“Στα έργα μου θα έλεγα ότι υπάρχουν στοιχεία επιρροής από το μαγικό και φανταστικό ρεαλισμό, ο οποίος υπάρχει κυρίως στη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής”
Πώς και πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με τη ζωγραφική; Θυμάμαι να με απορροφά η διαδικασία με τα χρώματα και τα χαρτιά από πολύ μικρό παιδί. Σε ηλικία 10 ετών μου χάρισαν τα πρώτα χρώματα σε σωληνάρια και τα πρώτα πινέλα. Ήταν πλέον το παιχνίδι μου, χαιρόμουν και ταυτόχρονα ασφαλιζόμουν στην καταφυγή αυτής της μήτρας. Από τότε μέχρι σήμερα η ενασχόλησή μου με τη διαδικασία της ζωγραφικής έγινε το τοτέμ της κάλυψης όλων σχεδόν των αναγκών.
Σε ποιο ρεύμα ή κίνημα θα εντάσσατε τα έργα σας; Θα έλεγα πως παρόλο που δεν μ’ απασχολεί να βάλω ετικέτα, νομίζω ότι υπάρχουν στοιχεία επιρροής από το μαγικό και φανταστικό ρεαλισμό ο οποίος υπάρχει κυρίως στη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής.
Από πού αντλείτε την έμπνευσή σας; Προκύπτει συγκινησιακά κυρίως. Μια φυσική εικόνα μια παλιά φωτογραφία μια σκέψη, ένα συναίσθημα που έχει ανάγκη να εκφραστεί διεγείρει την ερωτική πρακτική της δημιουργίας. Σ’ αυτή τη διαδικασία νοιώθω χαρά και ανυπομονησία για την αποκωδικοποίηση αυτής της αόριστης αρχικά ιδέας. Στα έργα μου συνήθως οι πρωταγωνιστές είναι παιδιά και γυναικείες φιγούρες ή κάποια ζώα και άλλα όντα, που κοιτούν προς τον θεατή και ζητούν να συνομιλήσουν μαζί του μ’ έναν μαγικό τρόπο που μόνο η τέχνη γνωρίζει όταν έχει πετύχει το επιθυμητό. Οι κεντρικές φιγούρες των έργων μου συνθέτονται από ένα περιβάλλον συμβόλων, παραμυθιακών και διακοσμητικών κάποιες φορές στοιχείων που αντλούνται πολλές φορές από την Ελληνική Παράδοση. Η χρωματική μου παλέτα είναι λιτή σχεδόν μονοχρωματική, οι αποχρώσεις πάλλονται ελαφρώς διακριτές μεταξύ τους. Θέλω να υπάρχει μια ησυχία στα χρώματα ώστε να διαβάζεται κυρίως η αφήγηση.
Υπάρχουν προσωπικότητες ή άλλοι καλλιτέχνες που έχουν επηρεάσει τα έργα σας; Σαφώς ο εγκέφαλος έχει καταγράψει άπειρες εικόνες κι έχουν γίνει συνάψεις, που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές, ενώ νομίζεις ότι το παρήγαγες μόνος σου στην ουσία οι επιρροές έχουν περάσει ήδη ασυνείδητα. Αγαπώ τον Paul Gauguin και θαυμάζω το θάρρος και τη σοφία που χρησιμοποιεί τα χρώματά του,- παρόλο που σαν ψυχοσύνθεση χρησιμοποιώ ήρεμη παλέτα- επίσης τον Giacometti με τις λιγνές σχεδιαστικές φιγούρες και τον Francis Bacon με τις τραγικές παραμορφώσεις του και βέβαια τον Marc Chagall που τον βρίσκω πιο κοντά σε μένα. Σύγχρονοι Έλληνες νέοι καλλιτέχνες αξίζουν το θαυμασμό και την εκτίμησή μου, κυρίως αυτοί που αγγίζουν την παραστατική εικονογραφική προσέγγιση.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε θέσει στον εαυτό σας ως καλλιτέχνη; Ναι για εμένα η μεγαλύτερη πρόκληση στη δουλειά μου, είναι να χαίρομαι σαν παιδί και να καταφέρνω να απελευθερώνομαι, συνειδητοποιώντας ότι το έργο μου και εγώ είμαστε ένα, με την απόλυτη αποδοχή, ακόμη και στις πιο ατυχείς στιγμές του. Επίσης να επικοινωνείται αυτή η ενέργεια στο θεατή με σκοπό την τέρψη και την αμοιβαία αλληλεπίδραση.
Πόσο αποδεκτή είναι η Τέχνη στην Ελλάδα σήμερα και τι ρόλο καλείται να παίξει στο δημόσιο χώρο; Νομίζω ότι ο κόσμος έχει εξοικειωθεί πολύ περισσότερο με την εικόνα λόγω της τεχνολογίας αλλά όχι αρκετά με την εικόνα της τέχνης επειδή αυτή είναι μια άλλη γλώσσα που χρειάζεται προπαιδεία. Αν και είμαι γενικά αισιόδοξη σαν άτομο δεν μπορώ να παραβλέψω και να μην θυμώσω με την έλλειψη ευαισθησίας από τους κυβερνώντες όταν υποτιμούν με κάθε τρόπο την τέχνη όταν την βγάζουν από τα σχολεία όταν τσιμεντώνεται ο ιερότερος τόπος παγκοσμίως όταν συνθλιβόμαστε οικονομικά και όταν κοινωνικά η τέχνη δεν λειτουργεί προς όλους. Λείπει η αξιοκρατία και συνεχώς ευνοούνται οι ίδιοι και θάβονται σπουδαίοι και αξιόλογοι καλλιτέχνες. Μουσειακοί αρχαιολογικοί και πολιτιστικοί χώροι να είναι ελεύθερα προσβάσιμοι για τον Έλληνα επισκέπτη. Να ανοίξουν δημόσιοι χώροι για εικαστικές δράσεις, να γίνουν τοιχογραφίες να μπουν νέα γλυπτά σε πλατείες σε κτήρια ώστε να ζωντανέψουν και να τονώσουν τον ψυχισμό του περαστικού θεατή, πολύ περισσότερο αυτές τις δύσκολες περιόδους, ομορφαίνοντας τις άχαρες γωνιές της πόλης, θεάματα σε δημόσιους χώρους και αγορές επιχορηγούμενα από το υπουργείο Πολιτισμού ώστε να ενισχυθεί και να μην φιμώνεται η δημιουργική έκφραση. Αυτός είναι άλλωστε και ο ρόλος που καλείται να παίξει η τέχνη.
Ποιά είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Το μέλλον αβέβαιον» δεν κάνω σχέδια, έμαθα να χαίρομαι την κάθε στιγμή και να ευγνωμονώ που είμαι καλά στο τώρα, να έχω κέφι, για δημιουργία και προσφορά στα κοινά. Μ’ αυτό σαν πρόσημο θα ξεδιπλωθεί αβίαστα και η μελλοντική μου δουλειά.
Κυριακή Χριστακοπούλου
Η Κυριακή Χριστακοπούλου γεννήθηκε στον Πειραιά. Από μικρή η πρώτη της εικόνα ήταν η θάλασσα, συνεχίζει να την αγναντεύει απ το ατελιέ της- σπίτι της στο λόφο Τζίκηδες στην Αίγινα.
Δάσκαλοί της ο Θεόδωρος Πάντος και ο Πέτρος Κουφοβασίλης.
Μέλος του ΕΕΤΕ (Εικαστικό Επιμελητήριο Ελλάδος). Συνεργάζεται με το Μουσείο Μπενάκη για τη σειρά του «Παραδοσιακά Αντίγραφα». Διδάσκει τέχνη σε ιδιωτικά τμήματα παιδιών και ενηλίκων στην Αίγινα.
Έχει οργανώσει πολυάριθμες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της κοινότητας.
Δημιουργεί οπτικά αφηγήματα (που ακυρώνουν τη λήθη) χρησιμοποιώντας στοιχεία παρελθόντα χρόνου- ξυπνώντας την αίσθηση της νοσταλγίας με στόχο τον επαναπροσδιορισμό στο τώρα. Την ενδιαφέρει η υλική υπόσταση της δημιουργίας με ποικίλα υλικά φτάνοντας σ ένα οργανικά δεμένο αποτέλεσμα. Τα έργα της συμπεριλαμβάνονται σε ιδιωτικές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Ζυρίχη Los Angeles) καθώς και στη συλλογή της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος.
Ατομικές της εκθέσεις έχουν λάβει χώρα στην Ελλάδα, Κύπρο, Βέλγιο, Ολλανδία και Ελβετία. Έχει στο ενεργητικό της 22 ατομικές και έχει συμμετάσχει σε 14 ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Σε συνεργασία με το Γιάννη Σανταντόνιο (1943-2017) εικαστικό ζωγράφο και σύντροφό της έχουν υλοποιήσει προτάσεις τους σε σχέση με τον δήμο Αίγινας, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η τοιχογράφιση των υπαίθριων δεξαμενών νερού της Αίγινας. Συντηρούνται από την ίδια και το δήμο.