“…Το δημόσιο χώρο μας τον υποσκάπτουμε διαρκώς, την τέχνη τη μειώνουμε, την εξάγουμε σαν ξεφόρτωμα, την καταχωνιάζουμε πίσω πίσω σε συρτάρια.”
Πώς και πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με τη ζωγραφική; Από παιδάκι. Όπως και τα περισσότερα παιδάκια, που ζωγραφίζουν με ό,τι βρουν μανιωδώς. Απλά μεγαλώνοντας οι περισσότεροι το αφήνουμε. Δε θυμάμαι να το άφησα ποτέ. Φτιάχναμε παραμύθια με την αδερφή μου και τα εικονογραφούσαμε. Ακόμη φτιάχνω παραμύθια. Με ό,τι βρω. Με μολύβια ή με πηλό, με ήχο ή με φως, με λέξεις, με υλικά και άυλα και σε συνδυασμό. Φτιάχνω μινιατούρες και μικρόκοσμους και τους «σκηνοθετώ».
Σε ποιο ρεύμα ή κίνημα θα εντάσσατε τα έργα σας; Τα κοιτάζω από εδώ, τα διαβάζω από εκεί, μου μοιάζουν ανένταχτα. Αν θεωρήσουμε ότι όλα μαζί απαρτίζουν μια δουλειά, θα την έλεγα τρελή κι αδέσποτη παρ’ όλη την αγάπη. «Έτσι τη θέλω κι έτσι είναι αληθινά».
Από που αντλείτε την έμπνευσή σας; Από παντού. Από τις ιστορίες που συμβαίνουν καθημερινά δίπλα μας, μπροστά μας, αλλά κι από κάποιες άλλες που τραγουδιούνται, διαβάζονται ή μπερδεύονται παράδοξα μέσα στο κεφάλι μας, μικρές, διαστρεβλωμένες.
Κι από εικόνες. Όσο μικρές κι ασήμαντες αν εστιάσεις μοιάζουν μαγικές. Μπορεί να είναι ένα χέρι καμωμένο από ζωγράφο ή ένα ρούχο κρεμασμένο σε σκοινί στο απέναντι μπαλκόνι. Και η Αθήνα είναι γεμάτη τέτοια. Μπαλκόνια και μικρά μικρά θέατρα.
Υπάρχουν προσωπικότητες ή άλλοι καλλιτέχνες που έχουν επηρεάσει το έργο σας; Ναι. Δεν το καταλαβαίνω πάντα την ώρα που συμβαίνει. Το διαβάζω στην πορεία, ενώνω τα σημεία.. Έργα του Χόπερ ή του Χόκνεϊ, που φτιάχνουν «σινεμά», ταμπλό βιβάν, γλυπτά του Μουνιόθ που στέκονται παράξενα στο χώρο και σχεδόν ακούς τη σκέψη τους μέσα στην παραδοξότητά τους, μια σκηνή με χιόνι από τους αδελφούς Κοέν στο Φάργκο κι ένας γλόμπος πάνω απ’ το τραπέζι της κουζίνας, ένα πλάνο επιστημονικής φαντασίας που γίνεται μέρα με τη μέρα κτήμα σου, ένα ποίημα του Χικμέτ ή μια μικρή χαμένη του Μάνου Χατζιδάκι Περιμπανού, τα «άδεια χωριουδάκια» και η «ασυνάρτητη επαρχία» του Διονύση Σαββόπουλου και ο στίχος του «δωσ’ μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός». Και μας τα έδωσε ο ίδιος. Όλοι αυτοί μας τα δώσανε, με το έργο τους κι εμείς τα παίρνουμε ακόμα, και πάμε..
Ποιά είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε θέσει στον εαυτό σας ως καλλιτέχνης; Να παντρεύω τις αντιφάσεις μου. Να γίνονται όλα ένα. Να συνθέτω πράγματα ανόμοια και μικρά που να μπορούν σαν ενιαίο μεγάλο σύνολο να μας απογειώνουν.
Ή να μας ενώνουν. Έστω κατά τόπους. Να ξεχνάμε αν είναι μουσική, ποίηση ή γλυπτική. Να είναι, πέρα από τέχνη, και ζωή.
Πόσο αποδεκτή είναι η Τέχνη στην Ελλάδα σήμερα και τι ρόλο καλείται να παίξει στο δημόσιο χώρο; Αποδεκτή στο σύνολό της η τέχνη δεν ήταν ποτέ. Κι ούτε και θα ‘ναι. Σημασία έχει που την αποζητάμε, ο καθένας αλλού και με τον τρόπο του, δεν κάνουμε χωρίς αυτήν. Θέλει όμως βήμα η τέχνη για να απλωθεί, να μας πάει μπροστά, κι εκεί μάλλον χωλαίνουμε. Ως χώρα και ως Πολιτεία. Έχουμε και οι καλλιτέχνες τις ευθύνες μας, οι καιροί είναι και πάλι δύσκολοι και καλείσαι να απαντήσεις στο ερώτημα πώς τόσο μόνος μπορείς να βρεις όλους τους άλλους. Το δημόσιο χώρο μας τον υποσκάπτουμε διαρκώς, την τέχνη τη μειώνουμε, την εξάγουμε σαν ξεφόρτωμα, την καταχωνιάζουμε πίσω πίσω σε συρτάρια. Δεν ανασαίνουμε έτσι, αν δεν τη βάλουμε μπροστά θα μείνουμε καχεκτικοί και μαραμένοι.
Ποιά είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Αυτό. Το να χωρέσω τις αντιφάσεις μου. Είτε λέγεται δουλειά είτε ζωή. Και μέχρι να το καταφέρω, να ευχαριστιέμαι την κάθε μέρα – πρόκληση. Νομίζω στους καιρούς που ζούμε, θα μας χρειαστεί.