“Τον τελευταίο χρόνο έχουμε γράψει μαζί με τον αγαπημένο φίλο και συνάδελφο Μιχάλη Αντωνιάδη τη μουσική για ένα πρωτότυπο μιούζικαλ, βασισμένο σε μία κλασική ελληνική ταινία του παρελθόντος”
Ποιά είναι η πρώτη σας Μουσική ανάμνηση; Θυμάμαι τον εαυτό μου στην ηλικία των 9-10 να παίζω πιάνο στις σχολικές γιορτές. Ήταν η πρώτη εμπειρία που είχα ως τότε μπροστά σε κοινό και μου άρεσε πολύ.
Ποιον μουσικό θαυμάζετε και με ποιον μουσικό θα θέλατε να βρεθείτε επί σκηνής; Παρ’ότι μου είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω έναν και μόνο μουσικό, θα αναφερθώ σε έναν από τους κορυφαίους πιανίστες στο είδος της latin-jazz με εξαιρετική ρυθμική αντίληψη και τεχνική ικανότητα τον Μichel Camilo, ο οποίος με έκανε να αγαπήσω τη latin. Επί σκηνής θα ήθελα να βρεθώ και να παίξω με τον Γιάννη Πάριο. Είναι από τους καλλιτέχνες που εκτιμώ και σέβομαι.
Περιγράψτε μας τη μέχρι σήμερα πορεία σας στη μουσική. Υπήρξαν επιρροές καθοριστικά θετικές ή αρνητικές; Από μικρή ηλικία άρχισα να παίζω πιάνο πάνω σε τραγούδια που μου άρεσαν και με αυτό τον τρόπο εξέλιξα τις ακουστικές μου ικανότητες, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους μουσικούς που ξεκινούν ως αυτοδίδακτοι. Στη συνέχεια γράφτηκα στο ωδείο για μαθήματα πιάνου και αργότερα, στην εφηβεία, ξεκίνησα να ακούω κλασική μουσική. Παράλληλα εντόπιζα στοιχεία που μ’ ενδιέφεραν και στο ελληνικό ρεπερτόριο, με το οποίο είχα μεγαλύτερη οικειότητα.
Λίγο καιρό μετά, δημιουργήσαμε μια ερασιτεχνική μπάντα με κάποιους φίλους στοχεύοντας στα live, τα οποία ήταν η αφορμή να εξερευνήσω και κάποια άλλα είδη. Μέσα από διάφορες καλλιτεχνικές ανησυχίες άρχισα να αισθάνομαι εντονότερη τη σύνδεσή μου με τη μουσική ώσπου μετά από λίγα χρόνια έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ καθώς είχα αποφασίσει να ακολουθήσω επαγγελματικά τον τομέα αυτό. Από εκεί και ύστερα ασχολήθηκα εκτενέστερα με το κλασικό ρεπερτόριο και τα ανώτερα θεωρητικά, και ως ένα βαθμό με τη latin και την jazz τις οποίες αγαπώ εξίσου.
Έχω συνεργαστεί με αρκετούς μουσικούς τα τελευταία χρόνια σε μαγαζιά της Αθήνας και της Κρήτης καθώς και σε κάποια ξενοδοχεία. Οι πολλές και συνεχείς αναζητήσεις μεγάλων σχημάτων στο παρελθόν αποδείχθηκαν προβληματικές και κάπως έτσι αποφάσισα να ασχολούμαι πλέον με μικρότερα ακουστικά σχήματα καθώς και με τη σύνθεση. Σε ότι αφορά στις επιρροές, καθοριστικός για μένα υπήρξε πρώτος απ’ όλους ο Μπετόβεν και όχι μόνο στον τομέα της κλασικής μουσικής. Ακολουθούν ο Σοπέν και ο Μέντελσον, δύο εξαίρετες προσωπικότητες του ρομαντισμού, εξίσου σημαντικοί για μένα.
Ποιά είναι η άποψή σας για τα μουσικά τηλεοπτικά talent shows; Είναι γεγονός ότι τα μουσικά talent shows έχουν κατακτήσει σημαντικό έδαφος στη κατηγορία του θεάματος και όλοι τα έχουμε παρακολουθήσει, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο. Αισθητικά όμως δεν διαφέρουν και πολύ από παρόμοια shows όπως πχ το “Ελλάδα έχεις ταλέντο” ή το “Master Chef” καθώς αυτό που κυρίως αλλάζει είναι η θεματολογία.
Σαν πρώτη εικόνα θα έλεγε κανείς ότι οι εκπομπές αυτές προσφέρουν επαγγελματικές ευκαιρίες σε νέους τραγουδιστές, καθώς και τη δυνατότητα να προβληθούν σε ένα αρκετά ευρύ κοινό που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν δύσκολο, ειδικά αν ξεκινάει κάποιος από το μηδέν. Αυτό είναι αλήθεια, όμως αυτοί που έχουν κάνει πραγματική επιτυχία μέσω αυτών των shows είναι ελάχιστοι.
Η προβολή των διαγωνιζομένων σε ένα τόσο μεγάλο κοινό από τη μία είναι όντως ένα από τα θετικά. Μπορεί σίγουρα να τους ωφελήσει στην μετέπειτα επαγγελματική τους πορεία ακόμα και αν αυτή είναι μικρότερης εμβέλειας συγκριτικά με αυτή που έχουν διαγράψει τα μεγάλα ονόματα.
Ο τρόπος διεξαγωγής των εκπομπών αυτών από την άλλη, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ιδανικός. Ό,τι σχετίζεται με τη τηλεόραση, ως πρωταρχικό στόχο έχει τη τηλεθέαση και το κέρδος. Ας μην ξεχνάμε ότι η παραγωγή ακολουθεί ένα συγκεκριμένο format το οποίο έχει κανόνες και αισθητική φερμένη από το εξωτερικό και έχει ως προτεραιότητα τη “διασκέδαση” του κοινού και όχι απαραίτητα τη ψυχαγωγία του. Γι’ αυτό άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που το πλατό έχει μετατραπεί σε πεδίο λεκτικής διαμάχης, καυστικού χιούμορ, τσακωμών, κουτσομπολιών και πολλών άλλων ευτράπελων τα οποία προσελκύουν το τηλεοπτικό κοινό ,όχι όμως για το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον της εκπομπής. Επίσης η κριτική προς τους διαγωνιζόμενους πολλές φορές είναι από ελλειπής μέχρι και άστοχη με αποτέλεσμα να χάνεται η ουσία.
Ένα ακόμα μείζον ζήτημα είναι ότι δεν αναδεικνύεται σχεδόν καθόλου η σημαντικότητα της μουσικής κατάρτισης και γνώσης και γενικότερα των εφοδίων που υποχρεούται να έχει ένας επαγγελματίας μουσικός. Τα shows αυτά φαντάζουν ως ένας “από μηχανής θεός” για πολλούς, μέσω του οποίου τους δίνεται η ευκαιρία να γίνουν διάσημοι χωρίς κόπο, απλώς με το εκ φύσεως-απαίδευτο ακόμα ίσως- ταλέντο τους (αν φυσικά υπάρχει και αυτό).
Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι σε καμία περίπτωση δεν κατακρίνω τα παιδιά που συμμετέχουν σε αυτά τα shows. Είναι επιλογή τους να διαλέξουν όποιο δρόμο θέλουν για να αρχίσουν ή να συνεχίσουν την καλλιτεχνική τους σταδιοδρομία. Θα πρέπει όμως να έχουν υπ΄όψιν τους ότι η συμμετοχή τους σε ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι απλώς ένα μικρό βοήθημα στη μετέπειτα μουσική τους πορεία και τίποτα παραπάνω. Ειδάλλως, αν βασιστούν εκεί και μόνον, είναι πιθανόν να μείνουν στάσιμοι.
Κλείνοντας θέλω να πω ότι αυτά τα talent shows απέχουν αρκετά από το να αποκτήσουν το μουσικό ενδιαφέρον και κύρος ώστε να θεωρούνται αξιόλογες μουσικές εκπομπές. Ίσως βέβαια να μην έχουν αυτή τη πρόθεση καθώς κάτι τέτοιο θα αφορούσε ένα πιο ειδικευμένο και περιορισμένο κοινό.
Γιατί χρειάζεται η μουσική παιδεία; Είναι πολυτέλεια ή ανάγκη; Η μουσική παιδεία είναι ένα από τα διαχρονικά ζητήματα της κοινωνίας, η αναγκαιότητα της οποίας είναι αδιαπραγμάτευτη, κάτι το οποίο έχει υπάρξει ως αντικείμενο συζήτησης και ανάλυσης ήδη από την αρχαία Ελλάδα (Πλάτωνας, Σόλωνας κ.α.).
Αρχικά, θα ήθελα να διαχωρίσω τη μουσική παιδεία από τη μουσική εκπαίδευση. Τα δύο αυτά είναι συμπληρωματικά το ένα ως προς το άλλο αλλά το ένα δεν συνεπάγεται απαραίτητα του άλλου, κάτι που ισχύει και γενικότερα. Ένας άνθρωπος δηλαδή που έχει εκπαιδευτεί και έχει σπουδάσει, δεν σημαίνει ότι έχει λάβει και τη σωστή παιδεία (και το αντίστροφο).
Το να μπορείς να ξεχωρίζεις τις διαφορετικές ποιότητες σε ένα μουσικό έργο, το να έχεις βούληση στο τι ακούς και γιατί το ακούς, το να έχεις την ικανότητα να διαχωρίσεις τη ποιοτική μουσική από την κοινότυπη καθώς και το να έχεις μουσική αντίληψη και αισθητική γενικότερα, θεωρώ ότι είναι στοιχεία που συνθέτουν τη μουσική παιδεία κάποιου.
Στη σημερινή πραγματικότητα η μουσική παιδεία αντιμετωπίζεται σε πολλές περιπτώσεις ως κάτι το εκλεπτυσμένο, σε βαθμό που να θεωρείται περιττή για τον “μέσο” Έλληνα. Κάτι τέτοιο επαληθεύεται και από τον τρόπο με τον οποίο της συμπεριφέρεται η κοινωνία. Ο τρόπος για παράδειγμα, με τον οποίο διδάσκεται το μάθημα της μουσικής στα σχολεία που συνήθως είναι η πρώτη επαφή του μαθητή με το αντικείμενο, οφείλει να είναι πηγή ερεθισμάτων για το αναπτυσσόμενο ακόμα μυαλό ενός παιδιού. Με τη σταδιακή υπονόμευση του μαθήματος αυτού όμως, η ελπίδα να συμβεί κάτι τέτοιο χάνεται δια παντός. Προφανώς υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα να σου τύχει ένας πολύ καλός δάσκαλος ή να έχεις στο οικογενειακό σου περιβάλλον ανθρώπους ικανούς να σε καλλιεργήσουν μουσικά.
Η μουσική παιδεία όπως ανέφερα και στην αρχή δεν θεωρείται σε καμιά περίπτωση πολυτέλεια. Η μουσική εκπαίδευση όμως μπορεί να θεωρείται πολυτέλεια για κάποιους ανθρώπους που δυσκολεύονται οικονομικά. Πολλές φορές αυτό βέβαια λειτουργεί ως δικαιολογία για τους γονείς που θέλουν να εμποδίσουν το παιδί τους από το να ασχοληθεί με κάτι που θεωρούν ότι δεν έχει την επαγγελματική σταθερότητα που θα επιθυμούσαν αυτοί για εκείνο! Πολύ συχνό φαινόμενο επίσης είναι και το ακριβώς αντίθετο, να επιβάλλουν δηλαδή την μουσική εκπαίδευση σε έναν άνθρωπο ο οποίος δεν έχει είτε το χάρισμα είτε την πρόθεση να ασχοληθεί με την μουσική!
Παρ’ότι η μουσική εκπαίδευση δεν σου εξασφαλίζει τη μουσική παιδεία, όταν συμβαίνει με τον σωστό τρόπο είναι ικανή να σου παρέχει ερεθίσματα τα οποία μπορούν να γίνουν η αφορμή ώστε να καλλιεργήσεις τη δεύτερη.
Υπάρχουν Έλληνες αξιόλογοι μουσικοί, με μουσική κατάρτιση και γνώσεις; Φυσικά και υπάρχουν, κάποιοι από τους οποίους μάλιστα με έχουν επηρεάσει και εμένα σε μεγάλο βαθμό! Επιλεκτικά αναφέρω τους: Σκαλκώτα, Ξενάκη, Αττίκ, Χατζιδάκι, Πλέσσα, Χατζηνάσιο, Κραουνάκη, Καβάκο, Κουρετζή, Μητρόπουλο, Τσαμπρόπουλο, Αντωνίου, Κοντραφούρη.
Ποια είναι τα μελλοντικά μουσικά σας σχέδια; Τον τελευταίο χρόνο έχουμε γράψει μαζί με τον αγαπημένο φίλο και συνάδελφο Μιχάλη Αντωνιάδη την μουσική για ένα πρωτότυπο μιούζικαλ, βασισμένο σε μία κλασική ελληνική ταινία του παρελθόντος! Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα και ελπίζουμε να το ανεβάσουμε μέσα στον επόμενο χρόνο, Θεού θέλοντος και ιού επιτρέποντος!!!
Βιογραφικό. Ο Γιώργος Ηλιάδης γεννήθηκε 17 Μαρτίου 1992 στην Αθήνα και καταπιάστηκε με τη μουσική από μικρός. Η κλίση του στη μουσική έγινε αντιληπτή από το πρώτο σχετικά καιρό ενασχόλησής του με το αντικείμενο. Ξεκίνησε τα μαθήματα κλασικού πιάνου σε νεαρή ηλικία, κάτι το οποίο θα διακόψει για να συνεχίσει αργότερα.
Η ανάγκη του να εξερευνήσει και να εμπλουτίσει τις μουσικές του εμπειρίες και ακούσματα, είναι η αιτία που θα ασχοληθεί με διάφορα σχήματα και συγκροτήματα.
Γοητεύεται από τη latin και τη jazz, και επεκτείνει τις αναζητήσεις του σε ένα ευρύ φάσμα της μαύρης μουσικής.
Στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου, λόγο πανελληνίων σε συνδυασμό με τις εξετάσεις για το πτυχίο αγγλικών θα υπάρξει μια παύση από τα μουσικά δρώμενα.
Αρχικά πετυχαίνει την εισαγωγή του στο τμήμα Ηλεκτρονικών της ΑΣΠΑΙΤΕ το οποίο εγκαταλείπει μετά από 3 χρόνια, για να ξαναδώσει και να περάσει στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών.
Η εισαγωγή του στο Τ.Μ.Σ. καθώς και η εκτενέστερη μελέτη ανώτερων θεωρητικών, θα του αποκαλύψουν την αγάπη του για την ανάλυση και τη σύνθεση με την οποία θα ασχοληθεί στο μέλλον.
Εχει συνεργαστεί με διάφορα μαγαζιά και ξενοδοχεία σε Αθήνα και Κρήτη, καθώς και διδάσκει θεωρητικά και ακουστικά (ear training).