κάτι τέτοιο όταν οι καλλιτέχνες βρίσκονται στα όρια της εξαθλίωσης, μετρώντας μήνες πλέον σίγασης της πολιτιστικής ζωής; Η τέχνη ακόμα και με δεδομένη την παντελή απουσία της όποιας πολιτιστικής πολιτικής, προφανώς και συνεχίζει να γίνεται αποδεκτή σε επίπεδο κοινωνίας, γιατί αυτός είναι ο βασικός της ρόλος και μάλιστα με την αποδοχή της σε υπερθετικό βαθμό. Με τις όποιες παθογένειες βέβαια εμπεριέχει αυτό. Ακόμα κι αν δεν το αντιλαμβανόμαστε άμεσα, η τέχνη είναι που ενδυναμώνει και συμβάλλει στην μη υιοθέτηση αρνητικής στάσης της κοινωνίας απέναντι στις δυσκολίες. Συγχωρέστε με ωστόσο αν ο προβληματισμός μου δεν φαίνεται να αφορά κατά κάποιον τρόπο άμεσα την Ελλάδα σε σχέση με την τέχνη, αλλά ουδέποτε κατάφερα να προσδιορίσω με επιτυχία, τι είναι εν τέλει η τέχνη, τί θα πει Ελλάδα και γιατί μιλάμε για δημόσιους και όχι για ελεύθερους χώρους.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Θα σας απογοητεύσω αλλά σπάνια κάνω σχέδια για το μέλλον.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ

Γεννήθηκε στην Σπάρτη Λακωνίας το 1966.
Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας
κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1987-1991
ζωγραφική με καθηγητές τον Π .Τέτση και Ν. Κεσσανλή και χαρακτική με τον Θ. Εξαρχόπουλο.
Είναι μόνιμη συνεργάτης του περιοδικού για το Λόγο και τα εικαστικά «Νέο Επίπεδο».
Συνεργάζεται με το συλλεκτικό περιοδικό «Τεχνοπαίγνιον» και τις εκδόσεις «Χειροκίνητο».
Έχει πάρει μέρος σε πολλές εκθέσεις ζωγραφικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Έχει εικονογραφήσει ποιητικές συλλογές, βιβλία και λογοτεχνικά περιοδικά και έχει κάνει εξώφυλλα βιβλίων σε γνωστούς εκδοτικούς οίκους.
Δουλειά της έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά
Έργα της βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα.
Από το 1999 εργάζεται στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.