Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός τέχνης.
Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας το 1914. Η οικογένειά του, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Από μικρός έδειξε το ταλέντο του δημοσιεύοντας και εκθέτοντας πολλά έργα του. Από το 1929 δημοσίευε σκίτσα στην «Διάπλαση των Παίδων», τα οποία υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Ακάμας».
Το 1930, παρουσίασε ζωγραφικές τέμπερες κυβιστικής τεχνοτροπίας, οι οποίες τράβηξαν την προσοχή πολλών ανθρώπων της τέχνης. Το 1931, εξέθεσε έργα του και στο «Άσυλο Τέχνης» του Βελγίου. Από το 1931 έως το 1936, σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ, με δασκάλους τον Δημήτρη Μπισκίνη και τον Κωνσταντίνο Παρθένη.
Την ίδια περίοδο ταξίδεψε στην Ελλάδα για να μελετήσει την βυζαντινή και λαϊκή τέχνη, και έκανε σκηνογραφίες για την θεατρική παράσταση « Άλκηστις» στην «Λαϊκή Σκηνή» του Καρόλου Κουν. Από τα εφηβικά του χρόνια ήταν φίλος με τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη. Αργότερα ήρθε σε εριστική σύγκρουση μαζί του, με βασική εμμονή ό,τι εκείνη την εποχή τον είχε αντιγράψει σε πολλά.
Είναι όμως δεδομένο ότι και οι δύο είχαν τα ίδια πρότυπα και ταυτόσημο πεδίο αισθητικής έρευνας. Το 1940 παρουσίασε έργα του στην Βασιλική Ακαδημία Τεχνών (Royal Academy of Arts) του Λονδίνου. Το 1947, συμμετείχε σε ομαδική έκθεση που έγινε στην αίθουσα «Ρόμβος» μαζί με πολλούς άλλους γνωστούς συναδέλφους του (Γουναρόπουλος, Μόραλης, Αστεριάδης, Βακαλό.). Το 1950 συνεργάστηκε ως καθηγητής τεχνικών στο «Ελληνικό Σπίτι» της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Την ίδια χρονιά αποφάσισε να απομονωθεί στο σπίτι-ατελιέ του στην Δάφνη, αλλά επίσης να πάψει να εκθέτει και να πουλάει έργα του, επειδή διαφωνούσε ιδεολογικά με την εμπορευματοποίηση της τέχνης.
Το 1975, ο Ασαντούρ Μπαχαριάν τον έπεισε να παρουσιάσει έργα του στο καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο «Ώρα» στην Αθήνα, και να καταγράψει τις απόψεις του στην ετήσια έκδοση του Χρονικού της «Ώρας». Η έκθεση αυτή έκανε γνωστό τον ζωγράφο στους φιλότεχνους. Το 1977, συμμετείχε ομαδικές εκθέσεις στο Βελιγράδι και το Βουκουρέστι. Την επόμενη χρονιά (1978), η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση στην οποία παρουσιάστηκαν 311 έργα του. Ακολούθησαν μία έκθεση στο Δουβλίνο (1979) και δύο μεγάλες εκθέσεις πάλι στο κέντρο «Ώρα» (1980 και 1982). Την σειρά έργων με τίτλο «Οικοδόμοι», την παραχώρησε στην εφημερίδα «Αυγή» για ημερολόγιο που κυκλοφόρησε το 1981. Το 1982 συμμετείχε στην διεθνή έκθεση «Ευρωπάλια» στις Βρυξέλλες, και το 1983 στην Μπιενάλε της Βενετίας.
Πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1995. Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο του Βύρωνα, με την παρουσία ελάχιστων φίλων και ανθρώπων της τέχνης. Το 2001 η Ακαδημία Αθηνών τον τίμησε με έκθεση. Το 2007 εκτέθηκαν έργα του στη συλλογή «Πορταλάκη» και ακολούθησε το 2018 αναδρομική έκθεση έργων του «Τερατολογίες» στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης.
Ο Διαμαντόπουλος θεωρείται πιο «Ευρωπαίος» στο έργο του από άλλους ζωγράφους της εποχής του, αν και τον κατατάσσουν στην ελληνοκεντρική «Γενιά του Τριάντα», αφού οι αναφορές του σε ελληνικά μοτίβα και φόρμες είναι σε πολλές συνθέσεις του εμφανείς. Στο έργο του απεικόνισε την ανθρώπινη φιγούρα στο χώρο- κύρια τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου-με σχήματα περιγραφικά αδρά, «σοσιαλιστικής αύρας» και καθαρά χρώματα φορτισμένης τονικής έντασης.
Οι πίνακες του Διαμαντόπουλου διακρίνονται για την αποποίηση κάθε κλασικής έκφρασης και την παρουσίαση της ανθρώπινης μορφής με μια ιδιότυπη ποιητικότητα και ρυθμική χειρονομιακή περιγραφή που δεν εκπέμπει έντονο συναισθηματισμό αλλά μια παράδοξη τάση αποστασιοποίησης. Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας στο ύφος, ορισμένοι τεχνοκριτικοί τον συγκρίνουν με πολύ σημαντικούς ζωγράφους του μοντερνισμού. Άρθρα ιστορικών της τέχνης, εικαστικών, συγγραφέων και συλλεκτών έχουν δημοσιευτεί πολλά και διαφωτιστικά για την προσωπικότητα του, την τεχνοτροπία του, τις διενέξεις του με τον Τσαρούχη, τις πολιτικοκοινωνικές επιλογές και απόψεις του καθώς και την ηθελημένη πολύχρονη αποχή του από τα εκθεσιακά γεγονότα. Το 2005 κυκλοφόρησε βιβλίο-λεύκωμα για τον Διαμαντόπουλο με κείμενο της Πέγκης Κουνενάκη (εκ. Αδάμ).
Ο Ακαδημαικός, ιστορικός τέχνης Χρύσανθος Χρήστου έχει γράψει: Εξαιρετικός σχεδιαστής ο Διαμαντόπουλος και με ιδιαίτερη αίσθηση των δυνατοτήτων του χρώματος, δεν περιορίζεται σε καμιά φάση του στην οπτική πραγματικότητα, την οποία χρησιμοποιεί μόνο σαν αφετηρία. Ενδιαφέρεται πάντα και κατορθώνει να μας περάσει από το ειδικό στο τυπικό και από το ατομικό στο καθολικό. Η μόνιμη σχεδόν απασχόληση του με την ανθρώπινη μορφή είναι βέβαια μια αναφορά στην αρχαία ελληνική παράδοση και η έμφαση του στα θέματα του ανθρώπινου μόχθου μια απόδειξη της κοινωνικής του ευαισθησίας.
Η αρχική μου επαφή με τα έργα του έγινε στα μαθητικά μου χρόνια, όταν διοργανώθηκε στην γκαλερί «ΩΡΑ» η έκθεση του, που θεωρήθηκε μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός. Ειλικρινά με εντυπωσίασε η μεγάλη σειρά έργων του ειδικά για την ασυνήθιστη θεματογραφία του με μπετατζήδες, οικοδόμους, εργάτες, ανθρώπους γενικά της βιοπάλης με σαφές κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο. Όμως όταν είδα την αναδρομική έκθεση του στην Εθνική Πινακοθήκη το 1978 αισθάνθηκα σεβασμό, κάτι σαν ιερό δέος παρατηρώντας τις αφετηρίες και την εξελικτική προσωπική και ιδιάζουσα εκφραστική του πορεία. Ο Διαμαντόπουλος υπήρξε ένας αισθητικός σύνδεσμος της Ευρωπαικής πρωτοπορίας και της ελληνικής ιστορικής και καλλιτεχνικής συνείδησης, με δημιουργική έμπνευση από έργο του Ματίς και των «φοβιστών», όπως βέβαια την ίδια εποχή επιχειρεί το ίδιο και ο Τσαρούχης, αλλά με εμφανείς φορμαλιστικές επιρροές από το κίνημα των φουτουριστών, τις κυβιστικές φιγούρες του Πικάσσο, την χρωματολογία του Λεζέ, την αφαιρετική σχηματική του Κλέε, σε ορισμένες από τις μνημειακού τύπου συνθέσεις του. Είναι πάντως γεγονός ότι η ορφάνια, η μικρασιατική καταστροφή και η προσφυγιά επίδρασαν καθοριστικά στον παιδικό του ψυχισμό και την μετέπειτα ιδιόρρυθμη διαδρομή του. Γενικά σε όλη τη ζωή του, ειδικά στα τελευταία χρόνια, επιζητούσε την μοναχικότητα και την ανωνυμία, αν και νέος έλεγε ένθερμα: «Η ζωγραφική πρέπει να είναι έκφραση της ζωής της δικής σου και του γύρω κόσμου».