Λάκης Αργυρού: «Η συγγραφή είναι μια διαδικασία που εμπεριέχει τόσο δημιουργική φαντασία όσο και αναλυτική σκέψη»

Συνέντευξη στη Γιούλια Πομπόρτση Πολιτικό Μηχανικό-συγγραφέα

Πιστεύετε ότι συγγραφή είναι μια Ιερή αποστολή που έχει προεπιλεξει η Συμπαντική ευφυία για ορισμένες ψυχές ή απλώς μια ακόμη δημιουργική ικανότητα; Φυσικα δεν αναφέρομαι σε εμπορικά βιβλία.

Η συγγραφή μπορεί να είναι και τα δύο, ανάλογα με τον τρόπο που τη βιώνει ο κάθε συγγραφέας και τον σκοπό που υπηρετεί. Για κάποιους, η συγγραφή είναι μια ιερή αποστολή, μια βαθύτερη ανάγκη να μοιραστούν ιδέες, συναισθήματα και σοφία που μοιάζει να αναβλύζει από πηγές πέρα από το ατομικό τους εγώ. Αυτές οι πηγές μπορεί να είναι η διαίσθηση, το συλλογικό ασυνείδητο, ή ακόμα και η σύνδεση με κάτι που ορισμένοι περιγράφουν ως θεϊκή ή κοσμική έμπνευση. Σε τέτοιες στιγμές, οι λέξεις μοιάζουν να έρχονται αυθόρμητα, χωρίς προσπάθεια, σαν να είναι προσχεδιασμένες από μια ανώτερη δύναμη ή ένα βαθύτερο επίπεδο ύπαρξης. Ο συγγραφέας αισθάνεται όχι μόνο δημιουργός αλλά και αγωγός, κάποιος που έχει επιλεχθεί να φέρει στον κόσμο ένα μήνυμα με ουσιαστική αξία. Σε αυτή την περίπτωση, η συγγραφή βιώνεται ως μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου, μια διαδικασία που υπερβαίνει το προσωπικό του έργο και γίνεται προσφορά προς την ανθρωπότητα.

Από την άλλη πλευρά, η συγγραφή είναι σίγουρα και μια δημιουργική ικανότητα, ένα μέσο έκφρασης που καλλιεργείται και εξελίσσεται μέσα από την πρακτική, τη γνώση και την εμπειρία. Δεν είναι μόνο θέμα έμπνευσης, αλλά και συνειδητής προσπάθειας, όπου ο συγγραφέας μαθαίνει να μετατρέπει ιδέες σε λέξεις, συναισθήματα σε εικόνες και αφηρημένες έννοιες σε κατανοητές ιστορίες. Είναι μια τέχνη που συνδυάζει φαντασία, σκέψη και δεξιότητες, απαιτώντας συχνά τη δέσμευση και την επιμονή του δημιουργού να εξελίξει την τεχνική του.

Η συγγραφή είναι μια διαδικασία που εμπεριέχει τόσο δημιουργική φαντασία όσο και αναλυτική σκέψη. Από τη μία πλευρά, απαιτεί την ικανότητα να οραματιστεί κανείς νέους κόσμους, χαρακτήρες ή ιδέες, αλλά από την άλλη χρειάζεται και τη μεθοδικότητα να οργανώσει αυτές τις ιδέες σε μια συνεκτική και αποτελεσματική μορφή. Επιπλέον, περιλαμβάνει την ευαισθησία να αντιλαμβάνεται τις λεπτές αποχρώσεις των λέξεων και τη δύναμή τους να προκαλούν συναισθήματα ή να εμπνέουν σκέψη.

Μέσα από την πρακτική, ο συγγραφέας μαθαίνει να ξεπερνά εμπόδια, όπως τον φόβο της κριτικής ή το λεγόμενο “writer’s block,” και να χτίζει την αυτοπεποίθησή του. Κάθε νέα εμπειρία, κάθε αποτυχημένο κείμενο, κάθε επαναφορά στον ίδιο στόχο γίνεται μέρος της εξέλιξής του. Έτσι, η συγγραφή δεν είναι μόνο η πράξη της δημιουργίας, αλλά και η διαδρομή που ακολουθεί κανείς για να γίνει καλύτερος δημιουργός και, ίσως, καλύτερος άνθρωπος.

Η διαφορά, όμως, φαίνεται να βρίσκεται στις προθέσεις και στη στάση του δημιουργού. Όταν η συγγραφή γίνεται με αφοσίωση, αυθεντικότητα και την επιθυμία να προσφέρει κάτι ουσιαστικό στον κόσμο, τότε πλησιάζει τη “θεία αποστολή.” Η αυθεντικότητα, συγκεκριμένα, είναι η ψυχή του έργου.

Σημαίνει ότι ο συγγραφέας εκφράζει τη δική του αλήθεια, χωρίς να προσπαθεί να αντιγράψει άλλους ή να συμβιβαστεί με τις προσδοκίες του κοινού. Είναι μια πράξη ειλικρίνειας, όπου ο δημιουργός παραδίδεται πλήρως στη διαδικασία, αποκαλύπτοντας τα βαθύτερα στρώματα της ψυχής του.

Η αυθεντικότητα δεν προϋποθέτει τέλεια γραφή ούτε απόλυτη σοφία· προϋποθέτει το θάρρος να αποτυπώσεις αυτό που είσαι και αυτό που νιώθεις, ακόμα κι αν είναι ατελές ή ευάλωτο. Ένας αυθεντικός συγγραφέας δεν γράφει για να εντυπωσιάσει ή να ευχαριστήσει· γράφει γιατί η ανάγκη του να επικοινωνήσει κάτι βαθύτερο είναι ακαταμάχητη.

Αυτή η εσωτερική αλήθεια είναι που κάνει τη συγγραφή να ξεπερνά την απλή τεχνική δεξιότητα και την καθιστά τέχνη με διαχρονική αξία. Όταν η συγγραφή πηγάζει από την αυθεντικότητα, δεν αγγίζει απλώς το μυαλό του αναγνώστη· μιλά στην καρδιά του. Ίσως γι’ αυτό η αυθεντικότητα συνδέεται με τη “θεία αποστολή”: γιατί μόνο όταν είμαστε αληθινοί μπορούμε να προσφέρουμε κάτι που έχει δύναμη να εμπνεύσει και να μεταμορφώσει.

Είναι σύνηθες φαινόμενο ένας άνθρωπος να ξεκινά τη συγγραφή μετά από κομβικά γεγονότα της ζωής του. Η αποφόρτιση του συγγραφέα και οι προβολές του αναγνώστη θεωρείτε ότι είναι μια άτυπη ψυχοθεραπεία;

Αυτή η ερώτηση αγγίζει μια βαθιά και ενδιαφέρουσα πλευρά της συγγραφής, που συνδέεται με την προσωπική μας εξέλιξη και την ψυχική μας υγεία.

Είναι όντως σύνηθες να βλέπουμε ανθρώπους να ξεκινούν τη συγγραφή μετά από κομβικά γεγονότα της ζωής τους, όπως πένθη, σοβαρές αρρώστιες, αλλαγές ή κρίσεις ταυτότητας. Αυτά τα γεγονότα λειτουργούν συχνά ως καταλύτες για να αναδυθούν συναισθήματα και σκέψεις που δεν είχαν εκφραστεί μέχρι τότε, δημιουργώντας μια ανάγκη για έκφραση. Η συγγραφή τους παρέχει ένα εργαλείο επεξεργασίας αυτών των συναισθημάτων, ένα μέσο αποφόρτισης και συνειδητοποίησης. Μέσω της διαδικασίας της γραφής, ο συγγραφέας μπορεί να αποκτήσει μια νέα οπτική για το γεγονός, να αποδεχτεί τη νέα του πραγματικότητα ή να επεξεργαστεί δύσκολες συναισθηματικές καταστάσεις που δεν είχε την ευκαιρία να αντιμετωπίσει διαφορετικά.

Η αποφόρτιση του συγγραφέα και οι προβολές του αναγνώστη σίγουρα συνδέονται με την έννοια της άτυπης ψυχοθεραπείας, αλλά με κάποιες διαφοροποιήσεις. Όταν γράφει κάποιος, τα συναισθήματα και οι σκέψεις του μπορεί να βρουν μια πιο οργανωμένη και “ασφαλή” έκφραση, συχνά χωρίς να απαιτείται η άμεση αλληλεπίδραση με έναν θεραπευτή. Η συγγραφή λειτουργεί ως ένας καθρέφτης, μέσα από τον οποίο ο συγγραφέας μπορεί να αναγνωρίσει και να επεξεργαστεί τα προσωπικά του θέματα.

Η ψυχοθεραπεία από την άλλη πλευρά είναι μια πιο δομημένη διαδικασία, με έναν ειδικό που καθοδηγεί και βοηθάει τον άνθρωπο να κατανοήσει τα βάθη του εαυτού του. Η συγγραφή μπορεί να λειτουργήσει ως έναν είδος “θεραπευτικού μονολόγου” ή “εξωτερικής εκτόνωσης”, με τον αναγνώστη όμως να αναλαμβάνει τη θέση του καθρέφτη για τα συναισθήματα του συγγραφέα, ενδέχεται να προβάλλει τις δικές του εμπειρίες ή αναγνώσεις πάνω στο κείμενο. Η συγγραφή και η ανάγνωση δημιουργούν μια διάδραση, όπου ο αναγνώστης αναγνωρίζει το προσωπικό του «εγώ» μέσα από τις λέξεις του συγγραφέα και, με τη σειρά του, μπορεί να βιώσει τη δική του ψυχολογική αποφόρτιση.

Συνολικά, η συγγραφή μπορεί πράγματι να έχει ψυχοθεραπευτικές διαστάσεις, ενώ η ενσωμάτωση της προβολής του αναγνώστη δημιουργεί έναν χώρο όπου και οι δύο (συγγραφέας και αναγνώστης) μπορεί να βρουν, έστω και για λίγο, μια ανακούφιση από τα συναισθηματικά τους βάρη.

Οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι αλλά και όλη η “βαριά κουλτούρα” επιμένει να συντηρεί μια γραφή με παρωπιδες όπου ο συγγραφέας συχνά ασφυκτιά για να μπορέσει να έχει τις απολαβές της αναγνωρισιμότητας. Ποια είναι η γνώμη σας;

Αυτή η ερώτηση αγγίζει έναν πολύ σημαντικό και συχνά αμφιλεγόμενο τομέα της συγγραφής, που συνδέεται με τη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την εμπορικότητα, στην αυθεντικότητα και στην αναγνωρισιμότητα.

Οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι και η “βαριά κουλτούρα” της λογοτεχνίας συχνά επιμένουν σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο γραφής που να είναι πιο ευπροσάρμοστο στις ανάγκες της αγοράς. Αυτό το μοντέλο μπορεί να περιλαμβάνει τη διατήρηση ενός συγκεκριμένου ύφους, της «καθαρής» γραφής ή την επικέντρωση σε θεματικές που αντανακλούν τις κυρίαρχες τάσεις της εποχής. Ως αποτέλεσμα, ο συγγραφέας πολλές φορές βρίσκεται σε μια θέση όπου, για να καταφέρει να εισέλθει σε αυτόν τον κύκλο αναγνωρισιμότητας και επαγγελματικής επιτυχίας, μπορεί να αισθάνεται την ανάγκη να περιορίσει τη δημιουργικότητά του ή να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη φόρμα που θεωρείται πιο “ασφαλής” ή αποδεκτή από την αγορά. Αυτό μπορεί να είναι πολύ περιοριστικό, καθώς συνήθως οι μεγάλες εκδοτικές εταιρείες προτιμούν να επενδύουν σε έργα που έχουν εμπορική αξία και όχι σε πειραματικές ή πρωτοποριακές δουλειές που δεν είναι εύκολο να κατατάξουν ή να πουλήσουν.

Αυτή η πίεση μπορεί να οδηγήσει τον συγγραφέα να “ασφυκτιά” στο δημιουργικό του έργο. Η ανάγκη για αναγνωρισιμότητα, η προσδοκία για πωλήσεις και η ανάγκη για κοινωνική αποδοχή από τα εκδοτικά “στερεότυπα” μπορεί να προκαλέσουν σύγκρουση με την αυθεντικότητα και την αληθινή έκφραση. Η συγγραφή αρχίζει να μετατρέπεται σε μια επιχειρηματική στρατηγική παρά σε μια καθαρά καλλιτεχνική έκφραση.

Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι, παρά τις πιέσεις και τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τον εκδοτικό κόσμο, υπάρχουν και συγγραφείς που καταφέρνουν να διατηρήσουν την αυθεντικότητά τους και να δημιουργήσουν έργα που αντέχουν στο χρόνο. Οι συγγραφείς αυτοί συχνά επιλέγουν να παραμείνουν πιστοί στη δική τους φωνή και την καλλιτεχνική τους ελευθερία, αναζητώντας άλλες οδούς για την έκδοση και διάδοση του έργου τους, όπως αυτοεκδόσεις, ανεξάρτητους εκδοτικούς οίκους ή ακόμα και διαδικτυακές πλατφόρμες.

Η αναγνωρισιμότητα μπορεί να είναι αναγκαία για την οικονομική επιτυχία ενός συγγραφέα, αλλά δεν πρέπει να είναι το μόνο κίνητρο για τη συγγραφή. Ο συγγραφέας οφείλει να αναγνωρίσει τη δική του μοναδική φωνή και να αναζητήσει τρόπους να εκφραστεί, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να απορρίψει τις συμβάσεις και τις προσδοκίες του εμπορικού κόσμου. Η επιτυχία μπορεί να έρθει με διαφορετικούς τρόπους, και η αυθεντικότητα είναι συχνά αυτή που καταφέρνει να δημιουργήσει διαχρονικά έργα με βάθος και αξία.

Πόσο μεγάλη είναι η συμβολή του συγγραφέα στην διακίνηση ενός τεράστιου πλέον όγκου βιβλίων;

Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα και επίκαιρη ερώτηση, καθώς η διακίνηση βιβλίων έχει εξελιχθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια, με τη ραγδαία αύξηση της αυτοέκδοσης, των διαδικτυακών πλατφορμών και της διάδοσης βιβλίων σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην εποχή της πληροφορίας, η συμβολή του συγγραφέα δεν περιορίζεται μόνο στη συγγραφή του βιβλίου, αλλά επεκτείνεται και στη διαδικασία της προώθησης και διάδοσης του έργου του.

Η παραδοσιακή εικόνα του συγγραφέα ήταν αυτή ενός «δημιουργού», του ανθρώπου που αφιερώνεται στη γραφή και αφήνει την υπόλοιπη διαδικασία, όπως την προώθηση και διανομή, στα χέρια των εκδοτικών οίκων. Ωστόσο, στις μέρες μας, και ιδιαίτερα με την εξάπλωση του διαδικτύου, ο συγγραφέας έχει αναλάβει έναν πολύ πιο ενεργό ρόλο στη διακίνηση του έργου του.

Για να το εξηγήσουμε καλύτερα:

  1. Δημιουργία προσωπικής ταυτότητας και κοινότητας: Ο σύγχρονος συγγραφέας συχνά αναλαμβάνει την κατασκευή της δικής του δημόσιας εικόνας και ταυτότητας. Αυτό σημαίνει ότι δεν γράφει μόνο βιβλία, αλλά συμμετέχει ενεργά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δημιουργώντας μια κοινότητα αναγνωστών, μοιράζοντας τις σκέψεις του, και προσφέροντας περιεχόμενο που συνδέει το έργο του με τους αναγνώστες του. Η ανάπτυξη αυτής της σχέσης είναι κρίσιμη για την επιτυχία ενός βιβλίου, ειδικά όταν ο συγγραφέας έχει να ανταγωνιστεί έναν τεράστιο όγκο βιβλίων που εκδίδονται καθημερινά.
  2. Αυτοπροώθηση και διαδικτυακές πλατφόρμες: Μέσω πλατφορμών όπως το Instagram, το Twitter, το YouTube ή το TikTok, ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία να προωθήσει το έργο του με έναν πιο άμεσο και προσωπικό τρόπο. Είτε μέσα από αναρτήσεις, συνεντεύξεις, είτε μέσω επιμέρους αναλύσεων του έργου του, ο συγγραφέας μπορεί να φτάσει σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό χωρίς να εξαρτάται αποκλειστικά από την εκδοτική βιομηχανία.
  3. Αναγνωρισιμότητα και συστήματα αλληλεπίδρασης: Η «αναγνωρισιμότητα» του συγγραφέα σήμερα συνδέεται άμεσα με τη διαρκή του παρουσία στον χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της διαδικτυακής επικοινωνίας. Οι αναγνώστες δεν αρκούνται πλέον μόνο στο να διαβάσουν το βιβλίο, αλλά θέλουν να γνωρίσουν τον συγγραφέα, να συμμετέχουν σε συζητήσεις γύρω από το έργο του και να τον ακολουθούν στην καθημερινότητά του. Αυτή η δυναμική κάνει τον συγγραφέα απαραίτητο κομμάτι της διακίνησης του βιβλίου, καθώς η σύνδεση με τους αναγνώστες μπορεί να αυξήσει σημαντικά την ορατότητα και τη διάδοση του έργου του.
  4. Αξιολόγηση και κριτική από τους αναγνώστες: Οι κριτικές που αφήνουν οι αναγνώστες στα κοινωνικά δίκτυα και σε διαδικτυακές πλατφόρμες αναγνωσμένων βιβλίων (όπως το Goodreads) παίζουν επίσης καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία ενός βιβλίου. Ο συγγραφέας, ως άμεσος συμμετέχων στη διαδικασία, μπορεί να ανταποκριθεί σε σχόλια, να διορθώσει λάθη, να δώσει εξηγήσεις και να ενισχύσει το διάλογο γύρω από το έργο του.
  5. Εκδόσεις και συνεργασίες: Σήμερα, αν και η εκδοτική βιομηχανία παραμένει ισχυρή, οι συγγραφείς έχουν επίσης τη δυνατότητα να αναζητήσουν ανεξάρτητους εκδοτικούς οίκους ή να επιλέξουν την αυτοέκδοση, έχοντας την πλήρη ευθύνη για την προώθηση του βιβλίου τους. Ακόμα και όταν συνεργάζονται με μεγάλους εκδοτικούς οίκους, συχνά χρειάζεται να είναι ενεργοί στην προώθηση και να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, και άλλες δραστηριότητες.

Συμπερασματικά, η συμβολή του συγγραφέα στη διακίνηση του βιβλίου του είναι τεράστια, και το σύγχρονο τοπίο απαιτεί από εκείνον να γίνει ένας ολοκληρωμένος «δημιουργός και προωθητής». Η συγγραφή έχει μετατραπεί σε μια διαδικασία που συνδυάζει την τέχνη με την επιχειρηματική διάσταση, και ο συγγραφέας καλείται να έχει έναν πολυδιάστατο ρόλο, όχι μόνο ως δημιουργός, αλλά και ως διαμεσολαβητής της ίδιας του της τέχνης.

Θυμάστε το συναίσθημα της ημέρας που η εσωτερική φωνή σας δήλωσε ότι θα γράψετε βιβλίο και ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση;

Η πρώτη φορά που η εσωτερική μου φωνή μου δήλωσε ότι θα γράψω βιβλίο, δεν ήρθε ως μια στιγμή συνειδητής απόφασης ή μεγάλου σχεδίου, αλλά μάλλον ως μια αυθόρμητη συνέπεια των όσων ήδη μοιραζόμουν με τους άλλους. Έγραφα για χρόνια κείμενα, άρθρα, και αποφθέγματα, και τα κοινοποιούσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με σκοπό να εκφράσω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, που αντικατόπτριζαν τη στάση ζωής μου. Αυτό το κύμα ανταπόκρισης από ανθρώπους που με ήξεραν προσωπικά και ήξεραν ότι τα λόγια μου ήταν κάτι περισσότερο από λόγια, αλλά εκφράσεις μιας ειλικρινούς αλήθειας, με ώθησε να αναλογιστώ το ενδεχόμενο να συγκεντρώσω αυτές τις σκέψεις σε ένα βιβλίο. Οι προτροπές από φίλους και γνωστούς να το κάνω, με έκαναν να σκεφτώ σοβαρά τη συγγραφή ενός βιβλίου, κάτι που αρχικά δεν είχα σκεφτεί καθόλου.

Η πρώτη αντίδραση μου δεν ήταν το καθαρό συναίσθημα της έμπνευσης ή του ενθουσιασμού, αλλά μάλλον μια αίσθηση αναγνώρισης και καθήκοντος. Η ανάγκη να μοιραστώ τις σκέψεις μου, όχι πια μεμονωμένα, αλλά ως μια ολοκληρωμένη συλλογή, άρχισε να γίνεται πιο έντονη. Δεν θα αποδεχόμουν ποτέ τον τίτλο του “συγγραφέα”, γιατί δεν ένιωθα πως ήμουν απλώς κάποιος που έγραφε για την τέχνη του, αλλά μάλλον “καταγραφέας σκέψεων και συναισθημάτων”, ένας άνθρωπος που καταγράφει και μοιράζεται τη δική του αλήθεια με όσους είναι έτοιμοι να την ακούσουν και να την κατανοήσουν.

Η διαδικασία για μένα δεν ήταν τόσο η επιδίωξη της αναγνωρισιμότητας ή του επαγγελματισμού, αλλά η φυσική συνέπεια αυτής της συνεχούς ανάγκης για ειλικρινή έκφραση. Το βιβλίο «ΕΣΥ για ΣΕΝΑ» προέκυψε ως μια συλλογή της ψυχής μου και της επικοινωνίας με τους ανθρώπους γύρω μου.

Η επικοινωνία είναι για εσάς ένα μέσον μια εσωτερική ανάγκη ή η φιλοσοφική σας θεώρηση της σύνδεσης του ΟΛΟΝ. Αν ισχύουν και τα τρία με ποια σειρά θα τα τοποθετούσατε;

Η επικοινωνία για εμένα αποτελεί και τα τρία αυτά επίπεδα, και το κάθε ένα από αυτά ενισχύει το άλλο σε μια συνεχώς αλληλεπιδρούσα διαδικασία. Από τη μία πλευρά, η επικοινωνία είναι αναμφισβήτητα ένα μέσο: ένα εργαλείο που χρησιμοποιούμε καθημερινά για να συνδεθούμε με τους άλλους, να μεταφέρουμε μηνύματα και να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας. Ως επικοινωνιολόγος και εκπαιδευτής ενηλίκων, το αντιλαμβάνομαι αυτό σε πρακτικό επίπεδο, διδάσκοντας στους ανθρώπους να αναγνωρίζουν την αξία της επικοινωνίας και να την καλλιεργούν ως ικανότητα που επηρεάζει την επαγγελματική και προσωπική τους ζωή.

Από την άλλη, η επικοινωνία είναι μια εσωτερική ανάγκη. Είναι μια φυσική επιθυμία που πηγάζει από την επιθυμία μας για σύνδεση και κατανόηση. Ως εκπαιδευτής και σύμβουλος, συχνά παρατηρώ αυτή την ανάγκη στους ανθρώπους, είτε μέσα από τα σεμινάρια είτε στις συμβουλευτικές συνεδρίες, όπου οι συμμετέχοντες εκφράζουν την επιθυμία τους να βρουν τρόπο να επικοινωνούν με ειλικρίνεια και να κατανοούν καλύτερα τους εαυτούς τους και τους άλλους. Η επικοινωνία αποτελεί για αυτούς έναν τρόπο να γεφυρώσουν τις ψυχικές τους ανάγκες και να ενισχύσουν τη σχέση τους με το περιβάλλον τους.

Ωστόσο, για μένα, η επικοινωνία είναι πάνω απ’ όλα μια φιλοσοφική θεώρηση της σύνδεσης του ΟΛΟΥ. Καθώς την προσεγγίζω με μια ευρύτερη ματιά, η επικοινωνία είναι το μέσο μέσα από το οποίο συνδέονται οι άνθρωποι με τον εαυτό τους, με τους άλλους και με τον κόσμο γύρω τους. Όταν επικοινωνούμε με αυθεντικότητα και κατανόηση, ενώνουμε όχι μόνο τις λέξεις μας, αλλά και τις ενέργειές μας, τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας με το μεγαλύτερο σύνολο.

Αν έπρεπε να τα τοποθετήσω σε σειρά προτεραιότητας, θα έλεγα ότι πρώτα είναι η φιλοσοφική θεώρηση, καθώς βλέπω την επικοινωνία ως τη βάση κάθε σύνδεσης στην ανθρωπότητα και στο σύμπαν. Στη συνέχεια, είναι η εσωτερική ανάγκη, καθώς αυτή η φιλοσοφία της σύνδεσης ωθεί τον άνθρωπο να εκφραστεί και να αναζητήσει επικοινωνία με τους άλλους. Η επικοινωνία ως μέσο είναι η πρακτική εφαρμογή αυτής της ανάγκης και της φιλοσοφίας. Εδώ βρίσκεται το κεντρικό μου έργο ως επικοινωνιολόγος, εκπαιδευτής και σύμβουλος: να ενδυναμώσω τους άλλους, βοηθώντας τους να χρησιμοποιούν την επικοινωνία ως εργαλείο για την προσωπική τους ανάπτυξη και τη βελτίωση των σχέσεών τους.

Πιστεύετε ότι η επιρροή ενός βιβλίου που αγαπήσαμε είναι μεγαλύτερη από κάποια ταινία και αν ναι για ποιο λόγο η φαντασία ενεργοποιείται περισσότερο συνήθως στο βιβλίο;

Η επιρροή ενός βιβλίου σε σχέση με μια ταινία μπορεί να είναι πιο έντονη για μερικούς ανθρώπους, κυρίως λόγω του τρόπου με τον οποίο το βιβλίο ενεργοποιεί τη φαντασία και εμπλέκει τον αναγνώστη σε μια πιο προσωπική και διαδραστική εμπειρία. Όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, έχουμε την ευκαιρία να δημιουργήσουμε τη δική μας εικόνα του κόσμου που περιγράφεται, των χαρακτήρων και των συναισθημάτων. Αυτός ο εσωτερικός διάλογος με το κείμενο επιτρέπει στον αναγνώστη να εισέλθει πιο βαθιά στο έργο, καθώς η φαντασία του παίρνει τον ρόλο του δημιουργού και διαμορφώνει την εμπειρία της αφήγησης.

Από την άλλη, μια ταινία παρέχει έτοιμες εικόνες, ήχους και αισθήσεις που συνήθως καθοδηγούνται από τη σκηνοθετική ματιά του δημιουργού. Παρόλο που οι ταινίες έχουν τη δική τους δύναμη και μπορούν να δημιουργήσουν ισχυρές συναισθηματικές αντιδράσεις, η διαδικασία είναι πιο εξωτερική και ολοκληρωμένη, χωρίς την ίδια δυνατότητα του θεατή να αναπτύξει την προσωπική του εκδοχή των γεγονότων.

Η φαντασία ενεργοποιείται περισσότερο στο βιβλίο γιατί το κείμενο αφήνει περιθώρια για προσωπική ερμηνεία. Δεν μας λέει τι να σκεφτούμε ή τι να νιώσουμε με τον ίδιο αυστηρό τρόπο που το κάνει μια ταινία, αλλά μας προσφέρει τα εργαλεία για να αναπτύξουμε τον κόσμο και τους χαρακτήρες με τη δική μας ερμηνεία και τα δικά μας συναισθήματα. Ειδικά όταν η αφήγηση είναι βαθιά και πολυδιάστατη, το βιβλίο μπορεί να αγγίξει τις πιο προσωπικές μας σκέψεις και να διεγείρει τη φαντασία με τρόπους που μια ταινία, με τη στερεωμένη της απεικόνιση, δεν μπορεί να το κάνει.

Επιπλέον, το βιβλίο δημιουργεί μια πιο αργή και συνειδητή διαδικασία αναγνωστικής εμπειρίας, όπου η σκέψη του αναγνώστη ακολουθεί τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις με το δικό της ρυθμό, επιτρέποντας τον πλήρη εσωτερικό διάλογο και τη σύνδεση με τα συναισθήματα του έργου. Αυτή η διαδικασία μπορεί να είναι πολύ πιο ισχυρή και διαρκής από την άμεση, συναισθηματική αντίδραση που προκαλεί η εικόνα μιας ταινίας.

Συνολικά, και οι δύο μορφές τέχνης έχουν τη δική τους αξία και επίδραση, αλλά το βιβλίο, με τον προσωπικό του χαρακτήρα και την ενεργοποίηση της φαντασίας, μπορεί να προσφέρει μια πιο βαθειά και πολυδιάστατη εμπειρία, επιτρέποντας στον αναγνώστη να είναι μέρος της δημιουργικής διαδικασίας και της εξερεύνησης του κόσμου που παρουσιάζεται.

Έρχεται κάποια στιγμή που αν δεν αγαπήσουμε τον εαυτό μας όλα όσα δημιουργήσαμε θα καταρρεύσουν. Πότε είναι επιτακτική η ανάγκη να είμαι ΕΓΩ για ΜΕΝΑ και πόσο σχετίζεται με τα βιώματα μας;

Η ανάγκη να αγαπήσουμε τον εαυτό μας γίνεται επιτακτική όταν συνειδητοποιούμε ότι οι δημιουργίες μας, είτε αυτές είναι έργα, σχέσεις ή στόχοι, βασίζονται σε μια εσωτερική αίσθηση αξίας και πληρότητας. Όταν αυτή η εσωτερική βάση δεν είναι σταθερή, όλα όσα δημιουργούμε, όσο σημαντικά ή επιτυχημένα κι αν φαίνονται εξωτερικά, μπορεί να καταρρεύσουν. Η αληθινή μας αξία και η ικανότητά μας να δημιουργούμε ουσιαστικά προέρχονται από την αγάπη και τον σεβασμό που δείχνουμε στον εαυτό μας.

Η ανάγκη να είμαι ΕΓΩ για ΜΕΝΑ εμφανίζεται όταν συνειδητοποιούμε ότι δεν μπορούμε να δώσουμε ουσιαστικά στους άλλους ή στον κόσμο γύρω μας, αν πρώτα δεν έχουμε φροντίσει και ενδυναμώσει τον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να προσφέρουμε αγάπη, σεβασμό και στήριξη, αν δεν έχουμε πρώτα αποδεχτεί και αγαπήσει τις δικές μας αδυναμίες, τις ανασφάλειες και τις ατέλειες. Αν δεν επενδύσουμε στον εαυτό μας, δεν μπορούμε να προσφέρουμε ουσιαστική βοήθεια στους άλλους ή να φτιάξουμε έργα που θα έχουν πραγματική αξία για τον κόσμο.

Αυτό σχετίζεται άμεσα με τα βιώματα μας, γιατί πολλές φορές η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας διαμορφώνεται από τις εμπειρίες μας, τις σχέσεις και τις κοινωνικές προσδοκίες. Αν μεγαλώσουμε σε περιβάλλοντα που δεν ενθαρρύνουν την αυθεντικότητα και την αυτοεκτίμηση, μπορεί να χάσουμε την επαφή με το ποιοι πραγματικά είμαστε και να προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ή να ζήσουμε βάσει εξωτερικών προτύπων και προσδοκιών, αντί να ακούμε τη δική μας εσωτερική φωνή.

Η πραγματική μας δύναμη πηγάζει από το να είμαστε σε συμφωνία με τον εαυτό μας και να αγαπάμε ό,τι είμαστε, ακόμα και τις αδυναμίες μας. Όταν φτάνουμε σε αυτό το σημείο, τότε ό,τι δημιουργούμε δεν είναι απλά προϊόν εξωτερικής επιτυχίας ή αναγνώρισης, αλλά αναδύεται από μια αληθινή και γεμάτη ζωή. Όταν αγαπάμε τον εαυτό μας, τα έργα μας δεν καταρρέουν, γιατί βασίζονται σε μια ισχυρή και αυθεντική βάση.

Στο ΕΓΩ για ΜΕΝΑ ποιο είναι το όριο που διαχωρίζει την αυτοεκτίμηση και την αυτοπροστασία από τον εγωισμό;

Το όριο που διαχωρίζει την αυτοεκτίμηση και την αυτοπροστασία από τον εγωισμό είναι συχνά αόρατο και εξαρτάται από τη συνειδητότητα και την πρόθεση πίσω από τις πράξεις μας. Όταν φροντίζουμε τον εαυτό μας, δημιουργούμε τα όρια που μας επιτρέπουν να διατηρούμε την ψυχική και σωματική μας υγεία. Η αυτοεκτίμηση σημαίνει να γνωρίζουμε την αξία μας και να μην επιτρέπουμε στους άλλους ή σε καταστάσεις να μας μειώνουν ή να μας εξαντλούν. Αυτό συνδέεται με την εσωτερική ισορροπία και τη συνειδητή επιλογή να θέσουμε όρια που μας προστατεύουν από το να παραβιάζονται οι ανάγκες μας. Είναι μια έκφραση αυτοσεβασμού και αυτογνωσίας.

Από την άλλη πλευρά, ο εγωισμός συχνά προκύπτει όταν η ανάγκη για αυτοεκτίμηση μετατραπεί σε υπερβολική αυτοπροστασία ή απόλυτη ανάγκη να επιβεβαιώνουμε τον εαυτό μας εις βάρος των άλλων. Ο εγωιστής δεν προστατεύει απλώς τον εαυτό του, αλλά θέτει τον εαυτό του πάνω από τους άλλους, αδιαφορώντας για τις ανάγκες ή τα συναισθήματα των γύρω του. Στην περίπτωση του εγωιστή, υπάρχει μια αίσθηση κυριαρχίας και έλλειψη ενσυναίσθησης, ενώ στην περίπτωση της αυτοεκτίμησης, υπάρχει χώρος για την αναγνώριση των άλλων και για τη συμπαράσταση.

Η βασική διαφορά βρίσκεται στην πρόθεση. Η αυτοεκτίμηση και η αυτοπροστασία έχουν στόχο την υγεία και την ευημερία μας, ενώ ο εγωισμός επικεντρώνεται στην ανάγκη να ξεχωρίσουμε ή να κυριαρχήσουμε σε σχέση με τους άλλους, χωρίς να αναγνωρίζουμε την ισότητα και την αξία των άλλων ανθρώπων. Επομένως, το όριο είναι το πώς διαχειριζόμαστε αυτή τη σχέση με τον εαυτό μας και πώς την εκφράζουμε στους γύρω μας. Αν το κάνουμε με ευαισθησία, σεβασμό και συνείδηση, τότε είναι υγιές. Αν όμως αρχίζουμε να παραγνωρίζουμε ή να αδιαφορούμε για τους άλλους, τότε αυτό περνάει στην περιοχή του εγωισμού.

Επιπλέον, είναι σημαντικό να αναφέρουμε και την παράμετρο της σύγκρισης. Η αγάπη για τον εαυτό σε καμία περίπτωση δεν γίνεται για να γίνουμε καλύτεροι ή σπουδαιότεροι από κάποιον άλλο, ούτε καν από αυτούς που θαυμάζουμε. Η αγάπη για τον εαυτό μας είναι μια καθαρά εσωτερική διαδικασία, επικεντρωμένη στην αποδοχή και την εξέλιξή μας ως άτομα, χωρίς να συγκρίνουμε την αξία μας με εκείνη των άλλων. Αντίθετα, ο εγωισμός συχνά τροφοδοτείται από την ανάγκη να ξεχωρίσουμε, να αποδείξουμε ότι είμαστε ανώτεροι ή σημαντικότεροι από τους γύρω μας. Σε αυτήν την περίπτωση, η σύγκριση γίνεται το κίνητρο, και η αίσθηση αξίας εξαρτάται από το πόσο καλύτεροι νιώθουμε σε σχέση με τους άλλους. Αυτή η ανάγκη για υπεροχή είναι που εντείνει τον εγωισμό και τον απομακρύνει από την αληθινή αγάπη για τον εαυτό.

Συνοψίζοντας, η βασική διαφορά ανάμεσα στην αυτοεκτίμηση και τον εγωισμό βρίσκεται στις έννοιες του κίνητρου, της πρόθεσης και της σύγκρισης. Όταν η πρόθεσή μας είναι να φροντίσουμε τον εαυτό μας για να διατηρήσουμε την ψυχική και σωματική μας υγεία, το κίνητρό μας είναι θετικό και υγιές. Αντίθετα, όταν συγκρίνουμε συνεχώς τον εαυτό μας με τους άλλους για να αποδείξουμε την υπεροχή μας, το κίνητρο μας μπορεί να γίνει εγωιστικό και να οδηγήσει σε αίσθηση κυριαρχίας. Η πρόθεση είναι αυτή που καθορίζει αν η φροντίδα μας για τον εαυτό μας είναι πραγματική αγάπη ή αν απλά θέλουμε να ξεχωρίσουμε. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να παρατηρήσουμε τα κίνητρα και τις προθέσεις μας, ώστε να διατηρήσουμε την ισορροπία και να αποφύγουμε την υπερβολική σύγκριση που οδηγεί στον εγωισμό.

Λάκης Αργυρού, Επικοινωνιολόγος – Συγγραφέας – Πιστοποιημένος Εκπαιδευτής Ενηλίκων