Η ομιλία του Κώστα Ευαγγελάτου για τη ζωή και το έργο του Φώτη Κόντογλου

ΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Περίληψη της ομιλίας του Κώστα Ευαγγελάτου με τίτλο: «Η λογοτεχνική και εικαστική προσφορά του Φώτη Κόντογλου (Αιβαλί 1895 – Αθήνα 1965)», που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στο εντευκτήριο της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών στην Αθήνα.

Ο Φώτης Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικρασίας το 1895. Ένα χρόνο μετά έχασε τον ναυτικό πατέρα του Νικόλαο Αποστολέλη και την κηδεμονία του ανέλαβε ο θείος του, Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου.

Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί ανάμεσα σε καράβια, ναυτικούς, εκκλησίες και ξωκλήσια βιώνοντας την μεγάλη θρησκευτική και αγιογραφική παράδοση της όμορφης πατρίδας του. Εκεί τελείωσε το Σχολαρχείο και το Γυμνάσιο το 1912. Στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη Στρατή Δούκα και μέλος ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό «Μέλισσα», το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές του. Μετά έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα το 1913, και γράφτηκε απευθείας στην Γ’ τάξη με δασκάλους τον Βικάτο, τον Γερανιώτη και τον Ροιλό.

Όταν ήταν φοιτητής στη Σχολή είχε έρθει σε επαφή με το κλίμα της Σχολής του Μονάχου. Μάλιστα είχε καταρτίσει συλλογή με έργα από γερμανικές καλλιτεχνικές εκδόσεις της ακαδημαϊκής ζωγραφικής. Η περίοδος εργασίας του τότε ως συντηρητής στο φωτογραφείο «Μπούκα και Καλιαμπέκου» στην Αθήνα επηρέασε την τεχνοτροπία του: αδρό σχέδιο, σκιοφωτισμοί, ασπρόμαυρο ζωγραφικό πλάσιμο. Το 1914 εγκατέλειψε τις σπουδές του δυσαρεστημένος από το κλίμα της Σχολής και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής και των νέων εικατικών ρευμάτων. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο εικονογράφησης σε διαγωνισμό για το βιβλίο της «Πείνας» του Κνουτ Χάμσουν.

Εργάστηκε επίσης για βιοπορισμό ως τορναδόρος και ανθρακωρύχος. Το 1917 έκανε περιηγητικά ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 ξαναπήγε στην Γαλλία. Το 1919, μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επέστρεψε στο Αιβαλί. Διορίστηκε εκεί καθηγητής στο Παρθεναγωγείο, όπου δίδασκε γαλλικά και τεχνικά. Το 1921 επιστρατεύτηκε για την Μικρασιατική Εκστρατεία και το 1922 στη δίνη της μεγάλης καταστροφής και του ξεριζωμού του μικρασιατικού ελληνισμού πήρε το δρόμο της προσφυγιάς με ένα καΐκι για την Λέσβο.

Την κομβική χρονιά για την πορεία του το 1923 διέμεινε στο Άγιο Όρος με πρόθεση να πραγματοποιήσει την επιθυμία του να καλογερέψει, που όμως έμεινε απραγματοποίητη. Το 1923 επίσης οργανώθηκε μια πρώτη έκθεση του στη Μυτιλήνη μαζί με τον Κωνσταντίνο Μαλέα και λίγο μετά η έκθεση τους μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Το 1933 έλαβε τελικά από την Σχολή Καλών Τεχνών: «Απολυτήριον γραφικής», όχι το κανονικό πτυχίο, προκειμένου να μπορεί διδάξει με αυτό στο Κολλέγιο Αθηνών ζωγραφική και ιστορία της τέχνης. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία και πολλούς αρχαιολογικούς χώρους έχοντας άριστες τεχνικές γνώσεις.

Θεματογραφικά μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, που είχε βιώσει και μελετήσει όλα τα ανατρεπτικά σύγχρονα κινήματα της τέχνης και μετά πρόσφυγας στην Ελλάδα, για βιοποριστικούς λόγους ασχολήθηκε με προσωπογραφίες. Από το 1926 και μετά οικειώθηκε τις μορφές της λαϊκής τέχνης: στην αντίληψη της φόρμας και σε ορισμένες συνθετικές λεπτομέρειες (απεικόνιση προσωποποιημένου ήλιου και φεγγαριού), (εικονογράφηση βιβλίου Παραμυθιών Μέγα).

Θαύμαζε τις φιγούρες του  Καραγκιόζη και τον λαικότροπο «ναίφ» ζωγράφο Θεόφιλο. Θεματολογικές επιδράσεις του από τον Θεόφιλο  εντοπίζονται στην απεικόνιση του Οδυσσέα Ανδρούτσου στη μεγάλη και πολυσύνθετη νωπογραφία του Δημαρχείου Αθηναίων που φιλοτέχνησε το 1928. Το 1932 τοιχογράφησε το σπίτι του οργανώνοντας τις τοιχογραφίες κατά τη διάταξη των μεταβυζαντινών εκκλησιών, ζωγραφίζοντας τον τοίχο από την οροφή μέχρι το δάπεδο και χωρίζοντας το με κόκκινες ταινίες σε τέσσερις άνισες ζώνες.

Στην περίοδο της κατοχής είχε αναγκασθεί να πουλήσει το σπίτι αυτό στα Πατήσια για τρόφιμα… Ο νέος ιδιοκτήτης όμως κάλυψε με λαδομπογιά τις νεοβυζαντινές νωπογραφίες που είχε φιλοτεχνήσει με ένα επιτελείο σημαντικών μαθητών του όπως ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Εγγονόπουλος. Ευτυχώς τμήματα της οικίας αποτοιχίστηκαν πολύ αργότερα και αφού συντηρήθηκαν εκτίθενται στη μόνιμη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης. Την περίοδο αυτή ιστόρησε τον Άγιο Νικόλαο Αχαρνών και τον Άγιο Γεώργιο της Πολυκλινικής Αθηνών. Το 1960 του απονεμήθηκε ο Ταξιάρχης του Φοίνικος. Το 1961 το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου» και το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του. Το 1965 που πέθανε αφήνοντας τεράστιο συγγραφικό και αγιογραφικό έργο τα οστά του σύμφωνα με επιθυμία του μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι της Νέας Μάκρης. Το 2014 το Αρχείο Φώτη Κόντογλου δωρήθηκε από τους εγγονούς του στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.

Με βασική θεώρηση ο Κόντογλου επιχείρησε με τον τρόπο και ουσιαστικά με την πίστη του ό,τι έκαναν οι κλασικιστές, οι ναζαρηνοί, οι νεογοτθιστές, οι νεορομαντικοί, που σε όλον τον 19ο αιώνα καλλιεργούσαν τα διάφορα ιστορικά στυλ. Και στην Ελλάδα του ύστερου 19ου αιώνα στα πλαίσια του κλασικισμού που επικρατούσε καλλιεργήθηκε και ένας ιδιότυπος βυζαντινισμός. Ο Κόντογλου θα ακολουθήσει ένα λαϊκοβυζαντινό στυλ με εμμονική αφοσίωση και φανατική αντίθεση στον μοντερνισμό τον οποίο με διατυπωμένο μένος σε κείμενα του απεχθανόταν. Η τέχνη του χαρακτηρίζεται από εικονιστική παραμόρφωση σωμάτων και προσώπων, μεταφυσικά χρώματα και φώτα, αφαιρετική γράμμωση. Μορφολογικά αλλά και ως προς την εσωτερική έκφραση ορισμένα  θυμίζουν πίνακες του ευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού.

Ο Κόντογλου καταργεί την προοπτική υπό την επίδραση της πριμιτιβιστικής (πρωτογονικής) τέχνης, αντιγράφει πιστά τα αγιογραφικά μοτίβα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης και αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον για τα χειρόγραφα. Ως πεζογράφος “μπολιασμένος” από τη γλώσσα των θαλασσινών, τα συναξάρια των αγίων κι έναν εξωτικό κοσμοπολιτισμό, ο Κόντογλου επηρέασε μεταγενέστερους πεζογράφους αποτελώντας τον πρόδρομο της γενιάς του 1930. Το θησαυρισμένο συγγραφικό έργο του εκτείνεται σε έντεκα τόμους. Χαρακτηριστικά έργα του: «Ο κουρσάρος Πέδρο Καζάς», «Βασάντα», που στην σανσκριτική διάλεκτο σημαίνει ΑΝΟΙΞΗ, «Ο Θεός Κόνανος», «Ιστορίες και περιστατικά», «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου», «Αστρολάβος» κ.α.

Ο Φώτης Κόντογλου με τον ζωγραφικό λυρισμό του χρωστήρα του και την βιωματική ποίηση των συγγραφικών αφηγήσεων του αναδείχθηκε αφυπνιστής της εθνικής συνείδησης και ζωγράφος της λειτουργικής τέχνης της Ορθοδοξίας. Η επιμονή του και ο συνειδητός βυζαντινισμός των έργων του συντέλεσε στο να είναι σπάνιο ή μάλλον αδύνατο να ιστορηθεί πλέον ένας ναός «αλλά φράγκα» όπως έλεγε. Η οικειοποίηση της αισθητικής θέσης του Φώτη Κόντογλου και της θριαμβικής επικράτησης της βυζαντινότροπης εικονογράφησης των ναών μέχρι σήμερα καθώς και των πολλαπλών θεμάτων που άπτεται για την γηγενή εκκλησιαστική παράδοση και την εξέλιξη της θρησκευτικής τέχνης χρήζει βέβαια σε βάθος αναλύσεις των συγκυριών και των αποφάσεων που την έχουν καθιερώσει.

Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, Λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης. (Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΕΛ)