Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης.
Ο Βασίλειος Γεωργανάς (Ιθακήσιος) γεννήθηκε στο Ακρωτήρι της Μυτιλήνης περί το 1878. Υιοθέτησε αργότερα το «Ιθακήσιος» από την καταγωγή του παππού του Βασίλειου που ζούσε στην Ιθάκη.
Ήταν το έκτο από τα επτά παιδιά της οικογένειας και ο πατέρας του, ο οποίος ναυπηγούσε πλοιάρια, τον προόριζε για τεχνίτη πλοίων. Εκείνος όμως προτιμούσε να ζωγραφίζει τα πλεούμενα που παρατηρούσε και αγνάντευε στο πέλαγος αντί να τα κατασκευάζει. Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον ζωγράφο Λουκά Γεραλή, όπου έμαθε τα βασικά περί ζωγραφικής εκ του φυσικού και για την φωτογραφική τέχνη. Από το 1896-99 σπούδασε στο Πολυτεχνείο (ΑΣΚΤ) κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα και τον Γεώργιο Ροιλό.
Τις σπουδές του ολοκλήρωσε με υποτροφία στην Αμβέρσα. Το 1901 εγκαταστάθηκε στην Σμύρνη, όπου και καταπιάστηκε με ποικίλα ζωγραφικά θέματα. Ως τα σαράντα του χρόνια είχε κερδίσει την εκτίμηση και τον θαυμασμό του καλλιτεχνικού κόσμου της Σμύρνης και οι εκθέσεις του είχαν μεγάλη επιτυχία. Ανάμεσα στους διακεκριμένους πολίτες της Σμύρνης, στενός του φίλος ήταν ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, του οποίου φιλοτέχνησε το πορτρέτο. Λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση του έργου, ο Μητροπολίτης σφαγιάστηκε από τους Τούρκους. Το 1922, την ημέρα της καταστροφής της Σμύρνης, ο Ιθακήσιος κατάφερε να διαφύγει, διασώζοντας από τα πολυάριθμα έργα που είχε δημιουργήσει μόνο το πορτρέτο της μητέρας του.
Πρόσφυγας πλέον στην Αθήνα γνωρίστηκε με φυσιολατρικούς συλλόγους και τον Οδοιπορικό Σύνδεσμο έχχοντας τη δυνατότητα να περιοδεύει και να μελετά στην ύπαιθρο χώρα. Το 1923 εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά ζωγραφίζοντας γνωστές και άγνωστες περιοχές του Αίνου, τοπία του κόλπου του Αργοστολίου και άλλων περιοχών και χωριών του νησιού καθώς και της προγονικής του Ιθάκης. Ομολογουμένως απέδωσε απαράμιλλα με χρωματική ευαισθησία και φίνο ρεαλισμό τα Κεφαλονίτικα τοπία.
Ταξίδευε συνεχώς σε διάφορα μέρη της Ελλάδας αποτυπώνοντας στον καμβά τις ομορφιές της ελληνικής φύσης. Τον κατέκτησαν τελικά τα μαγευτικά τοπία, οι ήρεμες παραλίες και τα θερινά ακρογιάλια και τα ψηλά βουνά, με ιδιαίτερη αδυναμία στο βουνό των «θεών», τον Όλυμπο. Από το 1928, επί είκοσι χρόνια επέλεξε να μένει κάθε Καλοκαίρι στον Όλυμπο, μέσα σε μια σπηλιά, που του υπέδειξε ο Χρήστος Κάκκαλος, ο Λιτοχωρίτης, ο οποίος είχε ανέβει πρώτος στην κορυφή του Ολύμπου.
«Εδώ ούτε το χιόνι πιάνει, ούτε το νερό στέκεται» του είπε ο Κάκκαλος και ο Ιθακήσιος εγκαταστάθηκε εκεί, για να περάσει 20 δημιουργικά καλοκαίρια. Η θρυλική σπηλιά του βρισκόταν σε υψόμετρο 1840 μέτρων περίπου, κοντά στην χαράδρα του Ενιπέως και πάνω από την Μονή του Αγίου Διονυσίου. Ο Ιθακήσιος ζωγράφιζε εκεί ως γνήσιος καλλιτέχνης. «Την υγεία και την αντοχή που έχω μέχρι σήμερα, την χρωστάω στον Όλυμπο», δήλωσε το 1976. Την σπηλιά του ονόμασε «Άσυλο των Μουσών» γιατί εκεί είχε τις καλύτερες εμπνεύσεις του. Στα τοιχώματα της είχε ζωγραφίσει τις εννέα μούσες και είχε γραμμένα τα ονόματά τους. Πολλά γράμματα διακρίνονται ακόμη. Περπατούσε πολύ, παρατηρούσε, σχεδίαζε και ζωγράφιζε. Συχνά δεχόταν εκεί άλλους καλλιτέχνες, εξερευνητές, βοτανολόγους, συγγραφείς, δημοσιογράφους, απλούς ορειβάτες και πελάτες, ιδιαίτερα ξένους που στέκονταν για να θαυμάσουν το παράξενο εξοχικό κατάλυμα, που οι σημερινοί ορειβάτες αποκαλούν «Σπηλιά του Ιθακήσιου».
Το 1935 εκτέθηκαν στην Αθήνα έργα του με ελληνικά τοπία στην αίθουσα του «Παρνασσού». Το αθηναϊκό κοινό εντυπωσιάστηκε με τον ιδιαίτερο τρόπο που ο ζωγράφος αποκρυστάλλωνε με ακρίβεια την ομορφιά της φύσης, τα γραφικά χωριά και ειδικά τα ιδιόμορφα τοπία του Ολύμπου. Αποκάλυπτε το σκληρό βραχώδες και απόκρημνο τοπίο του υψηλότερου βουνού λουσμένο στο απαλό φως της αυγής ή στην καταχνιά του απόβραδου και στην αλλαγή των εποχών. Ο συγκρατημένος ιμπρεσιονισμός του σε συνδυασμό με ακαδημαϊκά στοιχεία και φυσική ευαισθησία στην χρήση της φωτοσκίασης, είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη μιας καθάριας ποιητικής ατμόσφαιρας που χαρακτηρίζει το σύνολο των συνθέσεων του.
Το 1936, ο Ιθακήσιος υπέβαλε στο Α’ Πανελλήνιο Ορειβατικό Συνέδριο μερικές προτάσεις για την προστασία του Όρους των θεών, το οποίο είχε ήδη αρχίσει να πλήττεται από την ανεξέλεγκτη βόσκηση και τις πυρκαγιές, ενώ εξέθεσε τις ιδέες του για την τουριστική του ανάπτυξη. Έδωσε έμφαση στην αποκατάσταση των πληθυσμών της άγριας αίγας και των ζαρκαδιών, τα οποία ήταν ήδη υπό εξαφάνιση και πρότεινε να αναδειχθεί η θέση Σταυρός, ώστε να γίνει ελκυστική για τους επισκέπτες. Σήμερα, εκεί υπάρχει ένα από τα εννέα καταφύγια του Ολύμπου που ιδρύθηκε το 1969. Ασχολήθηκε ακόμα με το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε το Λιτόχωρο με τα έλη, κατάσταση που εμπόδιζε την επένδυση σε τουριστικές επιχειρήσεις, απαραίτητες για την ανάπτυξη της περιοχής.
Όμως οι Γερμανικές δυνάμεις κατοχής τον έδιωξαν από την σπηλιά του, ενώ εξαφάνισαν πολλούς από τους πίνακές του και ένα ημερολόγιο το οποίο ενημέρωνε για τις δράσεις του τον πρώτο καιρό της εγκατάστασής του.
Πέθανε στην Αθήνα το 1977, κοντά στα 100 του χρόνια. Ζούσε στο Γηροκομείο Αθηνών, τους τοίχους του οποίου κοσμούσαν τα εναπομείναντα έργα του τα οποία είχε δωρίσει στο ίδρυμα, όπου διέμενε δωρεάν. Τα ελληνικά τοπία και κύρια οι κορυφές του Ολύμπου του έδιναν οπτική ανάταση. Όταν όμως δεν μπορούσε πλέον να ζωγραφίζει, έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Ο διευθυντής του Γηροκομείου κανόνισε με την συνδρομή του στρατού, να κάνει μία πτήση με ελικόπτερο πάνω από τον αγαπημένο του Όλυμπο και καθώς περίμενε αυτή την εκδρομή, το ηθικό του είχε αναπτερωθεί. Ο γιατρός του όμως δεν επέτρεψε αυτό το ταξίδι και το ίδιο βράδυ, ο Ιθακήσιος κατά την κύρια εκδοχή, ντυμένος με την ορειβατική στολή του προσπάθησε να φύγει από το Γηροκομείο. Δρασκελίζοντας όμως το παράθυρο έπεσε και χτύπησε άσχημα, με συνέπεια να πεθάνει την επόμενη μέρα.
Έργα του βρίσκονται στη Συλλογή της Τράπεζας της Ελλάδος, σε δημόσιες και πολλές ιδιωτικές συλλογές. Η Δημοτική Πινακοθήκη Λιτόχωρου ονομάστηκε “ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΘΑΚΗΣΙΟΣ”, ως φόρο τιμής στον ζωγράφο, ο οποίος ύμνησε εικαστικά τον Όλυμπο.
(Το άρθρο πρωτοδημοσιέτηκε στην οικονομική εφημ. ΑΞΙΑ, Art and Business.)