Η μουσική ενώνει τους λαούς και τους πολιτισμούς;
Όπως κάθε τέχνη, έτσι και η μουσική έχει παρουσιάσει αναρίθμητα δείγματα αλληλεπικοινωνίας και αλληλεπίδρασης μεταξύ διαφορετικών λαών και πολιτισμών, σε όλα της τα είδη.
Χώροι όπως το χωριό Χουδέτσι Ηρακλείου Κρήτης αποτελούν εδώ και αρκετά χρόνια κέντρα συγκέντρωσης παραδοσιακών μουσικών από όλο τον κόσμο, τα οποία, ως άλλη Βενετία της Αναγέννησης, προωθούν την ανταλλαγή ιδεών, καθώς επίσης και τις διαπολιτισμικές επιρροές, προάγοντας ταυτόχρονα την έμπνευσης για ολοένα και νέα μουσικά δημιουργήματα.
Φέρνοντας την παραδοσιακή μουσική ως παράδειγμα και γενικεύοντας, με την καλή έννοια, ως προς τα άλλα είδη, συμπεριλαμβάνοντας και τα δυτικοευρωπαϊκά και αμερικανικά ιδιώματα όλων των περιόδων με έμφαση στον 20ό και 21ο αιώνα, πιστεύω ότι η μουσική, από όποιο τόπο, χρόνο ή κοινωνική ομάδα κι αν προέρχεται, δύναται να ενώσει, τρόπον τινά, λαούς και πολιτισμούς, μηδενίζοντας, δεδομένης της εποχής των πολυμέσων και του διαδικτύου , τις γεωγραφικές αποστάσεις.
Ποιον μουσικό θαυμάζετε και γιατί;
Είναι λίγο δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιος έναν μόνο μουσικό από ένα είδος. Αν όμως είxα να το κάνω και, περιορίζοντας τις επιλογές μου στη μουσική του 20ού και 21ου αιώνα, θα επέλεγα τον αμερικανό συνθέτη George Crumb (1929).
Μάλιστα, στο εισαγωγικό μέρος της διδακτορικής μου διατριβής, αναφέρεται, φυσικά, ανάμεσα στους συνθέτες που έχουν επιδράσει στη διαμόρφωση της δικής μου συνθετικής προσέγγισης.
Έχοντας γεννηθεί και ανατραφεί σε μία χώρα η οποία βρίσκεται στο μετερίζι Ανατολής και Δύσης, νιώθω συχνά ότι o Crumb ενσωματώνει με αριστοτεχνικό τρόπο τόσο μουσικά, όσο και φιλοσοφικά στοιχεία της ανατολικής κουλτούρας στη δυτική συνθετική σκέψη, παράγοντας με τον τρόπο αυτό πολύ ιδιαίτερα ακούσματα, κάτι που, κατά κανόνα, δομεί το αυστηρά προσωπικό του στυλ.
“Η μουσική είναι μία, οι μουσικοί πολλοί.” Πως θα περιγράφατε αυτή την πρόταση;
Η πρόταση αυτή είναι αρκετά ενδιαφέρουσα καθώς, όπως αντιλαμβάνομαι, έχει να κάνει με τη φύση της μουσικής ως πανανθρώπινη γλώσσα.
Η οργάνωση των ήχων, που δημιουργεί την τέχνη της μουσικής, φαίνεται πως έχει υπάρξει αντικείμενο κοινής σκέψης ανά τους λαούς σε όλες τις ιστορικές περίοδους.
Με αυτή την έννοια, η μουσική παρουσιάζεται ως μία εννιαία, πανανθρώπινη τέχνη.
Ωστόσο, ο τόπος, ο χρόνος και η κοινωνική ομάδα είναι οι τρεις παράγοντες που διαμορφώνουν αυτό που ονομάζουμε διαφορετικότητα στην τέχνη. Έτσι, τα διάφορα μουσικά είδη, ανά τους τόπους και τις χρονικές περιόδους, καθίστανται όχι μόνο μη συγκρίσιμα, αλλά και μοναδικά.
Για τους λόγους αυτούς, στην περίοδο της εύκολης πρόσβασης στην πληροφορία και της παγκοσμιοποίησης, οι «πολλοί μουσικοί», θέλοντας να είναι γνώστες της τέχνης τους, οφείλουν να γνωρίζουν εις βάθος τη μουσική με την οποία επιλέγουν να ασχοληθούν, καθώς επίσης και τις στυλιστικές μουσικές εκφάνσεις πέρα των ενδιαφερόντων τους.
Γιατί χρειάζεται η μουσική παιδεία; Είναι πολυτέλεια ή ανάγκη;
Δυστυχώς, για τη χώρα μας, οι μουσικές σπουδές ανέκαθεν αποτελούσαν κάποιο είδος πολυτέλεια, τόσο ως προς την αντιμετώπιση του πολύ κόσμου, όσο και, περιστασιακά, του ίδιου του κράτικού εκπαιδευτικού μηχανισμού.
Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε ότι στην αρχαία Αθήνα, η μουσική είχε σημαντικότατη θέση στην εκπαίδευση ενός νέου και αυτό είχε να κάνει περισσότερο με την ευρύτερη καλλιέργεια των εκκολαπτόμενων πολιτών και λιγότερο με την ανάπτυξη μουσικών δεξιοτήτων επαγγελματικού επιπέδου.
Αυτού του είδους η ιδιαίτερη καλλιέργεια που προσφέρει η μουσική, καθώς επίσης και οι υπόλοιπες τέχνες, είναι απολύτως αναγκαία στη σημερινή κοινωνία όπου, καθημερινά διαπιστώνουμε την έλλειψή της.
Πώς μπορεί ένας γονιός να ανακαλύψει το ταλέντο του παιδιού του στη μουσική;
Αναμφισβήτητα δίνοντας στο παιδί την ευκαιρία να έρθει σε στενότερη επαφή με τη μουσική, από αυτή που προσφέρει μια απλή ακρόαση, είτε στην τηλεόραση, είτε στο διδίκτυο, είτε σε μία συναυλία.
Για την προσχολική ηλικία, καλό είναι ο γιονιός να διερευνήσει το ενδιαφέρον και την ανταπόκριση του παιδιού προς διαφόρων ειδών μουσικές δραστηριότητες και ερεθίσματα, όπως τραγούδι, χορός, ακρόαση προσεκτικά επιλεγμένης μουσικής κλπ.
Επίσης, καλό είναι και να παρατηρεί το παιδί του στις “μοναχικές” του δραστηριότητες.
Για παράδειγμα, αν τραγουδά, αν χορεύει, αν “χτυπά” ρυθμικά, κλπ. Για τη σχολική ηλικία, προτείνω αναμφισβήτητα τη μουσική διδασκαλία και την εκμάθηση των οργάνων. Εδώ, κατά την άποψή μου, ο γονιός πρέπει να προσέξει δύο σημεία.
Αφ΄ενός να αφήσει στο παιδί το δικαίωμα της επιλογής του μουσικού οργάνου που αγγίζει την ψυχή του και, αφ’ εταίρου, αν η αρχική επιλογή αποδειχθεί λιγότερο κατάλληλη, να μη διστάσει να το παροτρύνει στην επιλογή κάποιου διαφορετικού οργάνου.
Τέτοιου είδους περιστατικά και αναγκαιότητες βιώνουμε σχεδόν καθημερινά όλοι όσοι εργαζόμαστε σε ελληνικά ωδεία.
Τέλος, δεδομένης της διαφορετικής αναπτυξιακής πορείας των παιδιών, χρειάζεται και ο απαιτούμενος χρόνος, ο οποίος είναι και εκείνος που θα έχει τον τελευταίο λόγο στο αν ένα παιδί έχει αυτό που ονομάζουμε κλίση στη μουσική ή όχι, αλλά και την απαραίτητη προθυμία για εργατικότητα, επιμονή και αφοσίωση.
Διδάσκεται σήμερα η Μουσική παράδοση μέσα από την εκπαίδευση;
Δυστυχώς, κατά τη γνώμη μου πάντα, η μουσική αγωγή στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης φαίνεται να βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα και επαφίεται στην καλή βούληση του διδάσκοντος, εάν βεβαίως – και όταν – αυτή υπάρχει.
Αυτό όμως δεν έχει να κάνει μόνο με την εκπαίδευση καθεαυτήν, αλλά και με τη γενικότερη κουλτούρα του πολύ κόσμου και τη στάση που κρατά απέναντι στην τέχνη και την επιστήμη της μουσικής.
Οπότε αν μιλήσουμε για κάποιου είδους αναγκαίας αναπροσαρμογής στη μουσική εκπαίδευση, η τελευταία θα πρέπει να στοχεύσει και στο διδακτικό παιδαγωγικό σύστημα, αλλά και στη γενικότερη αντιμετώπιση της μουσικής από το κοινωνικό σύνολο.
Υπάρχουν Έλληνες αξιόλογοι μουσικοί, με μουσική κατάρτιση και γνώσεις;
Υπάρχουν, αναμφισβήτητα. Ειδικά στις μέρες μας που ολοένα και περισσότερος κόσμος επιχειρεί να συνεχίσει τις σπουδές του σε σημαντικά πανεπιστημιακά μουσικά ιδρύματα του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού, έχουμε μια αξιοσημείωτη ανάπτυξη όσον αφορά στην κατάρτιση και τις δεξιότητες των επαγγελματιών μουσικών, είτε πρόκειται για εκτελεστές, είτε για συνθέτες, είτε για μαέστρους, είτε για όσους ανήκουν σε οποιονδήποτε άλλο κλάδο της μουσικής.
Ωστόσο, πιστεύω ότι, επί του συνόλου, έχουμε πολύ δρόμο ακόμα, τόσο ως προς τις προαναφερθείσες δεξιότητες όσων επιθυμούν να ασχοληθούν επαγγελματικά με το χώρο, όσο και ως προς την γενικότερη επίτευξη μιας πιο πεπαιδευμένης μουσικής αντίληψης στο ευρύ κοινό.
Ποια είναι τα μελλοντικά μουσικά σας σχέδια;
Την περίοδο αυτή, τα άμεσα σχέδιά μου έχουν να κάνουν με τη σύνθεση, τη μουσικολογική έρευνα, την εκτέλεση και τη συγγραφή. Πιο συγκεκριμένα, ασχολούμαι με τη σύνθεση διαφόρων έργων για οργανικά σύνολα των οποίων αναμένεται η εκτέλεση, η ηχογράφηση και η κυκλοφορία από εταιρείες λόγιας δισκογραφίας του εξωτερικού.
Επίσης, εργάζομαι για τη δημοσίευση δύο μουσικολογικών εργασιών σε θέματα σύγχρονης μουσικής σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά της Φινλανδίας και της Λιθουανίας, αντίστοιχα.
Στο άμεσο μέλλον πρόκειται να παρουσιάσω, σε συνεργασία με τη σύζυγό μου, πιανίστα και μουσικοπαιδαγωγό Έλενα Περισυνάκη, ορισμένες από τις Σονάτες για φλάουτο του J. S. Bach, ανάμεσα στις οποίες πρόκειται να ενταχθεί και η Σονάτα σε Σολ Μείζονα για Viola da Gamba, σε δική μου μεταγραφή για μπάσο φλάουτο.
Φιλοδοξώ στο μέλλον να μεταγράψω για μπάσο φλάουτο όλες τις σονάτες για Viola da Gamba του συνθέτη, λόγω προσωπικού ενδιαφέροντος, αλλά και εξαιτίας της τεράστιας αισθητικής αξίας των συγκεκριμένων έργων τα οποία δεν παρουσιάζονται συχνά στο ελληνικό κοινό.
Τέλος, κατά τη διάρκεια του τρέχοντος ακαδημαϊκού έτους, πρόκειται να κυκλοφορήσει μουσικό εκπαιδευτικό υλικό ποικίλων μορφών του οποίου είμαι συνδημιουργός με τη σύζυγό μου, καθώς και το δεύτερο τεύχος της σειράς βιβλίων μας για τη μουσική Θεωρία, “Μαθαίνω Μουσική”.
Βιογραφικό Σημείωμα
Ο Μάνος Παναγιωτάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1982.
Σπούδασε μουσικολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ κατά την περίοδο 2007-2011, υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ), πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές (ΜΑ in Music-Composition), και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή PhD – Portfolio of Music Compositions στη σύνθεση στο πανεπιστήμιο του York της Αγγλίας με τον Thomas Simaku.
Σπούδασε ανώτερα θεωρητικά (Πτυχία Αρμονίας, Αντίστιξης και Φυγής) με το Δημήτρη Συκιά, φλάουτο με την Iwona Glinka (Δίπλωμα, Άριστα Παμψηφεί και Β’ Βραβείο) και σύνθεση με το Θόδωρο Αντωνίου (Δίπλωμα, Άριστα Παμψηφεί και Β´ Βραβείο) στο ωδείο «Μουσικοί Ορίζοντες» στην Αθήνα.
Είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και σήμερα εργάζεται ως καθηγητής θεωρητικών στο Ωδείο των Χρωμάτων και ως δάσκαλος μουσικής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Κατά τη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους 2014-15 δίδαξε στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ από από το 2017 έχει υπάρξει επιστημονικός συνεργάτης στο Τμήμα Μηχανικών Μουσικής Τεχνολογίας και Ακουστικής του ΤΕΙ Κρήτης.
Ως συνθέτης έχει συνεργαστεί με εκτελεστές και σύνολα στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Έργα του έχουν εκτελεστεί και ηχογραφηθεί σε διάφορες πόλεις, μεταξύ άλλων στη Βοστόνη, τη Βιέννη, το York, το Μάντσεστερ, το Σικάγο, το Μόναχο, τη Βενετία, την Κρακοβία και την Αθήνα, ενώ εργασίες του επάνω σε ποικίλα θέματα της σύγχρονης μουσικής δημοσιεύονται σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και παρουσιάζονται σε διεθνή συνέδρια (Φινλανδία, Λιθουανία, Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σερβία, Ελλάδα, Κύπρος).
Το 2008 παίρνει το τρίτο βραβείο στην κατηγορία solo όργανο με το έργο του: Lux Perpetua για φλάουτο στον 6ο διαγωνισμό σύνθεσης Βόλου ενώ το έργο του Talus για Πίκολο και Ταμ-ταμ παίρνει το πρώτο βραβείο στην κατηγορία μουσική δωματίου.
Το ίδιο έργο πήρε πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ InterArtia 2008 και εκδίδεται από το μουσικό οίκο BERBEN στην Ανκόνα της Ιταλίας.
Τέλος, το έργο του “Ηχοσύμπλοκον” για μεγάλη συμφωνική ορχήστρα επελέχθη για το φεστιβάλ ISCM World Music Days στη Βιέννη το Νοέμβριο 2013. Από το 2015 είναι συνδημιουργός της σειράς εκπαιδευτικών βιβλίων θεωρίας “Μαθαίνω Μουσική”.