Η Γλώσσα των Ζωικών Οργανισμών

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail:[email protected]

Στον φυσικό κόσμο, η έννοια της γλώσσας είναι βασικά ταυτισμένη με τον άνθρωπο, το κυρίαρχο ον του Πλανήτη Γη. Και όχι άδικα. Εξάλλου, άλλο έμβιο ον, πέρα του ανθρώπου, δεν κατάφερε ποτέ να αναπτύξει κάποιο συγκροτημένο επικοινωνιακό σύστημα το οποίο να οδήγησε στην δημιουργία οργανωμένων κοινωνιών με συνοχή και συνεκτικότητα σε βάθος χρόνου. Τι γίνεται όμως με τα ζώα; Είναι άλλωστε και αυτά ζωντανοί οργανισμοί που επιτελούν βιολογικές λειτουργίες όπως ο άνθρωπος. Μήπως διαθέτουν και αυτά την δική τους ιδιαίτερη γλώσσα; Βεβαιότατα. Αρκεί να αναγνωριστούν τα σημάδια της.

Ως γλώσσα στα ζώα νοούνται τα επιφωνήματα που αυτά παράγουν, τα οποία ενίοτε είναι ίδια, αλλά κατά περίσταση περνούν διαφορετικά μηνύματα. Ας πάρουμε το παράδειγμα της γάτας, η οποία χρησιμοποιεί ως επικοινωνιακό μέσο το νιαούρισμα. Όλοι μας λογικά θα έχουμε προσέξει γάτες που νιαουρίζουν όχι απλά σε διαφορετικές χρονικές φάσεις, αλλά πολύ περισσότερο και σε διαφορετικούς τόνους. Για παράδειγμα, μια ευχαριστημένη γάτα νιαουρίζει χαμηλόφωνα, σύντομα και επανειλημμένα με ενδιάμεσες παύσεις. Σε περίπτωση απειλής όμως, το νιαούρισμα ηχεί δυνατότερα, κρατάει περισσότερο και αυξομειώνεται. Δεν είναι όμως μόνο το νιαούρισμα, είναι και αυτά που το συνοδεύουν κατά περίσταση που διαφέρουν. Στην περίπτωση της χαράς ακούμε συνήθως ένα γουργουρητό, ενώ του φόβου ή του θυμού έναν χαρακτηριστικό ήχο σαν βαριά προφορά του γράμματος «χ» που «ξύνει» τον ουρανίσκο. Τα ίδια ισχύουν μέσα σε άκρες και αναφορικά με το γάβγισμα του σκύλου (κούνημα ουράς για την ευχαρίστηση και επίδειξη κυνοδόντων μπροστά σε απειλές), το αγρίεμα του λιονταριού (ηχηρότερο όταν ελλοχεύουν κίνδυνοι και σιγανότερο σε άλλες φάσεις), το κελάηδισμα του πουλιού (δυνατό για να προειδοποιήσει άλλα πουλιά για επερχόμενους κινδύνους και ήπιο σε κατάσταση νηφαλιότητας) κ.τ.λ.

Βλέπουμε λοιπόν τις έννοιες «φωνητική – μη φωνητική επικοινωνία» να υφίστανται και μεταξύ των ζώων και να εκφράζονται με τρόπο μοναδικό από καθένα είδος ανάλογα με τις καταστάσεις που αντιμετωπίζει και τα συναισθήματα που βιώνει. Ακόμα και τα σύντομα παραγόμενα επιφωνήματα είναι ένα -άτυπο πιθανώς- είδος γλώσσας. Σπουδαίο δείγμα γλωσσικής -ειδικότερα συναισθηματικής- νοημοσύνης είναι επίσης το γεγονός ότι, παρόλο που δεν καταλαβαίνουν τι τους λένε οι άνθρωποι, τα ζώα ψηλαφίζουν πάντα ορθώς το περιεχόμενο των μηνυμάτων που λαμβάνουν. Διακρίνεται αυτό μέσα από τις αντιδράσεις τους, όταν για παράδειγμα ένα κουταβάκι ακούει το αφεντικό του να υψώνει τον τόνο της φωνής κοιτάζοντας προς το μέρος του, επομένως ενστικτωδώς διαπιστώνει πως έκανε κάτι το απρεπές και σκύβει το κεφάλι σε ένδειξη μεταμέλειας. Από την άλλη, ορισμένα ζώα, ιδίως τα σκυλιά, καταλαβαίνουν σχεδόν αμέσως κάποιες εντολές που δέχονται, διότι αυτές εντάσσονται στην εκπαίδευσή τους, ώστε να μάθουν να πειθαρχούν και να ανταπεξέρχονται. Έτσι, όταν ένας σκύλος οποιασδήποτε ράτσας σπεύδει για να φέρει πίσω στον ιδιοκτήτη του το μπαλάκι που αυτός του πετά, δείχνει με έναν τρόπο μη φωνητικό πως υποσυνείδητα έχει συλλάβει και επεξεργαστεί τη φωνητική, συγκεκριμένα λεκτική εντολή που έχει δεχθεί. Πόσο εκπληκτικό το ότι άνθρωποι και ζώα είναι σε θέση να επικοινωνήσουν παρά τους κατά πολύ διαφορετικούς γλωσσικούς κώδικες που χρησιμοποιούν.

Οι γλωσσικοί κώδικες που χρησιμοποιούνται από τους ζωικούς οργανισμούς των οικοσυστημάτων δεν θα μπορούσαν βεβαίως να ήταν απόντες από τα ερευνητικά ενδιαφέροντα της Επιστήμης της Γλωσσολογίας. Τα πεδία των οποίων αποτελούν αντικείμενα μελέτης είναι κυρίως η Φωνητική-Φωνολογία, ενίοτε και η Σημασιολογία-Πραγματολογία. Παρόλο που μπορεί να μοιάζει κάπως απλοϊκό όλο αυτό, δεν είναι καθόλου. Στην πραγματικότητα έχει πολύ μεγάλη σημασία να είναι κανείς σε θέση να αποδώσει με ακρίβεια τους τρόπους με τους οποίους παράγονται τα επιφωνήματα των ζώων αλλά και να αναγνωρίζει τους τόνους αυτών και τι σημαίνει κάθε φορά η χαμηλή ή υψηλή έντασή τους. Σε αυτό το επίπεδο μοιάζουν πολύ οι ζωικοί γλωσσικοί κώδικες με την ανθρώπινη γλώσσα. Πολλές φορές, το πώς λέμε κάτι έχει μεγαλύτερη σημασία και από αυτό που λέμε, δηλαδή το περιεχόμενό του καθαρά. Μια κουβέντα που απαρτίζεται από τις ίδιες ακριβώς λέξεις μπορεί να αποκτήσει εντελώς διαφορετικό σημασιολογικό φορτίο με τις κατάλληλες αναπροσαρμογές του ύφους και του τόνου φωνής. Ομοίως ένα νιαούρισμα, ένα γάβγισμα, ένα γρύλισμα κλπ. εκδηλώνουν εντελώς διαφορετικές στάσεις ανάλογα με το ύφος, τον τόνο και την ένταση της φωνής του ζώου. Εξαίρεση σε όλα αυτά αποτελούν συγκεκριμένες υποκατηγορίες επικοινωνίας των ζώων, π.χ. μια γάτα που γουργουρίζει εκδηλώνει οπωσδήποτε θετική διάθεση και ένας σκύλος που γρυλίζει μέσα από τα δόντια του δείχνοντάς τα κρατά αδιαμφισβήτητα επιθετική στάση.

Η γλώσσα των ζώων είναι πολυδιάστατη. Φαινομενικά δείχνει σαν τίποτα περισσότερο από απλούς ήχους. Ωστόσο, αν κανείς εμβαθύνει στο ζήτημα, συνειδητοποιεί πως είναι μια γλώσσα που υποκρύπτει μηνύματα και αλήθειες. Όλα αυτά φυσικά δεν εκφράζονται σε καμία περίπτωση με την ακρίβεια και τη συνοχή της ανθρώπινης γλώσσας. Δεν παύει πάραυτα να είναι ένα σύστημα άξιο μελέτης και έρευνας. Γεννά έτσι νέα ερωτήματα προς διερεύνηση, λ.χ. «Συνεννοούνται ουσιαστικά τα ζώα μεταξύ τους;» ή «Πώς επιτυγχάνουν την οργάνωσή τους οι αγέλες χωρίς ενιαία συστήματα επικοινωνιακών αρχών και κανόνων;». Σε αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα έχουν δοθεί και συνεχίζουν να δίδονται απαντήσεις εμπειρικά αλλά και μέσα από σχολαστικότερες μελέτες.