“Θα ήθελα ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο μου να μπει για λίγο στη θέση των χαρακτήρων. Να φανταστεί ότι ξαφνικά χάνει το βιος του, ή και τους δικούς του, κι αναγκάζεται να έρθει σε μια χώρα στην οποία μιλάνε την ίδια γλώσσα κι έχουν την ίδια θρησκεία…”
Φωτογραφίες: Μαρία Σαρρή
Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε το βιβλίο; Αφορμή στάθηκε ένα κουτί με επιστολές, που βρήκε στο σπίτι της μία εξαδέλφη μου. Ήταν γράμματα που είχαν ανταλλάξει ο παππούς της και η γιαγιά της, όντας αρραβωνιασμένοι στη Μικρά Ασία το 1922. Οι άνθρωποι αυτοί, όπως άλλωστε και οι γονείς μου και τόσοι άλλοι Μικρασιάτες, ήρθαν στην Ελλάδα έχοντας χάσει από τη μια μέρα στην άλλη τους κόπους μιας ζωής. Παρ’ όλα αυτά ξεκίνησαν από την αρχή. Αντέξανε ένα εχθρικό περιβάλλον, δουλέψανε σκυλίσια, διαπρέψανε όπου και αν δραστηριοποιήθηκαν κι έφτιαξαν περιουσίες από το μηδέν. Σκέφτηκα, λοιπόν, να μην επιμείνω τόσο στη Μικρασιατική Καταστροφή, για την οποία έχουν γραφτεί και ειπωθεί πάρα πολλά, αλλά να μιλήσω για το μετά. Πώς ρίζωσαν οι αστοί Μικρασιάτες στη νέα τους πατρίδα, πώς εντάχθηκαν σταδιακά στο κοινωνικό σύνολο και πώς έφτασαν να αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής μετριοπαθούς κοινωνίας, αυτό που σήμερα λέμε «μεσαία τάξη».
Χρησιμοποιήσατε αυτοβιογραφικά στοιχεία για να το γράψετε; Απολύτως αυτοβιογραφικά όχι. Στο βιβλίο συνυπάρχουν πραγματικά γεγονότα, διηγήσεις άλλων, προσωπικές μνήμες, αλλά και μαρτυρίες προσφύγων που ανακάλυψα κατά τη διάρκεια της έρευνας. Για παράδειγμα, κράτησα σχεδόν αυτούσιο τον ερχομό των γονιών μου από τα παράλια. Η μητέρα μου ήρθε όντως στην Ελλάδα με τον πρώτο διωγμό του 1914 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, ενώ ο πατέρας μου και η οικογένειά του ήρθαν το 1922 και εγκαταστάθηκαν στη Μυτιλήνη. Από εκεί και πέρα, και δεδομένου ότι έχουμε να κάνουμε με μυθιστόρημα που καλύπτει μία περίοδο εβδομήντα χρόνων πρόσφατης ιστορίας, μιλάμε για μυθοπλασία. Για τη ζωή στη Μικρασία επιστράτευσα όσα είχα ακούσει είτε από τους δικούς μου είτε από συγγενείς. Για τα χρόνια του ’30, του ’40 και του ’50 συγκέντρωσα πληροφορίες για τη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου, για την Αθήνα της Κατοχής και για τη μεταπολεμική Αθήνα. Στα κεφάλαια που αφορούν σε πιο πρόσφατες δεκαετίες σαφώς έχει υπεισέλθει και ο προσωπικός παράγοντας. Θυμάμαι πολύ έντονα οικογενειακές συνάξεις, εκδρομές σε κοντινά μέρη, αποκριάτικους χορούς, το πρώτο μας αυτοκίνητο, τα πρώτα έργα που είδα στο σινεμά, τις γελοιογραφίες που σατίριζαν τα ξένα τραγούδια, τους μοντέρνους χορούς και τους μακρυμάλληδες που αποκαλούσαν «γιεγιέδες». Επιτρέψτε μου εδώ μία παρένθεση: Υπήρχε κόσμος που δεν ήξερε ότι η λέξη «γιεγιέδες» προέκυψε από το τραγούδι των Μπιτλς «She loves you», με το επαναλαμβανόμενο «yeah, yeah, yeah». Σε ό,τι αφορά τους ήρωες του βιβλίου, προσπάθησα να προσδώσω σε όλους χαρακτηριστικά ανθρώπων της διπλανής πόρτας, γνώριμες φιγούρες δηλαδή κάποιου θείου ή κάποιας θείας που όλοι μας είχαμε, του παππού ή της γιαγιάς μας, ατόμων από το κοντινό περιβάλλον με πάθος για τυχερά παιχνίδια, με τάση για κουτσομπολιό ή με έμφυτη κακία. Τους δύο βασικούς ήρωες πλαισιώνουν είκοσι και πλέον πρόσωπα, οπότε αντιλαμβάνεστε ότι από τις σελίδες παρελαύνουν πολλοί και διάφοροι χαρακτήρες.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας και για ποιο λόγο; Οι προτιμήσεις αλλάζουν αναλόγως την ηλικία και τις εμπειρίες που αποκτάει καθένας μας, γι αυτό και μου είναι δύσκολο να εστιάσω σε ένα άτομο από την απέραντη λογοτεχνική οικογένεια. Αν μου κάνατε αυτή την ερώτηση την εποχή που ήμουν φοιτητής, θα απαντούσα ότι μου αρέσουν ο Γιώργος Ιωάννου για τη διάχυτη ευαισθησία στα γραπτά του και ο Τσαρλς Μπουκόφσκι για τη «χύμα» ζωή που περιέγραφε στα βιβλία του. Σήμερα θα έλεγα ότι αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Φίλιπ Ροθ. Με ιντριγκάρει το γεγονός ότι στα βιβλία του συνυπάρχουν υπαρξιακή αγωνία και σαρκασμός και με αγγίζει ο τρόπος που χειρίζεται το βάσανο, την απώλεια και τη φθορά -ψυχική και σωματική.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας βιβλίο και γιατί; Χωρίς δεύτερη σκέψη το μυθιστόρημα της Ζυράννας Ζατέλη «Και με το φως του λύκου επανέρχονται». Από τις πρώτες αράδες χάθηκα στο άγριο και παραμυθένιο σύμπαν του, στο συνταίριασμα ρεαλισμού και δοξασίας, ονείρου και πραγματικότητας. Όσο προχωρούσαν οι σελίδες, δεν χόρταινα την τέχνη της γραφής, τη ροή του κειμένου, την επιλογή των λέξεων, την αλληλοδιαδοχή των προτάσεων. Κατά την άποψή μου πρόκειται για ένα ξεχωριστό λογοτεχνικό έργο.
Ποιο μήνυμα θα θέλατε να αποκομίσει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο σας; Θα ήθελα να μπει για λίγο στη θέση των χαρακτήρων. Να φανταστεί ότι ξαφνικά χάνει το βιος του, ή και τους δικούς του, κι αναγκάζεται να έρθει σε μια χώρα στην οποία μιλάνε την ίδια γλώσσα κι έχουν την ίδια θρησκεία. Και αυτοί οι ομόγλωσσοι και ομόθρησκοι τον κυνηγάνε με μαχαίρια και τσεκούρια, του καίνε το αντίσκηνο που τον στεγάζει, τον βρίζουν, πραγματοποιούν συλλαλητήρια εναντίον του, ζητάνε να φοράει κίτρινο περιβραχιόνιο για να ξεχωρίζει και να τον αποφεύγουν οι άλλοι· διότι τέτοια και άλλα πολλά έκαναν οι Ελλαδίτες στους Μικρασιάτες και στους Πόντιους πρόσφυγες. Ζούμε σε καιρούς με ρευστή οικονομία και με εύθραυστες ισορροπίες σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν είναι απίθανο τα αγαθά που σήμερα έχουμε σε αφθονία να γίνουν σε μια νύχτα καπνός.
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τη συγγραφή; Σπούδασα στην Κομοτηνή το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘70, στο νεοσύστατο τότε τμήμα Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης. Η Θράκη εκείνη την εποχή ήταν τόπος άγνωστος και λίγο «εξωτικός» θα έλεγα με το μουσουλμανικό στοιχείο, τους μιναρέδες, τους φερετζέδες, τα παζάρια. Άρχισα να συνεργάζομαι με το περιοδικό «Ταξιδεύοντας» του Κώστα Καββαθά, στέλνοντας κείμενα πιο πολύ σε λογοτεχνικό ύφος παρά σε ρεπορτάζ. Λίγο μετά έγραψα μια νεανική, «οργισμένη» νουβέλα, με έντονες επιρροές από τους σουρεαλιστές συγγραφείς. Άρεσε, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αστέρι κι αυτό ήταν.
Τι είναι για εσάς λογοτεχνία; Είναι το τι λες και πώς το λες. Σκαρώνεις μια ιστορία πιστευτή ή απίστευτη, την μπολιάζεις με στοιχεία ρεαλιστικά, υπερβατικά ή και τα δύο μαζί και την αναπτύσσεις, επιστρατεύοντας προσωπικές εμπειρίες, φαντασιώσεις και δάνεια από κάτι που σου άρεσε -μία εικόνα φερ’ ειπείν ή μία φράση. Ακολουθεί η τεχνική του πώς βάζεις στο χαρτί αυτό που έχεις σκεφτεί. Πιστεύω πως οι εκθέσεις νεοελληνικών με τα γνωστά καλολογικά στοιχεία, τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές, δεν αρκούν. Χρειάζεται βάσανο σε κάθε βήμα. Να έχουν οι φράσεις μουσικότητα. Να σκέφτεσαι πού θα τοποθετηθεί το ρήμα. Να διαλέγεις ανάμεσα σε λέξεις με το ίδιο νόημα. Να μη φοβάσαι το «παραλήρημα» του λόγου, αρκεί να είναι δημιουργικό και όχι απλή φλυαρία.
Βιογραφικό: Ο Μίλτος Σαλβαρλής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1956. Σπούδασε φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και νομικά στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης. Από το 1981 έως το 2012 εργάστηκε ως ρεπόρτερ, συντάκτης και αρχισυντάκτης. Δούλεψε στο υπουργείο Γεωργίας, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση της ΕΡΤ, στη διαδικτυακή πύλη in.gr, καθώς και σε διάφορα έντυπα. Ανάμεσά τους τα περιοδικά Ταξιδεύοντας, Πάνθεον, ELLE, Δίφωνο, HiTECH και National Geographic. Το 1981 εκδόθηκε η νουβέλα «Το βάρος της τριχοφυΐας», από τις εκδόσεις ΑΣΤΕΡΙ. Το 2014 συνεργάστηκε με το Urbn Theatr, γράφοντας μαζί με τον Η. Παναγιωτακόπουλο κείμενα για την παράσταση The Random Effect που παρουσιάστηκε στον Χώρο Τέχνης 14η Μέρα (σήμερα Θέατρο Καλλιρόης), σε σκηνοθεσία Ηλία Παναγιωτακόπουλου. Το 2019 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων «Μικρά δωμάτια πανικού», από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με το Gaff Theatre Group, μεταφράζοντας τη διασκευή για θέατρο του «Παίκτη», του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, που ανέβηκε στο Θέατρο 104, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη. Το 2022 εκδόθηκε το μυθιστόρημα «Πατρίδα χώρα ξένη» από τις εκδόσεις Μετρονόμος.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μετρονόμος το μυθιστόρημα του Μιλτιάδη Σαλβαρλή «Πατρίδα χώρα ξένη».
Τιμή: 14,84 ευρώ, Σελίδες: 192 ISBN:978-618-5339-85-2 – Εκδόσεις Μετρονόμος
Πρόλογος: Στέλλα Βλαχογιάννη
Θέμα του η ιστορία δύο παιδιών που εγκατέλειψαν τα πατρογονικά τους χώματα, με τους διωγμούς του 1914 και του 1922, εγκαταστάθηκαν με τις οικογένειές τους σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, έσμιξαν στην Αθήνα της Κατοχής, παντρεύτηκαν και έμειναν μαζί έως το γέρμα της ζωής τους. Ο συγγραφέας πιάνει το νήμα από ένα χωριό της Τρωάδας, υφαίνει γεγονότα στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα του Μεσοπολέμου και, περνώντας από τον Εμφύλιο και τη Μεταπολίτευση, καταλήγει στο 1985. Πιασμένοι στη δίνη της Ιστορίας, οι κεντρικοί ήρωες ξεριζώνονται, βιώνουν τη χυδαία συμπεριφορά των παλαιοελλαδιτών προς τους πρόσφυγες, αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο, επουλώνουν τις πληγές τους και τελικά γίνονται κομμάτι μιας αστικής, μετριοπαθούς κοινωνίας, που σήμερα αποκαλούμε «μεσαία τάξη».
Εξαιρετικό αφηγηματικό έργο που διαβάζεται απνευστί, το μυθιστόρημα «Πατρίδα χώρα ξένη» αποτελεί μικρό φόρο τιμής στους Μικρασιάτες της Τρωάδας, της Αιολίας και της Ιωνίας.
Εκδόσεις Μετρονόμος
Λοχία Τριανταφύλλου 13, Άγιος Δημήτριος, 17341, Αθήνα 210 9703932, metronomos.gr, [email protected]
Προβολή – επικοινωνία ArtsPR