Κώστας Ευαγγελάτος «Εγκάρσια ιάματα»

Μία κριτική ματιά από την Ευρώπη Μοσχονά-Μαραγκάκη

Σε μια στιγμή, αυτή που με αδήριτη συνέπεια φθάνει αναπόδραστα, ο ποιητής και εικαστικός Κώστας Ευαγγελάτος, με έκδηλα ειλικρινή πρόθεση προβαίνει σε έναν ποιητικό απολογισμό υπό τον εύγλωττο τίτλο «Εγκάρσια ιάματα».

Η ποιητική συλλογή τυπώθηκε για λογαριασμό των εκδόσεων «Ατέχνως» σε 116 σελίδες. Το corpus των 89 ποιημάτων της μερίζεται σε επτά ενότητες με τους υπότιτλους: Κατοπτρισμοί (26), Αιχμηρά ανθέμια (21), Τραγικά ενθυμήματα (6), Πλάσματα της σμίλης (8), Αγία πραγματικότητα (3), Βαρίδια σοφίας (7) και Χορδές γνώσης (18). Ενδιάμεσα υπάρχουν 16 εικαστικά παραθέματα, σχέδια του ίδιου.

Η συλλογή θεματικά φαίνεται να αποτελεί μια συμπερίληψη των δέκα προηγούμενων  ποιητικών συλλογών του ποιητή, κάτι σαν ανακεφαλαίωση και απολογισμό. Η γλώσσα είναι δόκιμη, εύηχη, πλούσια, ακριβής και περιγραφική. Ο στίχος ελεύθερος με υποβόσκουσα μουσικότητα και μετρική ποικιλία. Εμφανής η λιτότητα του λόγου που γίνεται υπαινικτικός, ζωγραφικά παραστατικός, συχνά μεταφορικός. Παρατηρείται θεματική ποικιλία και, όπως συμβαίνει στη σύγχρονη ποίηση, το θέμα συχνά αποκρύπτεται και προκαλεί τον αναγνώστη να το βρει. Η μελέτη της συλλογής αποβαίνει ένα ευχάριστο αγώνισμα.

Η ΣΥΛΛΟΓΗ

Στο πρόθυρο της «ενηλικίωσης» με ελλοχεύον το αίσθημα της κόπωσης ή κάποιας κόπωσης, ζυμωμένο με ίχνη απογοήτευσης, παραίτησης και νοσταλγίας, ο Κώστας Ευαγγελάτος αναθυμάται προλογικά όσους τον εμψύχωσαν διαχρονικά και τους αφιερώνει, «Σαν προσφορά ζωής που φθίνει, Σαν διαθήκη ιδεών, Σαν χρέος για το μέλλον» τη συλλογή αυτή των ποιημάτων που σημαδεύτηκαν από τις εμπειρίες της στιγμής, τις σημαδιακές εμπειρίες που σμίλευσαν την προσωπικότητά του και σημαδεύουν τη διαδρομή του στο τώρα. Ο τόμος αυτός, η συλλογή αυτή, εξαρχής συνιστά μια Διαθήκη. «Συντάσσεις με φτερό τη στωική παραίτηση…».

Στη ζωή του σταθερό σημείο αναφοράς η Βίλλα Ροδόπη, όπου τις σεληνοφώτιστες νύχτες ο ποιητής γυρίζει ταξιδευτής και αναπλάθει τη διαδρομή του από τότε που η νιότη του «Άνοιξη δίχως όνειρα, μάγμα επιδημίας και αποδημίας» συγχρόνως τον έσπρωχνε σε αδόκιμη φυγή. Από τον κήπο της Ροδόπης έφυγε, φεύγει διαρκώς ως παντοτινός αποδημητής και σε αυτόν γυρίζει νοσταλγικά.

Το θέμα της νοσταλγικής επιστροφής προεκτείνεται στο ποίημα «Περιήγηση». Περιήγηση στα «ζωγραφικά λιβάδια της ψυχής…», ενώ στο «Ελπίδα» ονειρεύεται μια μέρα ηλιοφώτιστη, πλημμυρισμένη με τη μουσική των μπουμπουκιών με ανθοφορούσα παντού τη φύση.

Ένας διάχυτος ή λανθάνων ή υποδηλούμενος μέσω συμβόλων ερωτισμός διατρέχει την πρώτη ενότητα και γενικά την ποιητική αυτή συλλογή. «Τώρα μανιασμένες ψυχές στο στρώμα του πάθους θωπεύουν είδωλα νεκρά…» και ο ποιητής μόνος πια, όπως «ο φάρος στα βράχια του πελάγους», «σπέρνει βολβούς στους κήπους του παρελθόντος». Οι απουσίες τον περιζώνουν και η πανσέληνος φέρνει μαζί της τον ιππότη με τα μπλε μάτια και το εφηβικό κορμί. Όλα θυμίζουν και υπενθυμίζουν «το ρεύμα της φύσης», ασίγαστο, θρεμμένο από ήχους, γεύσεις και δάκρυα και πάντα αστέρευτο. Δροσίζει την αιώνια νιότη και αφυδατώνει τις τύψεις που κυοφορούνται στις φλέγουσες συνάψεις των αναμνήσεων.

Η ενότητα ολοκληρώνεται με μετατόπιση του θέματος. Το εγώ αφήνει πόθους και πάθη. Στο σύθαμπο του νου διαγράφονται εμπειρίες αλλοτινές και ανασύρονται γεγονότα που σημάδεψαν τον άνθρωπο και έκοψαν τη ζωή του στη μέση. Οι σεισμοί του 1953 είναι το θέμα στο έργο «Μνημόσυνο». Η σεισμική κραυγή της γης, τα ερείπια, ο θρήνος. Ο ποιητής πισωγυρίζει και ασπάζεται τις πέτρες που απόμειναν στο χρόνο. Στα όρια των προσωπικών αναζητήσεων κινείται το «Εξιτήριο», όπου υποβόσκει η αγωνία του τελολογικού ερωτήματος για τη ζωή και το θάνατο και αποκαλύπτεται η στάση του ποιητή μπροστά στη μοναξιά του ανθρώπου τη δύσκολη ώρα που, ενώ ο θάνατος προσέρχεται και πλανιέται στο χώρο, στις βάρδιες, στα αιφνίδια συμβάντα, ο άνθρωπος δεν παύει να ελπίζει και να ικετεύει για σωτηρία.

Η ενότητα ολοκληρώνεται με αναφορά του ποιητή σε κοινωνικά φαινόμενα. Ο ποιητής εν κοινωνία ζει, ακούει, διαπιστώνει, καταγγέλλει. Στο ποίημα «Με μεγάλη θλίψη / Avec une grande tristesse» αποδιώχνει τα ψεύτικα συλλυπητήρια, τις γελοίες ανακοινώσεις, τις πρόστυχες κουβέντες, τους κόλακες και δηλώνει «…Δεν είναι όλοι σαν εσάς».

Στην ενότητα με τον μεταφορικό τίτλο «Αιχμηρά ανθέμια» ο ποιητής κλαίει για του πολλούς που υπήρξαν, για τα χρόνια που πέρασαν. Ανασύρει μνήμες, ναυαγισμένα μητρικά όνειρα για άνθη λεμονιάς, για τον άγγελο των Εκβατάνων, συνταιριάζει ευρήματα παλαιών εμπειριών, οραμάτων και προσδοκιών, ομολογεί ότι κλαίει μόνος τα πρωινά, πονάει για τις απώλειες, εξορκίζει τις μέρες που μοχθηρές πλησιάζουν και αφιερώνει τρυφερά ποιήματα στις φίλες του

«…Τις φίλες μου πολύ τις αγαπώ

κι ας μην έχω πλαγιάσει με καμία…

Βουβά και γελαστά ακολουθούν

τα βήματά μου στο σκοτάδι που χαράζει».

Στη σύντομη τριλογία «Σύλληψη» διερωτάται αν θα είναι νικητής στη ζωή ή ένας ετεροκαθορισμένος άτυχος στρατιώτης. Στο ποίημα «Πρόθεση» εκφράζει τη λύπη του για κάποιους θύτες που δόλια τον αδίκησαν και ευχαριστεί το θεό της φύσης του γιατί ζει, βλέπει, νιώθει, ακούει, ευφραίνεται έχοντας την τέχνη-καταφύγιο λυτρωτικό, αυτός που έχει συνειδητοποιήσει τη ματαιότητα και έχει βρει τα μέγεθός του στα όρια του ελάχιστου. Με το δεκάστιχο «Επίδοση» διερωτάται ποιος θα επιδώσει τα μηνύματα που η απόλυτη έκσταση έγραψε κόκκινα στα χρυσά φυλλώματα του φθινοπώρου.

Η μοναξιά τον οδηγεί στα μονοπάτια της ποίησης και καταλήγει πως ο ποιητής είναι καλλιγράφος σωμάτων, γλύπτης ονείρων, χαράκτης θλίψης, συρραφέας ειδώλων που ανεμίζει ιδέες, καλύπτει κενά και με την τέχνη του δεν μένει μόνος. Κάποτε μορμολύκειο κατά της μοναξιάς γίνεται ένα οποιοδήποτε πλάσμα. Ένας γάτος. Ο Κώστας, στον γάτο του, παρουσία συντροφική, σαν πέθανε στον κήπο της Ροδόπης, τον πήρε «ως φουντωτή κοκκαλωμένη pieta» και τον απέδωσε με αναφιλητά στη γη.

Στα έξι σχετικά πολύστιχα ποιήματα των «Τραγικών ενθυμημάτων» ο ποιητής  φεύγει από τα προσωπικά βιώματα και στρέφεται σε άλλα. Διατυπώνει τη θέση του σε σύγχρονα, ή παλιά κοινωνικά θέματα αλλά και σε σύγχρονα ιστορικοπολιτιστικά. Στο ποίημα «Έκτακτη είδηση» δίνει λύση στο θέμα των προσφύγων και προκαλεί ειλικρινά ευφρόσυνη διάθεση.

«Η είδηση ατόφιος κεραυνός.

Άνοιξαν όλα τα μουσεία…

Οι πρόσφυγες θα ζούνε σε αυτά!

…Οι πρόσφυγες απ’ τις ακτές της Ιωνίας

της έκπτωτης γενιάς της Μικρασίας

Θρηνούν για τα δεινά της εκστρατείας.»

Εύστοχα αναφέρεται στην «τύχη των Μικρασιατών στα ποιήματα «Επιγράμματα του Ερχομού» και «Προσφυγιά».

«…Ανέστιοι της Αιολίδας γης

έρχονται με άρωτρα στα βράχια

Μετά τις τραγικές κραυγές και τη σφαγή

απλώθηκε αλεξίσφαιρη σιωπή…»

Η ανάγκη για δικαίωση βασανίζει τον ποιητή που επεκτείνει το αίτημα αυτό στο πρόβλημα της Παλαιστίνης και γράφει

«Πλίνθοι της Παλαιστίνης

Λίθοι της Ιερουσαλείμ

ίπτανται στις tv οθόνες…

Κραυγές αμάχων και παιδιών

Στρατιώτες σκάβουν σήραγγες…

Πόλεις αποστειρώνονται…

Αντιστασιακή ζωή στο θάνατο

Ακήδευτη πορεία ελευθερίας…».

Με την ενότητα «Πλάσματα της σμίλης», γνώστης της τέχνης, της ιστορίας και του πολιτισμού, αναπλάθει την πομπή των Παναθηναίων, «Πομπή πομπών στο γήπεδο της νικηφόρου πόλης…», και αναφέρεται στα Ελγίνεια μάρμαρα, στα οποία οι δημιουργοί τους «Σμιλεύσανε τα κύτταρα της Αθανασίας» και τώρα βρίσκονται  ως «φυλακισμένο χορικό» στην ξενιτιά. Στο «Προθύστερα», αφιερωμένο στο Λόρδο Βύρωνα,  ο λόγος λιτός, αφηγηματικός, αφαιρετικός και υπαινικτικός,   κορυφώνεται στον τελευταίο στίχο που περικλείει την προθύστερη υπόσχεση του δεκαεπτάχρονου Λουκά από την Ιθάκη: «Η ταπεινή μου ύπαρξη θα ζει γι’ αυτόν αιώνια».

Στην επόμενη ενότητα η «Αγία πραγματικότητα» κάθε μέρα ο ποιητής προβαίνει σε «προγραφές» και πιθανολογεί

«…΄Ισως αλλάξει χρώμα η οθόνη με τους παίκτες

μετά την ευεργεσία της βροχής …

Ίσως αλλάξει σχήμα το τραπέζι με τους φίλους

μετά το αίτημα για φάτνη

που έχουν αναρτήσει

οι τωρινοί πιστοί.»

Ωσάν οξύμορος σε σχέση με τα πρόσωπα ο τίτλος «Βαρίδια σοφίας» της έκτης ενότητας. Πρόκειται για έξι ποιήματα, στα οποία παρελαύνουν με τις θεωρίες και τις ιδέες τους σοφοί. Πομπή σοφών, όπως ο Παρμενίδης, Εμπεδοκλής, Ηράκλητος, Ξενοφάνης, Δημόκριτος. Σύμβολα ιδεών και προσφοράς. Στα τελευταία «Φρήντριχ Ένγκελς» και «Breaking News» ο ποιητής συγχαίρει για την σύζευξη του Φρήντριχ και του λαού της Νέας Υόρκης με τον Μαρξ, τον Μαρξ της «κοινοκτημοσύνης».

«…Ο λαός προελαύνει

Στην 5η λεωφόρο

Με νέα σφυροδρέπανα στην κόκκινη σημαία».

Η συλλογή ολοκληρώνεται με την έβδομη επιλογική ενότητα «Χορδές γνώσης». Η περιδιάβαση των στίχων φωτίζει περισσότερο τη ζωή του ποιητή. Επισημαίνονται αυτοαναφορές, αποτιμάται το καθετί και αναδεικνύεται η ματαιότητα των επιλογών και των πραγμάτων που αποτέλεσαν στόχο ζωής. Κατά τον ποιητή, ο κύκλος της ζωής ανοίγει και νομοτελειακά κλείνει. Στο παρόν, πάντα άγνωστο, ο άνθρωπος ενοικεί απλά. Τελικά, αιφνίδια, αποσυνδέεται από τα φορτία του κόσμου και σβήνει «δεδομένα και επαφές». Αυτοί που υπήρξαν έφυγαν, ωσάν «βυζαντική ακολουθία».

Στο εξαίσιο «Μετάβαση Dos a Dos» διατυπώνει την άποψή του για τη μετάβαση…

«Μεταφερθήκαμε αντάμα

στα λιβάδια των ψυχών

σε έναν κόσμο με γνήσιες ρίζες

στο άφθαρτο και διαχρονικό

εικόνισμα γραφών

της κοσμικής αρμονίας».

Η συλλογή ολοκληρώνεται με το «Εσωτερικό χρονολόγιο», μαρτυρία, εξομολόγηση, ομολογία, αποτίμηση, υποθήκη…

«Ημέρα Ποίησης.

  Εσπέρα Οίησης.

  Νύχτα προσποίσης.

  Μέλλον Αποποίησης.

  Γράφεις στα σκοτεινά.

  Συντάσσεις με φτερό

  το άγγιγμα των συλλαβών

  της άναρθρης αγάπης.

  Όπως ο Μένιππος

  Δεν έδωσες του ταξιδιού τα ναύλα.

  Διέσχισες ως πένης τον πορθμό.

  Την ποίησή σου άφησες τροφό

  στο όνειρο που σύντομα πεθαίνει

  με κόκκους του φωτός και της αγάπης».

Ο Κώστας Ευαγγελάτος, ώριμος, άτρωτος, ολοκληρωμένος, μέσα από την βιωματική του πορεία και την πρόσληψη γνώσεων, ιδεών και εμπειριών, με ρεαλισμό και ιδεαλισμό, χρωματίζει με την ποιητική του πένα πολλές πτυχές της ζωής, της ιστορίας και του συναισθηματικού κόσμου, παραδίδοντας ένα έργο μεστό και πλήρες, έναυσμα για προβληματισμό και αναζητήσεις.