Θάνος Γιαβής: “Τα πάντα γύρω μας είναι Ποίηση”

Η Ποίηση είναι ζωή. Πολλοί εσφαλμένα θεωρούν ότι προϊόντα της Ποίησης είναι μονάχα τα έργα των ποιητών-δοξασμένων και μη. Κάθε μία λεπτομέρεια της καθημερινότητας, ωστόσο, κάθε πτυχή της ανθρώπινης παρουσίας είναι γέννημα της Ποίησης. Μόνο μέσω της επαφής και του εσωτερίκευσης των έργων των ανθρώπων του πνεύματος και της δημιουργίας δύναται κανείς να συλλάβει το ίδιο το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η ποίηση

“Πότε θα έρθει η Κάθαρση;”

Η Ποίηση:
την Άνοιξη νοσταλγεί,
το Καλοκαίρι πενθεί,
το Φθινόπωρο αδημονεί
και τον Χειμώνα-
στους τυφλούς νεκρούς
μονόφθαλμη βασιλεύει.
Γιατί Ποίηση υπάρχει
όπου άρχει ο πόνος.

Κοινωνία/ Περί τα 2022 μ.Χ.

Περνούσε τις μέρες του
μακριά από όλους τους ανθρώπους.
Και γιατί να’ ναι κοντά τους άλλωστε ;
Δεν έβλεπε μέσα τους ανθρωπιά.
Για το εγώ τους νοιάζονταν πάντα,
αδιαφορούσαν αν υπέφεραν άλλοι.
Ποτέ τους δε μίλησαν αληθινά,
όλα για κάποιο όφελος γίνονταν και λέγονταν.
Τους σιχάθηκε.

Ένα σαββατόβραδο τα παράτησε όλα,
έκαψε την ύπαρξή του,
κάθε του κόπο, κάθε του αγώνα.
Τα ένοιωθε όλα πάνω του βαρίδια,
δεν τον άφηναν να αναπνεύσει,
να κοιμηθεί, μηδέ να φάει.
Στις φλόγες της φωτιάς του
είδε την ελευθερία-
θέλησε να την αγγίξει.
Το χέρι του άπλωσε
μα κάηκε-
κάτι τον εμπόδιζε.
Έφυγε, λοιπόν.
Τι απάνθρωπες που’ ναι οι πόλεις.
Υποτίθεται φέρνουν κοντά τους ανθρώπους
μα τελικά τους αποξενώνουν.
Όλοι τους ζούνε μονάχοι μίζερα,
ζητούνε κάτι που ούτε οι ίδιοι δε γνωρίζουν-
κάτι αληθινό-
που όμως δεν το βρίσκουν μέσα στη φαυλότητα
της ύπαρξής τους.

Φεύγοντας,
στο τείχος της πόλης του έγραψε:
“Προσπαθώ, μανιωδώς,
τον εαυτό μου σε τόσα κομμάτια να σπάσω
και ευγενικά να τον μοιράσω, μα
καταλήγω να διαπιστώσω
ότι δεν απομένει κάποιο για μένα”.

Δεσμωτήριο

“ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει“
Πλάτων, Πολιτεία (514a-515a)

Σε τούτο το δωμάτιο
Μέρες ατέλειωτες περνώ
Με μόνη συντροφιά
Τον μόχθο των Αρχαίων Σοφών.
Κάθε φορά, όμως που το βλέμμα μου σηκώνω,
Ψάχνοντας τον Ήλιο,
Ένα πάτωμα μονάχα αντικρύζω.
Πότε θα ‘ρθει ο καιρός,
Όταν θα γκρεμιστεί ο τοίχος
Και θα δω αληθινά;
Πρώτα απ΄ όλα, ίσως,
Πρέπει τα μάτια μου ν΄ ανοίξουνε
Κι από τυφλός που είμαι
Να ανακτήσω την όραση που μου πήρανε.

Όαση

Αγαλλίαση ψυχής
μετά φόβου και πόνου.
Στον καύσωνα του Θέρους
δροσιά αποζητεί.
Στης πόλης το χάος
ξεροσταλιάζει σε έναν πλάτανο.
Γαλήνια
αέρας και κελάηδισμα.
Κοντά στη Δημιουργία.
Μακριά από το τέρας.

Νυχτερινός Ουρανός

“ἀναθρῶν ἃ ὄπωπε”
Πλάτων, Κράτυλος

“Πάλι.
Τελειώσανε οι μέρες,
στερέψανε οι ώρες.
Είμαστε σοφώτεροι;
ζήσαμε τις στιγμές;
χαρήκαμε;
λυπηθήκαμε;
κανείς δε μπορεί να απαντήσει.
Ένα είναι σίγουρο-
η βροχή κήδεψε το καλοκαίρι.
Γιατί έφυγε μέσα στο κρύο;
Το κρύο έπρεπε να είχε χαθεί.
Πάνε, άλλωστε, οι άσπρες-
βουτηγμένες στο χιόνι- μέρες
και όσες ποτίστηκαν με ψυχρό νερό.
Ο Χειμώνας μας είχε αποχαιρετήσει, υποτίθεται,
κι όμως τώρα μας γνέφει απειλητικά.
Αυτό είναι ο καιρός, ωστόσο.
Σου δίνει τη φαύλη εντύπωση ότι το τώρα
θα μείνει εδώ για πάντα.
Η ζωή όμως δε σου χαρίζεται.
Πρέπει να ιδρώσεις, να φτύσεις αίμα
και εν τέλει, ίσως σε σου δοθεί ποτέ αυτό που ποθείς.”

“Τότε γιατί ζούμε;
γιατί ελπίζουμε;
γιατί πονάμε;
γιατί αγαπάμε;
γιατί χαιρόμαστε;
εφόσον, εν τέλει δε λάβουμε ό,τι προσμένουμε; ”

“Ζεις για τις στιγμές.
Τα σχέδια που καταστρώνεις,
τα όνειρα που βλέπεις,
οι σχέσεις που δημιουργείς, και
η ρουτίνα που αναπτύσσεις είναι όλα τους ανούσια.
Οι ασήμαντες πτυχές της άμοιρης ζωής μας
οι οποίες, όμως, μας επηρεάζουν όσο τίποτε.”

“Τί έχει αξία τότε; ”

“Ο Ουρανός που αντικρύζεις το βράδυ
ό, τι και να συμβεί δε θα αλλάξει.
Το Φεγγάρι θα εξακολουθεί να σου δείχνει τον δρόμο
και τα αρχαία αστέρια θα αποτελούν, εις το διηνεκές,
τις πύλες από που θα αγγίζεις την αιωνιότητα.

Η Φύση έχει σημασία.
Η Κοινωνία που ζούμε
είναι ένα ανθρώπινο ποίημα,
αντίγραφο της Φύσεως, όμως ανάπηρο.

Άκου την βροχή…
μέσα στις πόλεις το θαύμα τούτο χάνεται-
φώτα και θόρυβοι την αποκρύπτουν.
Η λύση;
Στο σκοτάδι, σαν είσαι μόνος,
απεκδύεσαι του προσωπείου.
Παύει να υφίσταται το ψευδό εγώ
και αναφαίνεται το αληθινό.

Οι πιο αγνές κι ωραίες στιγμές
είναι αυτές που εξαφανίζονται
ωσάν το φως της Κοινωνίας εισβάλλει
από τη χαραμάδα της πόρτας.”

Bio: Γεννήθηκα την 1η Ιουλίου 2002 στο Μαρούσι Αττικής, έχοντας καταγωγή από την Γορτυνία Αρκαδίας και την Ολυμπία Ηλείας. Από μικρής ηλικίας με ενθουσίαζε η ανακάλυψη και η –όσο το δυνατόν- κατανόηση των ιστορικών γεγονότων, καθώς και η ιστορική πορεία τόσο της οικογένειάς μου, όσο και της πατρίδας μου. Από τη μητέρα μου έλαβα τα πρώτα ερεθίσματα όσον αφορά στην ποίηση, ενώ παράλληλα με μύησε στη μουσική σύνθεση του Μάνου Χατζιδάκι.

Τα χρόνια περνούσαν και η πρώτη μου απόπειρα να γράψω ένα ποιητικό έργο συνέβη κατά τη διάρκεια της 2ας Γυμνασίου, έχοντας εντυπωσιαστεί από το έργο του Κ.Π. Καβάφη και του Νίκου Καββαδία. Επιστέγασμα της μαθησιακής μου σταδιοδρομίας ήταν και είναι η φοίτησή μου στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.