Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ
O Φρανσουά Ωγκύστ Ρενέ Ροντέν γεννήθηκε στις 12 Νοέμβρη του 1840 στο Παρίσι. Από μικρός ζωγράφιζε. Στα 14 χρόνια του έγινε δεκτός στην Petite École. Στην École des Beaux-Arts, όπου μετά ήθελε να σπουδάσει, απορρίφθηκε τρεις φορές. Συνέχισε όμως με μελέτες των γλυπτών της κλασικής αρχαιότητας.
Σε ηλικία 18 ετών άρχισε να εργάζεται στο Παρίσι. Τέσσερα χρόνια αργότερα όμως, ο θάνατος της αδελφής του Μαρί, τον τραυμάτισε ψυχικά και τέθηκε υπό θεραπευτική παρακολούθηση. Ευτυχώς ο πατέρας του αναγνώρισε το ταλέντο του στη γλυπτική παρά τις συνεχιζόμενες αμφισβητήσεις.
Από το 1864 που γνωρίστηκαν η Ροζ Μπερέ υπήρξε η σύντροφός του και πόζαρε για πολλά γλυπτά του. Το 1875 ταξίδεψε στην Ιταλία όπου επηρεάστηκε καθοριστικά από τα έργα του Μιχαήλ Αγγέλου. Την ίδια περίοδο δημιούργησε την μεγάλη σύνθεση «Εποχή του Χαλκού» που εκτέθηκε το 1877. Το 1880 του ανατέθηκε να διακοσμήσει την πύλη του Μουσείου Καλών Τεχνών. Για το μνημειακό έργο, που ονομάστηκε «Οι Πύλες της Κόλασης», ο Ροντέν βασίστηκε στην ποιητική «Θεία Κωμωδία» του Δάντη. Στα τέλη του 1880 η κατασκευή του μουσείου εγκαταλείφθηκε, όμως ο Ροντέν συνέχισε να επεξεργάζεται περιοδικά την μεγαλόπνοη σύνθεση. Αναπαραστάσεις και στοιχεία της αποτέλεσαν τη βάση για τα δημοφιλέστερα έργα του, όπως «Σκεπτόμενος», οι «Πρόκριτοι του Καλαί» και το «Φιλί» που σηματοδοτούν την υπέρτατη έκφραση της εσωτερικότητας στη σύγχρονη ρεαλιστική της αποκρυστάλλωση.
Το 1881 ο Ροντέν επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο. Παρόλο είχε μελετήσει τα γλυπτά μάρμαρα από τις μετώπες του Παρθενώνα μέσα από βιβλία, μεταγενέστερα αντίγραφα και κάποια αριστουργηματικά πρωτότυπα στο Λούβρο, η καταλυτική επίδρασή τους σημάδεψε τα μελλοντικά του εμβληματικά έργα. Τα γλυπτά του Παρθενώνα φαίνεται πως του δίδαξαν τη δύναμη της εσωτερικής έκφρασης και το πώς ένα άψυχο υλικό μπορεί να μετατρέπεται σε επιθυμία και σάρκα που πάλλεται και σφύζει από ζωή. Η δύναμη της εικόνας του σώματος των «λαβωμένων» αγαλμάτων τον οδήγησε στο να αφαιρέσει μέλη από τα δικά του έργα και να εισάγει ένα νέο είδος σύγχρονης τέχνης: τον ακέφαλο κορμό. Το κάλλος, η αρμονία και η φυσικότητα τους αιχμαλώτισαν την σκέψη και τη δημιουργική ματιά του σε τέτοιο βαθμό ώστε αργότερα να πει: «Λατρεύω τα αρχαιοελληνικά γλυπτά. Ήταν και θα είναι για πάντα οι δάσκαλοί μου.»
Το 1882 αναπληρώνοντας τον δάσκαλο γλυπτικής Αλφρέντ Μπουσέ γνωρίστηκε με την νεαρή σπουδάστρια Καμίλ Κλοντέλ, η οποία σύντομα έγινε άξια μαθήτρια, μοντέλο, συνεργάτιδα και ερωτική σύντροφος του, αν και ουδέποτε εγκατέλειψε την σύντροφο του Ροζέ Μπερέ. Η πολυτάλαντη Κλοντέλ (1864-1943), υπήρξε σημαντική πηγή έμπνευσης για τον Ροντέν μέχρι το 1898, οπότε διακόπηκε η θυελλώδης σχέση τους με τεράστιες επιπτώσεις στην ήδη διαταραγμένη ψυχική υγεία της και τον άδοξο εγκλεισμό της χρόνια μετά σε ψυχιατρικό άσυλο.
Το 1891 ο Ροντέν ανέλαβε την δημιουργία ενός μνημείου για τον μεγάλο συγγραφέα Μπαλζάκ. Για το έργο εργάστηκε συνολικά επτά χρόνια. Το 1898 ο ανδριάντας εκτέθηκε δημόσια, όμως η αρνητική υποδοχή του από κριτικούς και κοινό οδήγησε τον Ροντέν να το αποσύρει και να το κρατήσει στο ατελιέ του απαγορεύοντας τη δημόσια έκθεση του. Ο Μπαλζάκ του όμως θεωρήθηκε πολύ σπουδαίος από τους μοντερνιστές και χυτεύσεις του στήθηκαν μεταθανάτια τόσο στο Παρίσι, όσο και στην Νέα Υόρκη. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Rοdin είναι αναγνωρισμένος πλέον ως ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες του αιώνα, έχοντας στο εργαστήριο του πολλούς εξειδικευμένους βοηθούς.
Στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού σημαντικό τμήμα της αφιερώθηκε στα έργα του.
Το 1908 ο Ροντέν μετακόμισε στο Hotel Biron, που έμεναν και άλλοι καλλιτέχνες, όπως ο Ανρί Ματίς. Όταν το 1912, το Γαλλικό κράτος προσχεδίαζε την κατεδάφιση του ξενοδοχείου ο Ροντέν έπεισε την κυβέρνηση να διατηρηθεί το κτήριο με αντάλλαγμα την δωρεάν παραχώρηση όλων των έργων του. Αργότερα, το Biron μετατράπηκε στο περίφημο MUSEE RODIN. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου o Rodin κατέφυγε στο εξοχικό του στη Μεντόν. Σημειωτέον ότι εκεί από το 1900 είχε ιδρύσει μουσείο με πολλά αρχαία έργα τέχνης που είχε συλλέξει. Συνέχισε να δουλεύει, μέχρι που υπέστη εγκεφαλικό τον Ιούλιο του 1916. Το 2017 παντρεύτηκε την ισόβια σύντροφό του Ροζ Μπερέ. Στις 17 Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς αποβίωσε περιστοιχισμένος από θαυμαστές του.
Στην πρώτη εκπαιδευτική διαμονή μου στο Παρίσι το 1981 είδα συνθέσεις του στους κήπους του Κεραμεικού στο Λούβρο και άρχισα συστηματικές επισκέψεις στο Μουσείο Ροντέν και τους κήπους του, όπου δεσπόζουν στο περιβάλλον τα διάσημα και ανυπέρβλητα γλυπτά του. Εκεί είχα την δυνατότητα να εντρυφήσω στην προσωπικότητα και το ιδιοφυές έργο του. Με συγκίνηση έμαθα ότι διέσωσε πολλά από τα αριστουργηματικά έργα της Κλωντέλ που εκτίθενται μόνιμα σε πτέρυγα του Μουσείου. Επίσης με εντυπωσίασε η συλλεκτική του ιδιότητα και το έργο του Βαν Γκόγκ που είχε πρώιμα συμπεριλάβει στη συλλογή του με ιμπρεσσιονιστές και τους πρώτους μοντερνιστές καλλιτέχνες της εποχής του. Η κυριολεκτικά πολυδιάσταση προσωπικότητα του είχε άπειρες πτυχές. Αν και πόζαρε συχνά για φωτογραφίες κρατώντας σφυρί και καλέμι, στην πραγματικότητα δεν σκάλιζε ποτέ ο ίδιος το μάρμαρο. Όποτε ήθελε να δημιουργήσει μαρμάρινα αγάλματα, ανέθετε σε κάποιον λιθοξόο να αντιγράψει το μοντέλο από πηλό σε μάρμαρο και επέβλεπε την διαδικασία με αυστηρότατη προσοχή. Προτιμούσε να δημιουργεί προπλάσματα από πηλό και στη συνέχεια να χρησιμοποιεί εκμαγεία για να ολοκληρώσει τα γλυπτά του, είτε με γύψο, είτε με χαλκό. Ο Ροντέν δημιουργούσε αποσπασματικές μορφές, δεκάδες χέρια, πόδια και κεφάλια εμπνευσμένα από σπαράγματα και ρεαλιστικούς κορμούς. Ήθελε να φαίνονται τα σημάδια από το καλούπωμα και τα δακτυλικά αποτυπώματα του. Ο Ροντέν που είχε συνεργαστεί με τον ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε, που για χρονικό διάστημα ήταν ο γραμματέας του, υπήρξε και σημαντικός φιλόσοφος της αισθητικής, όπως δηλώνει η συγγραφική του «Διαθήκη». Γράφει σε αυτή ανάμεσα σε πολλές διαπιστώσεις και προτροπές: «Ο πραγματικός καλλιτέχνης εκφράζει πάντοτε αυτό που σκέπτεται διακινδυνεύοντας να ανατρέψει όλες τις καθιερωμένες αξίες».
Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης
(Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Art and Business της εφημ. ΑΞΙΑ)