Η διαμεσολάβηση ως επίλυση συγκρούσεων συναντάται ήδη στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και σε άλλους πολιτισμούς. Θεσμοθετείται με αυστηρή δομή στην Αμερική κατά τη δεκαετία του ΄60 και στην Ευρώπη τη δεκαετία του ΄80. Στην Ελλάδα εισάγεται με το Ν.3898/2010 και με το Ν.4812/2018 καθίσταται υποχρεωτική ως προσπάθεια επίλυσης για ορισμένες υποθέσεις.
Πρόκειται για μια άτυπη εξωδικαστική διαδικασία εναλλακτικής επίλυσης μιας διαφοράς, στην οποία μπορούν να προσφύγουν αντίδικοι πριν και κατά τη διάρκεια μιας δικαστικής διαδικασίας, που διακόπτεται, ενθαρρύνοντας τα μέρη, να καταλήξουν σε συμφωνία.
Με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να επιλυθούν οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου, εφόσον τα μέρη διαθέτουν την εξουσία του αντικειμένου της διαφοράς (άρθρο 2 του νόμου 3898/2010).
Ο διαμεσολαβητής είναι ένας ανεξάρτητος μεσολαβητής, με ειδική κατάρτιση, διαπιστευμένος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο οποίος δεν εκδίδει απόφαση, αλλά βοηθά τα συμβαλλόμενα μέρη στην επίτευξη μιας συμφωνίας, που να ικανοποιεί τα συμφέροντα αμφοτέρων, με επιθυμητό στόχο την ειρηνική διατήρηση της σχέσης τους στο μέλλον. Είναι ένας υπεύθυνος άνθρωπος, με ιδιαίτερες ικανότητες και δεξιότητες και κυρίως με αγάπη για αυτό που κάνει.
Ακόμη και αν η εύρεση κοινής λύσης δεν καθίσταται εφικτή, η όλη διαδικασία μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μελλοντικές διαπραγματεύσεις με καλύτερους όρους.
Η διαδικασία ολοκληρώνεται στο συντομότερο δυνατό χρόνο, είναι δε απόλυτα εμπιστευτική. Η συμφωνία μπορεί να αποτελέσει εκτελεστό τίτλο, δηλαδή να έχει ισχύ απόφασης δικαστηρίου.
Οι συμμετέχοντες σε μια διαμεσολάβηση καλούνται να υπερβούν τυχόν αρνητικά συναισθήματα και να εστιάσουν με συνεργατική διάθεση στην εύρεση της λύσης, που δεν αφήνει νικητές και νικημένους αλλά εξυπηρετεί τα συμφέροντα όλων.
Ένας τέτοιος θεσμός που αποτελεί δείγμα υψηλής στάθμης πολιτισμού και κουλτούρας, δεν θα μπορούσε παρά να σηματοδοτεί την αφετηρία του στον χώρο της Παιδείας.
Σύμφωνα με εγκυκλίους του Υπουργείου Παιδείας καθιερώνεται η διαμεσολάβηση ως διαδικασία επίλυσης συγκρούσεων και εντάσσεται στο Πλαίσιο οργάνωσης σχολικής ζωής ως καλή πρακτική, για την αντιμετώπιση παραβατικής συμπεριφοράς.
Εγκύκλιος για την πρόληψη της βίας και επιθετικότητας μεταξύ μαθητών Αρ.Πρωτ.18890/Γ2/14-02-2011/ΥΠΔΒΜΘ, άρθρο 30 Πλαίσιο οργάνωσης σχολικής ζωής Αρ. Πρωτ. 10645/ΓΔ4/22-1-2018 (Β΄120) ΥΠΕΘ.
Η Σχολική Διαμεσολάβηση είναι µια διαδικασία, µέσα από την οποία επιδιώκεται να επιλυθούν με ειρηνικό τρόπο συγκρούσεις, εντάσεις και οχλήσεις μεταξύ μαθητών σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
Τηρούνται οι ίδιες βασικές αρχές και η δομή, απλοποιείται ο τρόπος εφαρμογής της. Υλοποιείται από ομάδα ειδικά εκπαιδευμένων μαθητών-διαμεσολαβητών.
Η διαδικασία είναι εκούσια και μπορεί να αντικαταστήσει εναλλακτικά το πειθαρχικό σύστημα του σχολείου, γιατί προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή στην εύρεση λύσης και την απόφαση για αλλαγή συμπεριφοράς.
Τα οφέλη που αποκομίζουν οι μαθητές από την όλη διαδικασία δεν αφορούν μόνο στην προσωπική τους ανάπτυξη και ενδυνάμωση, αφού καλλιεργούνται δεξιότητες, όπως η ενσυναίσθηση, η ενεργητική ακρόαση, ο εποικοδομητικός διάλογος, η ανάπτυξη υπευθυνότητας, αυτοεκτίμησης και σεβασμού στην οπτική του άλλου, η ικανότητα διαχείρισης συγκρούσεων. Τα οφέλη γίνονται αισθητά και στη σχολική κοινότητα, καθώς αναπτύσσεται ένα θετικό κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης.
Συνήθως τα παιδιά φτάνουν εύκολα και γρήγορα σε μια κοινή αναζήτηση λύσης.Όπως ισχύει και στους ενήλικες, είναι δυνατό να πετύχει, όπως και να αποτύχει μια συμφωνία, παρόλ’ αυτά δεν παύει να αποτελεί ένα πρώτο βήμα για μια μελλοντική συμφιλίωση. Προϋπόθεση αποτελεί η καταλληλότητα του διαμεσολαβητή, καθώς και η υπευθυνότητα των μερών, που αποφασίζουν οι ίδιοι για την πορεία τους στο μέλλον.
Αναστασία Κύρου, καθηγήτρια Γερμανικών, διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ηλεκτρονική επίλυση διαφορών, σχολική διαμεσολάβηση.