Με συνάντησε φέτος η φίλη μου· η Αιμιλία. Θέλει να ανεβάσει το έργο του Ξενόπουλου, την μυθική «Κοντέσσα Βαλέραινα».
Εγώ με μεγάλη χαρά δέχτηκα αμέσως γιατί θεωρώ ότι για ορισμένους ηθοποιούς ταιριάζουν πολύ ορισμένοι ρόλοι, και ένοιωσα ότι η επιλογή της είναι πολύ εύστοχη.
Σκέφτηκα όμως ότι σήμερα, ένα θέμα που στις αρχές του 20ου αιώνα μπορεί να ήταν ακόμα και επίκαιρο, μετά από το τέλος ενός τόσο ισχυρού και ανήσυχου αιώνα όπως ήταν ο 20ος , και μέσα στην αρχή του πρώτου τετάρτου του 21ου , θα έπρεπε να δεχθεί ριζικές ανατροπές.
Δεν εννοώ στον μύθο της «Κοντέσσας Βαλέραινας», κυρίως όμως η διαδοχή των γεγονότων, οι καταστάσεις και ο εκσυγχρονισμός των χαρακτήρων σε πρόσωπα μιας αναγνωρισιμότητας, είναι μια αναγκαία προϋπόθεση. Κι αυτό για τον εξής λόγο. Σημαντικά κείμενα μιας άλλης εποχής, κατά την γνώμη μου, για να αφορούν το τώρα πρέπει να μεταγράφονται.
Γι’ αυτό το λόγο, για δεύτερη φορά, προχώρησα σε μια μεταγραφή – δραματουργία. Η πρώτη φορά ήταν, όταν εκανα την δραματουργική μεταγραφή για το Εθνικό θέατρο, που μου πρότεινε ο Γιάννης Χουβαρδάς πάνω στο θέμα της Φωτεινής Σάντρη, τον «Κόκκινο Βράχο». Αυτή τη φορά το αγαπημένο έργο του Ξενόπουλου η «Κοντέσσα Βαλέραινα» θα «ξαναγεννηθεί» στην σκηνή τυ Θεάτρου Αργώ.
Τον τελευταίο καιρό έχω μια τάση – συναισθηματική θα έλεγα – να ασχολούμαι με τον ελληνικό λόγο και κυρίως να ψάχνω κείμενα στο θέατρο, τα οποία πιστεύω ότι αφορούν, εκτός από την εποχή που γράφτηκαν και στην οποία αναφέρονται, και ζητήματα πιο σύγχρονα, πιο δικά μας.
Νιώθω λοιπόν ότι η «Κοντέσσα Βαλέραινα» είναι ένα τέτοιο κείμενο και είναι αληθινή απόλαυση, η αναμέτρηση με έναν συγγραφέα σαν τον Ξενόπουλο, ο οποίος – είτε το θέλουμε είτε όχι- υπήρξε για την Ελλάδα, ό,τι και ο Ίψεν για την δική του πατρίδα.