Κώστας Κωνσταντινίδης: “Η σχέση μου με τη μουσική ξεκινάει από τα πρώτα μου εφηβικά χρόνια σαν ακροατής ακόμα”

“Ο μουσικός πρέπει να έχει διαρκώς το αυτί του ανοιχτό και να παίρνει ιδέες, όποιος κι αν είναι αυτός που ακούει· ακόμα κι αν πρόκειται για ένα μικρό παιδί”.

Ποιά είναι η πρώτη σας Μουσική ανάμνηση; Θα σας πω για την πρώτη φορά που άκουσα Jaco Pastorius. Ήταν όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα στη μουσική και το ηλεκτρικό μπάσο, όταν πρωτάκουσα το “I shot the sheriff” από τον δίσκο “Live in New York II”. Η έκπληξη ήταν πολλή μεγάλη γιατί δεν είχα ξανακούσει κάποιον μπασίστα να συνοδεύει σε groove αυτοσχεδιάζοντας, και ήταν κάτι που ονειρευόμουν. Όμως, εξίσου μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει το πολύ δυνατό pitch του, ο γεμάτος ήχος του, η μελωδικότητα, και η έντονα συγκοπτόμενη ρυθμικότητα των μπασογραμμών του, αλλά και το ότι το feel που έβγαζε είχε έναν τσαμπουκά και μια αλητεία που με εξέφραζε πολύ. Από τις πρώτες νότες κιόλας ένιωσα να συνεπαίρνομαι από χαρά και δέος, όταν δε άκουσα και το σόλο του, είπα: «αυτό είναι! αυτό είναι που θέλω να κάνω στη ζωή μου και ανεξαρτήτως κόπων και θυσιών θα το καταφέρω!» Όπως είναι φυσικό, αυτή η ακρόαση είναι πολύ έντονα χαραγμένη στο μυαλό μου.

Με ποιόν Μουσικό θα θέλατε να βρεθείτε επί σκηνής; Μου αρέσουν πολύ οι: Joe Lovano, Charles Lloyd, Tom Harrell, Brad Mehldau, Jeff Ballard, Colin Vallon και πάρα πολλοί ακόμα. Πολλοί, ποιόν να πρωτοπεί κανείς, επίσης μου αρέσουν και πολλοί έλληνες. Θαυμάζω τον Σάκη Παπαδημητρίου – ξέρετε έχει πολλούς καλούς τζαζ μουσικούς πλέον η Ελλάδα και δεν θα έπρεπε να τους απαξιώνουμε. Όμως αυτό που ρωτάτε, όσο αφορά εμένα, είναι απίθανο να συμβεί, πιο ρεαλιστικό σενάριο είναι να συνεργαστώ με κάποιον, εξ αυτών, ως συνθέτης παρά ως συμπαίκτης.

Περιγράψτε μας τη μέχρι σήμερα πορεία σας στη μουσική. Η σχέση μου με την μουσική ξεκινάει από τα πρώτα μου εφηβικά χρόνια σαν ακροατής ακόμα. Εκείνη την περίοδο της ζωής μου, λειτουργούσε ως σανίδα σωτηρίας και μέσο διαφυγής από την πραγματικότητα· ως έναν τρόπο εκτόνωσης των έντονων συναισθημάτων μου. Παρόλο που ήθελα πολύ να μάθω να παίζω μπάσο, λόγω χαμηλής αυτοπεποίθησης, χρειάστηκε να φτάσω στα 20 για να κάνω το πρώτο βήμα, δηλαδή να αγοράσω ένα ηλεκτρικό μπάσο και να ξεκινήσω μαθήματα. Σύντομα μεσολάβησε η στράτευση και στην συνέχεια μία τρίχρονη μετανάστευση στη Ρουμανία όπου γύρω στα 23 πια, και όντας στο Βουκουρέστι, ξεκίνησα να παίζω σε ροκ μπάντες ηλεκτρικό μπάσο αλλά και συνέχισα τα μαθήματα. Το 2007 επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, γνωρίζω και ξεκινάω μαθήματα με τον Λάκη Τζήμκα, ο οποίος παίζει και κόντρα μπάσο, όργανο το οποίο ήθελα από καιρό να μάθω. Αφότου έκανα υπομονή τρία χρόνια, μιας και επιχείρησα μία εις βάθος εκμάθηση του ηλεκτρικού μπάσου με πολύ Jaco Pastorius και fusion, το 2010 άρχισα να μαθαίνω κόντρα μπάσο το οποίο τελικά με απορρόφησε σχεδόν ολοκληρωτικά. Παράλληλα με αυτό πέρασα από πολλές ροκ, φανκ, μπλουζ αλλά και έντεχνες μπάντες, της μουσικής σκηνής της Θεσσαλονίκης, χωρίς όμως να κάτσω κάπου πολύ λόγω της δυναμικής, πλέον, προσωπικότητας μου. Κάπως έτσι, και με πολύ πείσμα, πολλή υπομονή και επιμονή, πολλές θυσίες στη προσωπική μου ζωή, πολλή ανασφάλεια, – συνέπεσε και η οικονομική κρίση – αρκετή πείνα (sic) και πολύωρη καθημερινή εξάσκηση και μελέτη έφτασα στο 2015 όπου ο Λάκης, ο δάσκαλός μου, μου πρότεινε να πάω στο εξωτερικό για να συνεχίσω τις σπουδές μου. Έτσι και έγινε, αφότου όμως πρώτα, την άνοιξη του 2015 προηγήθηκε μία συνεργασία με τον bop κιθαρίστα Χρήστο Κασιόλα. Έδωσα και πέρασα λοιπόν, σε ένα διεθνώς γνωστό κρατικό κονσερβατόριο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις Βερσαλλίες στη Γαλλία, ενώ παράλληλα προσπαθούσα να παίζω σε jam sessions στο Παρίσι στο πλαίσιο της προσπάθειας μου να σταδιοδρομήσω, στη δεύτερη μεγαλύτερη τζαζ σκηνή του κόσμου, εκεί που ο κόσμος εκτιμάει την τζαζ και δίνονται ευκαιρίες σε τζαζ μουσικούς. Όμως όπως λέει μια λαϊκή ρήση “όταν εσύ κάνεις σχέδια ο θεός γελάει”. Ήρθε το κόμμα από υπερβολική δόση – ήμουν περιστασιακός χρήστης – και λόγω ανευθυνότητάς και αδιαφορίας των γιατρών, έχασα την κινητικότητα του δεξιού μου χεριού και την δυνατότητα να παίζω μουσική. Τώρα, 4 χρόνια μετά, ασχολούμαι με την σύνθεση αλλά έχω μακρύ δρόμο μπροστά μου.

Υπήρξαν επιρροές καθοριστικές θετικές ή αρνητικές; Φυσικά, και υπήρχαν: ο Charlie Haden, ο Jaco Pastorius, ο Avishai Cohen (bass) και ο δάσκαλός μου, ο Λάκης Τζήμκας, είναι οι μεγαλύτερες. Επίσης, ο τρόπος που προσέγγιζαν την μουσική: ο Miles Davis, ο Dexter Gordon, και ο Ray Brown είναι σημαίνουσας σημασίας για μένα. Αλλά όχι μόνο αυτοί έχω πάμπολλες επιρροές. Ο μουσικός πρέπει να έχει διαρκώς το αυτί του ανοιχτό και να παίρνει ιδέες, όποιος κι αν είναι αυτός που ακούει· ακόμα κι αν πρόκειται για ένα μικρό παιδί.

Σας “τρομάζει” η επιτυχία ή η αποτυχία; Κάποτε με τρόμαζε πολύ η αποτυχία, φοβόμουν την απόρριψη και την χλεύη, ήταν και το ότι προσπαθούσα να γίνω αποδεχτός από την τζαζ κοινότητα της Θεσσαλονίκης ένας λόγος. Και ξέρετε, είναι εύκολο για έναν τζαζ μουσικό να νιώσει πως αποτυγχάνει όταν αυτοσχεδιάζει. Τώρα, μετά από την τραγωδία του 2016 στο Παρίσι, έχω αλλάξει αρκετά στον τρόπο που βλέπω τα πράγματα. Σε απελευθερώνει η αναπηρία· όπως λέει και ο Γιάννης Αγγελάκας: «ο χαμένος τα παίρνει όλα».

Ποιά είναι η άποψή σας για τα μουσικά τηλεοπτικά talent show; Πολύ αρνητική, αν και δεν παρακολουθώ. Ωστόσο, η οποιαδήποτε μορφή Τέχνης, όταν έχει να κάνει με ανταγωνισμό, εκφυλίζεται, χάνει το νόημα της. Η έκφραση ως πεμπτουσία της οποιαδήποτε Τέχνης, δεν μπορεί να συνυπάρχει με τον ανταγωνισμό. Ύστερα, συγχέεται η Καλλιτεχνική ερμηνεία με το σταριλίκι. Αντί να εμφυσούν στους διαγωνιζομένους τις αξίες της μουσικής και καλλιτεχνικής παιδείας, τους δελεάζουν και κινητοποιούν με την αναγνωρισιμότητα και την επιτυχία, τα χρήματα και την έκλυτη ζωή, και εν τέλει, οι άνθρωποι που παρουσιάζουν και κρίνουν ανήκουν σε ένα εξαιρετικά φαύλο κύκλωμα, πώς να έχω θετική άποψη.

Μια συνεργασία που ονειρεύεστε; Καταρχάς ονειρεύομαι και προσπαθώ να ζω τη ζωή ευχαριστιακά. Ύστερα να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος καθημερινά. Το να καταφέρω να συνθέσω σε contemporary ύφος, έργα που θα εκφράσουν εμένα και συνανθρώπους μας, αλλά και να δω να παίζονται από κάποια ορχήστρα, είναι ένα μουσικό όνειρο.

Τι σας εμπνέει; Συνήθως ο ψυχικός πόνος, αλλά και ο θυμός, η μοναξιά, το ανεκπλήρωτο, ο έρωτας και η αγάπη· επίσης, ο αναστοχασμός, ο διαλογισμός, μια καλή ταινία ή μια θεατρική παράσταση, μία συναυλία, ένα βιβλίο, μια έκθεση έργων Τέχνης ή ένα έργο από μόνο του, ακόμα, οι άνθρωποι και οι ανθρώπινες σχέσεις, μία καλή συζήτηση, ένα ταξίδι, αλλά και η φύση και η ομορφιά. Σίγουρα καταλυτικό ρόλο παίζει οτιδήποτε βιώνω και δεν βρίσκει τον τρόπο να εξωτερικευθεί διαφορετικά ή ολοκληρωτικά. Με εμπνέει και η δυνατότητα υπέρβασης ψυχολογικών σχημάτων μέσα από την Τέχνη.

Ποιά είναι τα μελλοντικά μουσικά σας σχέδια; Η σύνθεση με ελκύει ιδιαίτερα, όμως όχι τόσο πολύ σε τζαζ ύφος. Μου αρέσουν πολύ οι conteporary και avant-garde συνθέτες όπως οι: Jennifer Higdon, Augusta Read Thomas, Anna Thorvaldsdóttir. Μουσικές που να αντιστοιχούν στην εποχή μας να μιλούν στον μετανεωτερικό άνθρωπο και για την
μετανεωτερική κοινωνία του 21ου αιώνα.

https://soundcloud.com/kostas-konstantinidis-4/hijazz

https://soundcloud.com/kostas-konstantinidis-4/recordame-1

https://soundcloud.com/kostas-konstantinidis-4/sisco

Βιογραφικό.

Ο Κώστας Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου μεγάλωσε και ζει. Έχει σπουδάσει στο Le conservatoire à rayonnement regional de Versailles και είναι μουσικός. Τα όργανα του είναι το κόντρα μπάσο και το ηλεκτρικό μπάσο, και το ύφος του κυμαίνεται στο ευρύτερο φάσμα της τζαζ. Επίσης ασχολείται και με την ποίηση. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε ποιητικά ιστολόγια και διαδικτυακά περιοδικά, συμπεριληφθεί σε τρεις ανθολογίες και μεταφραστεί στα ρώσικα, ενώ, έχει υπάρξει συντάκτης του διαδικτυακού περιοδικού ψυχολογίας animartists. Τον Νοέμβριο του 2018 κυκλοφόρησε, σε ιδιωτική έκδοση από επιλογή, η πρώτη του προσωπική συλλογή με τίτλο «Με το μαχαίρι στο κόκαλο» και τον Ιανουάριο του 2020 τη δεύτερη με τίτλο «Καιροί Μεταμοντέρνοι» σε ιδιωτική έκδοση από άποψη.