Ο Πάρης Καπράλος είναι ένας από τους πιο δραστήριους εικαστικούς επιμελητές τα τελευταία 10 χρόνια, με πολυσχιδές και πρωτότυπο έργο, ωστόσο η πορεία του στην Τέχνη είναι η τρίτη στροφή στην καριέρα του. Γεννήθηκε στην Αθήνα, μετοίκισε στην Θεσσαλονίκη, και κατοικεί στην Φλώρινα. Μέχρι σήμερα έχει παρουσιάσει περισσότερες από 100 εικαστικές εκθέσεις και δράσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Φημίζεται για την ευθύτητα, την αποφασιστικότητα και την δημιουργικότητα του. Από πολλούς θεωρείται “δύσκολος” άνθρωπος. Στην συνέντευξη που μας παραχώρησε μιλήσαμε εκτενώς για το παρόν και το μέλλον της σύγχρονης Ελληνικής τέχνης, για την ανάγκη στήριξης της, για τα μελλοντικά σχέδια του και, φυσικά, για την “επόμενη μέρα” της πρώτης φάσης της πανδημίας.
Συνέντευξη στην Συντακτική Ομάδα του polismagazino.gr
Αθήνα, Θεσσαλονίκη, ή Φλώρινα;
Στην Αθήνα γεννήθηκα και έζησα τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου, στην Θεσσαλονίκη μετοίκισα όταν με “κούρασε”η γενέτειρα μου και το επέτρεψαν οι συνθήκες, και στην Φλώρινα μετακόμισα πέρυσι, σαν ένα δώρο στον εαυτό μου, αποζητώντας να ζήσω σε ένα μέρος που συνδυάζει όλες τις ανέσεις μιας πόλης με την δυνατότητα συνεχούς και άμεσης επαφής με την Φύση. Και οι τρεις, είναι οι πόλεις μου, και παρέχουν χώρο για την έκφραση διαφορετικών πλευρών της προσωπικότητάς μου. Πάντως, νιώθω εξίσου καλά σε κάθε γωνιά της Ελλάδας: ζούμε σε μια πανέμορφη χώρα.
Πως ξεκινήσατε να δραστηριοποιήστε στην Τέχνη, και με ποια αντικείμενα ασχολείστε σήμερα;
Εργάζομαι απο τα 18 μου, με ένα μικρό διάλειμμα για σπουδές στην Αγγλία, οπότε είχα το ηλικιακό περιθώριο να αλλάξω συχνά επαγγελματική πορεία. Σταδιοδρόμησα ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά, με εξειδίκευση στο επιχειρηματικό ρεπορτάζ τεχνολογίας. Το 2004 έκανα την πρώτη μου “στροφή καριέρας” κεφαλαιοποιώντας γνώσεις και γνωριμίες στην διοργάνωση διεθνών συνεδρίων Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών. Το 2011 ξεκίνησα να ασχολούμαι επαγγελματικά με τον χώρο της Τέχνης, στην Myrό Gallery της Θεσσαλονίκης, ιδιοκτησίας του Σταύρου Μυρωνίδη. Σήμερα κρατώ οργανωτικό ρόλο σε μια ποικιλία από δραστηριότητες με στόχο την προβολή της εικαστικής παραγωγής, την ανάδειξη καλλιτεχνών και σχετικών πρωτοβουλιών. Το 2018, σε συνεργασία με αριθμό εικαστικών καλλιτεχνών ιδρύσαμε μια συλλογικότητα, την ARC -Art Revisited Collective, με την οποία δουλεύουμε και παρουσιάζουμε δράσεις, από το 2019 είμαι εκπρόσωπος της IWS Greece (International Watercolor Society), ενώ από το 2012 συνεκδίδω το ηλεκτρονικό περιοδικό Πολιτισμού Arts & Antiques CCR.
Σας γνωρίσαμε ως καλλιτεχνικό διευθυντή της Myro Gallery στην Θεσσαλονίκη…
Το 2011 ο γνωστός Θεσσαλονικιός επιχειρηματίας Σταύρος Μυρωνίδης μου πρότεινε να εργαστώ για τη νέα γκαλερί του. Η αρχική προσέγγιση αφορούσε θέματα προβολής και επικοινωνίας. Σύντομα κατόπιν διευρύναμε την συνεργασία μας, μια διαδικασία μέσω της οποίας ανδρώθηκα στον χώρο της τέχνης. Πέραν της Myro Gallery συνεργαστήκαμε σε μια σειρά άλλων projects που οραματίστηκε και υλοποίησαμε, εντελώς πρωτοποριακών για την Ελλάδα, επί 7 χρόνια. Η συνεργασία μας ήταν το τρίτο πανεπιστήμιο που τελείωσα! Παραμένουμε καλοί φίλοι και συνεργαζόμαστε συχνά.
Είστε Επιμελητής ή κιουρέιτορ;
Σίγουρα δεν είμαι “κιουρέιτορ”! Ο όρος “Εικαστικός Επιμελητής” υπεραρκεί στα Ελληνικά. Στην ουσία του πράγματος, εργάζομαι ως διοργανωτής, σύμβουλος και σε ορισμένες περιπτώσεις Επιμελητής. Το κύριο αντικείμενο μου παραμένει η διοργάνωση, με εξειδίκευση πλέον στον χώρο των εικαστικών τεχνών.
Ποιά θεωρείτε ότι είναι τα εφόδια που απαιτούνται ώστε να επιμεληθεί κάποιος μία έκθεση; Συχνά βλεπουμε καλλιτέχνες, φιλολόγους ή και γενικόλογα “φιλότεχνους” να επιμελούνται εκθέσεις….
Ο ρόλος της Επιμέλειας είναι η ορθή πρόσληψη του εννοιολογικού περιεχομένου των έργων ενός εικαστικού καλλιτέχνη. Όποιος φιλοδοξεί να αναλάβει τέτοιο ρόλο πρέπει να έχει θεωρητικές γνώσεις και εμπειρία, προπάντων να μπορεί να αποστασιοποιείται από τις γνώσεις του και να “βλέπει” με τα μάτια του κοινού. Θα πρέπει να είναι γνώστης της γλώσσας στην οποία γράφει το κείμενο του, να γίνεται κατανοητός, χωρίς να ευτελίζει το αντικείμενο. Να αντιλαμβάνεται τη λειτουργία του έργου τέχνης σε διάλογο με τα υπόλοιπα έργα και τα στοιχεία ενός χώρου. Να έχει τεχνικές γνώσεις… Στον αντίποδα, ο καλλιτέχνης κατά κανόνα δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί επαρκώς από τα έργα, ή να απάδει από την σύγκριση με την προσωπική του θεώρηση της τέχνης. Οι εικαστικοί καλλιτέχνες μπορούν να έρθουν σε συνομιλία με άλλους καλλιτέχνες, και κατά καιρούς έχουν παρουσιάσει θαυμάσια projects. Όμως σε εκείνη την περίπτωση δεν μιλάμε για επιμέλεια, αλλά για ομάδες καλλιτεχνών που αποφάσισαν να λειτουργήσουν συλλογικά. Εξάλλου, ρόλος της επιμέλειας δεν αφορά πλειάδα άλλων πραγμάτων που καλείται να “καλύψει” στην Ελλάδα, εξαιτίας της έλλειψης εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού: την διοργάνωση της έκθεσης, το εξειδικευμένο marketing, την επικοινωνία και προβολή του καλλιτέχνη, τον γραφιστικό σχεδιασμό αφισών και προσκλήσεων, καταλόγων, κλπ στοιχείων που αποτελούν μέσα της προβολής και τεκμηρίωσης μιας έκθεσης, εξίσου σημαντικά με τα υπόλοιπα. Συνεπώς όταν κάποιος αναλαμβάνει ολιστικά να υποστηρίξει έναν καλλιτέχνη να εκθέσει, ουσιαστικά διοργανώνει την έκθεση. Ίσως να την επιμελείται κιόλας, αν έχει την γνώση και την εμπειρία να το πραγματοποιήσει, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο: θα μπορούσε να το κάνει το ίδιο καλά ή καλύτερα ένας Θεωρητικός ή Ιστορικός της Τέχνης ως προς το κείμενο, ή ένας Μουσειολόγος, αρχιτέκτονας, ή interior designer ως προς τη χωροθέτηση.
Θεωρείτε πως η ελληνική κοινωνία αγκαλιάζει τις εικαστικές τέχνες;
Δυστυχώς όχι, γεγονός λυπηρό, αλλά εξηγήσιμο. Η δύσκολη ιστορία της Ελλάδας ανέκοψε την δυνατότητα των εικαστικών τεχνών να εξελιχτούν τόσο παράλληλα με την διεθνή σκηνή της τέχνης, όσο και να απευθυνθούν δυναμικά στην κοινωνία. Αναλογιστείτε πως όταν τα μεγάλα ρεύματα στην τέχνη από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα βρίσκονταν σε διαρκή αλληλεπίδραση με τα κοινωνικοπολιτικά κινήματα, σε ζύμωση με τις νέες ιδεολογίες, και σε διάλογο με τις νέες μορφές σε άλλες τέχνες -όπως το θέατρο, η μουσική, ο χορός, σε άλλες χώρες, ενόσω εμείς στον ίδιο ιστορικό χρόνο αντιμετωπίζαμε ακραία φτώχια, αγωνιζόμασταν κατά δικτατοριών, πολεμούσαμε σε Βαλκανικούς και δύο παγκόσμιους πολέμους, ενώ στο μεταξυ αλληλοσκοτωνόμασταν σε μικρές και μεγαλύτερες εμφύλιες συρράξεις, πολιτικές εξεγέρσεις, κ.α. Με λίγες εξαιρέσεις, κατόπιν της εποχής του ακαδημαϊσμού, η ελληνική εικαστική σκηνή άρχισε να αναπτύσσεται απο την δεκαετία του ’50 διαιρεμένη στους λαϊκούς, “ασπούδαχτους” καλλιτέχνες και σε γόνους πλούσιων οικογενειών με λαμπρές σπουδές. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις που δεν ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες, είτε σπούδασαν μεν, δεν έκαναν τίποτα στην συνέχεια δε, είτε κατέφυγαν στο εξωτερικό, όπου αναδείχθηκαν, δόξασαν την Ελλάδα, αλλά δεν επέδρασαν εντός της χώρας, αφού συνήθως έζησαν κυρίως στο εξωτερικό. Σήμερα, η νεότερη γενιά Ελλήνων εικαστικών καλλιτεχνών αναζητά παρόν και μέλλον εντός και εκτός των συνόρων, απαντώντας σε Ελληνικά διακυβεύματα και την ζήτηση για κοινωνική πρόοδο, χωρίς, παράλληλα να αγνοεί το διεθνές γίγνεσθαι, εξαιτίας των διευκολύνσεων που παρέχουν τα νέα τεχνολογικά μέσα, και της οικονομικότερης δυνατότητας ταξιδιών.
Πολλοί θεωρούν τους Έλληνες εικαστικούς καλλιτέχνες ουραγούς σε σύγκριση με πιο ανεπτυγμένες χώρες….
Απερίφραστα, κάνουν λάθος! Έχουμε εξαιρετικούς καλλιτέχνες, και συχνά πρωτοπόρους! Σήμερα, η νεότερη γενιά Ελλήνων εικαστικών καλλιτεχνών αναζητά παρόν και μέλλον εντός και εκτός των συνόρων, απαντώντας σε Ελληνικά διακυβεύματα και την ζήτηση για κοινωνική πρόοδο. Στην γενιά αυτή δίνεται η δυνατότητα να εναρμονιστεί με την εξέλιξη της τέχνης σε διεθνές επίπεδο, αλλά και να αντλήσει από μια ποικιλία επιρροών που έλκουν την καταγωγή σε συγγενέστερες με την Ελληνική τέχνη φόρμες, όπως άρχισαν να βρίσκουν την έκφραση τους από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και εξής, όταν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της χώρας το επέτρεψαν, με ένα δεύτερο κύμα από το 2010 και μετά, όταν τα κοινωνικά διακυβεύματα το επέβαλαν.
Λέγεται συχνά πως η Τέχνη στην Ελλάδα είναι ακριβή, “άθλημα για λίγους”, που αφορά μόνο τους πλούσιους… Τι πιστεύετε;
Πρόκειται για μια σειρά παρανοήσεων που οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα. Πράγματι, ορισμένοι καλλιτέχνες νομίζουν πως κοστολογώντας ακριβά τα έργα τους φαίνονται σπουδαίοι. Στην διεθνή εμπειρία σήμερα η τέχνη απευθύνεται σε όλους, με τιμές που κλιμακώνονται από μερικές εκατοντάδες ευρώ μέχρι εκατομύρια! Σε κάθε περίπτωση όμως υπάρχουν και στην Ελλάδα εξαιρετικοί εικαστικοί της νεότερης γενιάς σε προσιτές τιμές.
Ο “εικαστικός καλλιτέχνης” είναι επάγγελμα ή λειτούργημα; Οι πωλήσεις είναι σε θέση να στηρίξουν τους καλλιτέχνες; Που οφείλεται κατά την άποψη σας αυτή η εικόνα;
“Εικαστικός καλλιτέχνης” είναι πρωτίστως ιδιότητα, μια σκληρή και δύσκολη επιλογή, προϊον μιας φυσικής κλίσης που αυτός που την έχει αδυνατεί να αγνοήσει. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο καλλιτέχνης σήμερα του προσδίδουν χαρακτηριστικά λειτουργήματος, και, συχνά, ο λανθασμένος τρόπος που τον αντιμετωπίζει η κοινωνία τον οδηγούν σε προσπάθεια βιοπορισμού διαμέσω της τέχνης που βασίζεται μόνο σε πωλήσεις. Οι πωλήσεις δεν είναι σε θέση να στηρίξουν τους καλλιτέχνες πρώτα και κύρια διότι συνολικά στν ΄χωρ της τέχνης στην Ελλάδα είναι ελάχιστες! Επιπλέον, οι Έλληνες καλλιτέχνες είναι πολλοί. Πρέπει να αναλογιστούμε πόσοι δηλώνουν εικαστικοί καλλιτέχνες για μια ποικιλία λόγων πέραν κλίσης, σπουδών, ή παραγωγή ενδιαφέροντος εικαστικού έργου, αλλά, έχουν κοινωνικούς κύκλους που τους στηρίζουν. Άλλοι πάλι, ανεξαρτήτως της ποιότητας τέχνης που παράγουν, αναλώνονται σε σπουδαιοφανείς εκζητήσεις που κάνουν το εικαστικό αποτέλεσμα δύσκολα προσβάσιμο στην συντριπτική πλειοψηφία του κοινού. Δεν έπεται ότι τα έργα τους δεν έχουν αξία, όμως είναι σαφές ότι αν καταβληθεί προσπάθεια για να είναι αποστασιοποιημένα από τα διακυβεύματα της κοινωνίας, μνημεία μισαλλοδοξίας, και ελιτισμού, δεν θα γνωρίσουν αποδοχή, δεν θα “μεταδώσουν” ποτέ το μήνυμα απο το οποίο υποτίθεται ότι εμφορούνται, και, φυσικά, δεν θα έχουν εμπορική επιτυχία. Ανάμεσα στην Σκύλα (μικρό, απαίδευτο και συχνά αδιάφορο κοινό) και την Χάρυβδη (νεποτισμός και ελιτισμός), υπάρχουν μερικές χιλιάδες αξιόλογοι νέοι εικαστικοί στην Ελλάδα! Εάν θέλουμε να ευδοκιμήσει ξανά ο Πολιτισμός στην πατρίδα μας σύντομα, είναι υποχρέωση μας να δούμε πως μπορούμε να τους υποστηρίξουμε! Και όταν λέμε να τους υποστηρίξουμε, δεν είναι πάντοτε μέσω της αγοράς των έργων τους! Κάποιες φορές είναι η θεσμική στήριξη για έργα στον δημόσιο χώρο, Χορηγίες, προγράμματα πολιτιστικής διπλωματίας, και πολλές άλλες συνηθισμένς σε όλο τον κόσμο πρακτικές, που λειτουργούν θαυμάσια τουλάχιστον τα τελευταία 40 χρόνια!
Υπάρχει θεσμική στήριξη για τους εικαστικούς καλλιτέχνες στην Ελλάδα;
Υπάρχει, αλλά δεν επαρκεί. Επίσης συχνά η θεσμική στήριξη είναι παράταιρη ή αξιοποιεί κριτήρια που δεν βρίσκουν εφαρμογή στην τέχνη σήμερα, με αποτέλεσμα συχνά να στηρίζονται άνθρωποι που παράγουν λίγο, κακής ποιότητας και μηδαμινής σημασίας έργο. Από την άλλη πλευρά οι έλληνες εικαστικοί πρέπει να κατανοήσουν ότι τα πράγματα είναι “συν Αθηνά και χείρα κίνει”. Θα πρέπει να διεκδικήσουν την στήριξη τους: δεν θα τρέξει κανείς από μόνος του να τους δώσει χρήματα, ούτε θα συμβεί κάτι με το να κλαίγονται στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ή να διαδηλώνουν. Οι ίδιοι θα πρέπει να κατεβάσουν προτάσεις σε θεσμικούς φορείς, να προτείνουν ιδέες, να δείξουν έργο, και να αγωνιστούν για να επιβάλλουν τις αλλαγές στο σύστημα που απαιτούνται ώστε να βρουν στήριξη. Θα πρέπει να αναζητήσουν συνέργειες, και να βάλουν στο παιχνίδι και άλλους κοινωνικούς εταίρους. Υπάρχουν πολλά που πρέπει και μπορούν να γίνουν. Αλλά απαιτείται εγρήγορση και σκληρή δουλειά.
Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο καλλιτέχνη να κάνει, και τι να αποφύγει;
Πρωτίστως, είναι η συνεχής και σκληρή δουλειά, η προσπάθεια για βελτίωση και η έρευνα. Η παραγωγή εικαστικού έργου είναι τρόπος ζωής! Αν για κάποιον δεν είναι, τότε μιλάμε για λάθος επαγγελματικό προσανατολισμό! Δευτερευόντως, καλό είναι, αν μπορεί, να σπουδάσει σε μια Σχολή Καλών Τεχνών. Η αλήθεια είναι ότι μπορεί να γίνει καλός καλλιτέχνης ακόμα κι αν δεν τελειώσει Καλών Τεχνών: όμως θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο και εντατικότερη προσπάθεια. Άλλωστε, καλλιτέχνης είναι αυτός που παράγει ενδιαφέροντα έργα, αφορμώμενος από καταστάσεις που βιώνει, που γίνεται κοινωνός, αναπτύσσει εναλλακτικές οπτικές γωνίες, ή επισημαίνει με γλαφυρό τρόπο προς την κοινωνία πράγματα που αυτή είτε αγνοεί σκοπίμως, είτε -όπως έχει αναφέρει παλιότερα σε μια συνέντευξη της η αγαπημένη μου ζωγράφος, Φωτεινή Χαμιδιελή “…μιλάει για εκείνους που δεν μπορούν να το κάνουν”. Καλλιτέχνης δεν είναι απαραίτητα όποιος κατέχει πτυχίο Καλών Τεχνών. Το εικαστικό έργο, όπως και κάθε μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, θα πρέπει να έχει περιεχόμενο. Η δουλειά του καλλιτέχνη δεν είναι να κατεβάζει αυτόματα ιδέες για νέα έργα. Συχνά μια διαδικασία διερεύνησης θεμάτων που τον ενδιαφέρουν βοηθά. Η εικόνα του αγαθού, πληγωμένου, απομωνομένου και κατατρεγμένου από το κοινωνικό σύνολο καλλιτέχνη, απότοκου της σύγκρουσης του με την μοχθηρή κοινωνία είναι μια ξεπερασμένη εδώ και 100 χρόνια ιδεοληψία! Οι σύγχρονοι καλλιτέχνες βρίσκονται εντελώς μες στα πράγματα και συνδιαλέγονται με την επιστήμη, την τεχνολογία, αλλά και όλες τις δυσεπίλητες δυστοπίες κατά πρόσωπο.
Τούτων δοθέντων, αφού κάποιος αποφάσισε πως θέλει να γίνει καλλιτέχνης, σπούδασε, αναζήτησε, βρήκε τον δρόμο του, και παρήγαγε έργο, σειρά έχει η ανάδειξη του ιδίου και του έργου του. Η ανάδειξη δεν είναι “δουλειά κάποιου άλλου”. Είναι κι αυτή δουλειά του καλλιτέχνη, ο οποίος ίσως δεν μπορεί να κάνει τα πάντα μόνος του και θα χρειαστεί βοήθεια, υποστήριξη, επαγγελματικές υπηρεσίες και, πιθανόν χρηματοδότηση. Και σε αυτό το ζήτημα δεν υπάρχει μονάχα ένας δρόμος προς την αλήθεια. Υπάρχουν πολλές επιλογές. Εκθέσεις, έργα στον Δημόσιο Χώρο, εικαστικές δράσεις/παρεμβάσεις, συνεργασία/συμπόρευση με άλλους καλλιτέχνες, αναζήτηση ευκαιριών εντός και εκτός χώρας, διεύρυνση της ακαδημαϊκής εμπειρίας (μεταπτυχιακά, residencies, υποτροφίες και διαγωνισμοί για συμμετοχή σε διεθνή προγράμματα, κ.α.). Σε κάθε περίπτωση απαιτείται εγρήγορση, και να “ψάχνεται” κάποιος συνεχώς. Η Τέχνη απαιτεί αγάπη, προσήλωση και σκληρή δουλειά. Το “ταλέντο” δεν αρκεί.
Πως επηρέασε κατά την γνώμη σας η πανδημία την Τέχνη; Πιστεύετε ότι το μέλλον της προβολής της τέχνης είναι ψηφιακό;
Η πανδημία εκτροχίασε την αγορά τέχνης, και θέτει επιτακτικά το ερώτημα της αναζήτησης νέων πρακτικών. Εντούτοις νομίζω ότι, ιστορικές εξελίξεις που επηρεάζουν την υφήλιο αλλάζουν τις νόρμες των σχέσεων συνδιαλλαγής, συνεπώς η αποστροφή “επιτροφή στην κανικότητα” δεν εκφράζει αυτό που θα συμβεί. Αναμενόμενο είναι να υιοθετηθούν και να παραμείνουν νέες πρακτικές και ένα εύρος νέων επιλογών. Το παρόν κάποιων μορφών τέχνης ωφελήθηκε, καθώς ο κόσμος αντιληφθηκε με μεγάλη καθυστέρηση σε χώρες όπως η Ελλάδα ότι ψηφιακές μορφές τέχνης μπορούν να είναι ομοίως αξιόλογα εργαλεία αποτύπωσης και έκφρασης όσο και τα παραδοσιακά μέσα. Σε επόμενο βήμα ίσως προκριθούν τεχνολογίες εικονικής πραγματικότητας σε διάφορα επίπεδα. Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι στην περίπτωση έργων τέχνης με απτά υλικοτεχνικά στοιχεία (για παράδειγμα, ζωγραφικής, χαρακτική, γλυπτική, installations) η φωτογραφική, βιντεοσκοπική ή εικονική ψηφιακή αποτύπωση τους δεν λειτουργει το ίδιο αποτελεσματικά όσο η εκ του σύνεγγυς θέαση και εμπερία. Είμαι βέβαιος ότι η στροφή προς ψηφιακές πλατφόρμες είναι μία θετική εξέλιξη για κάποιες μορφές τέχνης, και για την αποσπασματική προβολή / πρώτη γνωριμία ενός ευρύτερου κοινού με τις υπόλοιπες, αλλά σε πολλές περιπτώσεις δεν αντικαθιστά την αυθεντική εμπειρία.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Αυτό τον καιρό ασχολούμαι με την διοργάνωση 4 δράσεων και εκθέσεων στην Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στην Κέρκυρα. Οι προτεραιότητές μου εστιάζονται στο διαρκές project μου “Χρώμα σε νερο”, που περιλαμβάνει δράσεις με στόχο την ανάδειξη της σύγχρονης υδατογραφίας, στην ανάπτυξη μιας πλατφόρμας διαλόγου και συνεργασίας με καλλιτέχνες και καλλιτεχνικές ομάδες, για μια τέχνη με καθαρή απεύθυνση στην κοινωνία μέσω της συλλογικότητας ARC -Art Revisited Collective που ονομάζεται ΝΕΑ ΣΥΜΒΟΛΑ. Τα προαναφερθέντα projects δεν εξαντλούνται σε μία δράση ή έκθεση, η ενασχόληση μου μαζί τους είναι συνεχής και τα βήματα μας πρέπει να είναι προσεκτικά και στέρεα. Παράλληλα, στα τέλη Ιουνίου θα παρουσιάσω στην Θεσσαλονίκη σε συνεργασία με την ARC -Art Revisited Collective την δράση “ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ;” -πρόκειται για ένα εξαιρετικά πρωτότυπο εικαστικό project με στόχο την εμπλοκή του φιλότεχνου κοινού στην πορεία ανάδειξης του εικαστικού έργου. Εννοείται πως όλες οι δράσεις θα σεβαστούν τους περιορισμούς που επιβάλλει η Πολιτεία για τον περιορισμό της εξάπλωσης του νέου κορωνοϊού! Έρχονται όμορφα πράγματα, αρκεί να έχουμε την υγεία μας!
Σας ευχαριστούμε!
Εγώ!
*Το έργο στο φόντο της κεντρικής φωτογραφίας
είναι ένας πίνακας του Foti Kllogjeri, αστικό τοπίο, λάδι σε καμβά, 2019.