Ο εικαστικός Γιώργος Δρίτσας γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Τα έργα του καλλιτέχνη, πραγματεύεται σύγχρονες εικόνες, σύγχρονους ανθρώπους. Καθημερινές σκηνές, άμεσες, γνωστές σε όλους, με πρωταγωνιστές απλούς ανθρώπους που προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον που μέρα με τη μέρα καταστρέφεται και χάνεται απειλώντας την ύπαρξή τους.
Προκειμένου να μην αναπνεύσουν τον αποπνικτικό, μολυσματικό αέρα, οι φιγούρες στα έργα του Γιώργου Δρίτσα φορούν gas masks, οι οποίες έχουν εντρυφήσει στη ζωή τους, στη μουσική που ακούν, στον τρόπο που μετακινούνται, στη θρησκεία τους όντας πλέον απαραίτητες για την επιβίωσή τους. Η αναζήτηση της ελευθερίας ίσως κρίνεται μάταια καθώς οι άνθρωποι φαίνονται απολύτως εξοικειωμένοι με αυτό που τους συμβαίνει και ίσως και να έχει αναχθεί σε συνήθεια αυτός ο τρόπος ζωής. Ίσως πρόκειται για ανάγκη προστασίας, ίσως είναι μόδα, ίσως είναι φόβος και όχι πραγματική ανάγκη ή είναι απελπισία. Σημασία έχει ότι είναι παρούσα.
Η εικαστική γλώσσα ταιριάζει απόλυτα με τη θεματική του έργου του καλλιτέχνη. Αναπαραστατικές μορφές και σαφής χώρος, χρώμα σε τόνους ήπιους που καθιστούν μυστηριακό το περιεχόμενο, όχι όμως με απόλυτο τρόπο καθώς ο καλλιτέχνης συνδυάζει τόσο την αυστηρή όσο και την πιο αφηρημένη απόδοση προσδίδοντας κίνηση και ζωντάνια στις εικονιζόμενες μορφές. Το επιβλητικό στοιχείο εναρμονίζεται με το εύθραυστο του χαρακτήρα που εκπέμπουν οι εικονιζόμενοι μέσα από αυτό το συνδυασμό του πιο αυστηρού σχεδίου σε συνάρτηση με την αφηρημένη ζωγραφική. Οι λεπτομέρειες και το πλάσιμο της σάρκας ταυτοποιεί τους εικονιζόμενους παρά το γεγονός ότι δεν διαφαίνονται τα πρόσωπά τους. Το χρώμα συμβάλλει στο πλάσιμο των μορφών λειτουργώντας βοηθητικά προς το σχέδιο και αναδεικνύοντάς το. Τέλος, η κινησιολογία των μορφών είναι αυτή που τις καθορίζει μέσα στα έργα, κινήσεις ανάλαφρες και άλλες φορές έντονες όπως και το περιεχόμενο.
Τα έργα είναι πραγματικά δυνατά και περνούν ένα μήνυμα ηχηρό που δεν πρέπει να αγνοηθεί. Που οδηγείται η ζωή μας και από ποιον; Ζούμε πραγματικά ή η ζωή μας είναι μια μάζα από συνήθειες; Έχουμε πραγματική υπόσταση ή ο χαρακτήρας μας είναι απλά αδιάφορος; Σε δεύτερο επίπεδο το συνολικό έργο λειτουργεί και ως μια υπενθύμιση για το πώς πρέπει να ζούμε. Ζούμε εις βάρος ενός κόσμου που αλλοιώνεται μονίμως και αναμένουμε να μην μας επηρεάσει; Αυτό δεν είναι δυνατόν όταν εμείς είμαστε οι καταστροφείς του. Θα πρέπει να ζήσουμε με τις συνέπειες, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να φιμωθούμε από μια μάσκα που ακυρώνει την ύπαρξή μας και κρύβει το πρόσωπό μας, την εξωτερίκευση των συναισθημάτων μας.