Ευάγγελος Καλογερόπουλος: “Πηγή έμπνευσης μπορεί να είναι οτιδήποτε ερεθίζει την αισθητική μου αντίληψη και μετατρέπεται σε σκέψη, που με απασχολει για μεγάλο χρονικό διάστημα”

“Είναι πολλές οι προκλήσεις που θέτω στον εαυτό μου κατά καιρούς, αλλα νομίζω ότι η μεγαλύτερη είναι να βρω ένα καθαρό και αναγκαίο λόγο, που να δικαιολογεί την προσπάθειά μου να δημιουργώ εικόνες.”

Πως και πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με τη ζωγραφική; Χάρη στην ερώτησή σου, συνειδητοποιησα ότι ανήκω σε μια γενιά που στα προσχολικά της χρόνια, ειδικά στην επαρχία, δεν είχε τη δυνατότητα έκφρασης μέσω της ζωγραφικής όπως οι νεότερες γενιές, λογω έλλειψης ακόμη και των βασικών μέσων όπως χαρτιά, χρώματα, βιβλία κλπ. Για εμένα υπήρξε πρώτη η εκμάθηση της γραφής και μετά από ένα τυχαίο συμβάν ξεκίνησα με πάθος να ζωγραφίζω. Αυτό που με εντυπωσίασε, ήταν όταν η μητέρα μου με ένα μολύβι σε ένα τετράδιό μου σχεδίασε με ένα πολύ απλό τρόπο κάτι που έμοιαζε με κότα. Μου φάνηκε μαγικό που ένας άνθρωπος με δυο γραμμές μπορούσε να απεικονίσει κάτι που στα μάτια μου φάνταζε αληθινό. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι εκείνη την περίοδο δεν είχα πρόσβαση σε τηλεόραση, περιοδικά και βιβλία το γεγονός αυτό χαράκτηκε πολύ δυνατά στην παιδική μου σκέψη και αυτό που ήθελα να κάνω είναι να μπορέσω να εξελίξω αυτή την ικανότητα, που συνειδητοποίησα, ότι έχει ο κάθε άνθρωπος.
Την περιοδο που ήμουν απόλυτα προσηλωμένος στη ζωγραφική ήταν η περίοδος της εφηβείας μου που αντέγραφα έργα του Ραφαέλο, του Ελ Γκρέκο, του Τισιανού, και άλλων αναγεννησιακών ζωγράφων, τα οποία έβλεπα σε γραμματόσημα τα οποία συνέλεγα.
Οι πρώτες μου σπουδές γύρω από την Τέχνη ήταν στις Γραφικές Τέχνες των ΤΕΙ, αλλά εκει που ξεκίνησα εντατικά και συστηματικά ξανά να ασχολούμαι με το σχέδιο και τη ζωγραφική σε επίπεδο ελεύθερης σπουδής ήταν το 2005, όταν μαθήτευσα κοντά στον ζωγράφο Νίκο Χριστοφοράκη και φυσικά από το 2010 που ξεκίνησα τις σπουδές μου στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Από το 2015 που αποφοίτησα δεν έχω σταματήσει ούτε μέρα να ζωγραφίζω και να δημιουργώ.

Σε ποιο ρεύμα ή κίνημα θα εντάσσατε τα έργα σας; Νομίζω ότι ακόμη βρίσκομαι στην αναζήτηση κάποιου αυτόνομου και προσωπικού στυλ. Θεωρώ ότι τα πέντε χρόνια που έχω αποφοιτήσει από τη Σχολή δεν μου είναι αρκετά ώστε να κατάληξουν κάπου οι πειραματισμοί μου. Θα έλεγα ότι το κίνημα στο οποίο ανήκω είναι το κίνημα της αναζήτησης, αν υπήρχε τέτοιο κινημα. Βέβαια οι επιρροές που έχω από όλα αυτά τα χρόνια ενασχόλησης με τη ζωγραφική, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, με κάνουν να περιστρέφομαι γύρω από μια παραστατική, αφηγηματική ζωγραφική χρησιμοποιώντας αρκετά ρεαλιστικά στοιχεία και σύμβολα που με αλληγορικό τρόπο συνθέτουν τις ιστορίες και τις σκέψεις μου. Πολλές φορές ο πειραματισμός μου φτάνει στα όρια της εντελώς αφηρημένης εικόνας και δεν σου κρύβω ότι αυτό με γοητεύει ιδιαίτερα. Μέσα μου δεν είμαι σίγουρος αν θέλω τελικά να ενταχθώ σε κάποιο κίνημα, γιατί αυτή η έρευνα και ο πειραματισμός, με όλη την αμφιβολία που τον χαρακτηρίζει, είναι μάλλον αυτό που τελικά μου ταιριάζει.

Από που αντλείτε την έμπνευσή σας; Για εμένα πηγή έμπνευσης μπορεί να είναι οτιδήποτε. Από ένα ιστορικό γεγονός, ένα κείμενο, ένα άρθρο, μια είδηση που αφορά το σήμερα, μια φωτογραφία, μια ταινία, ένα τοπίο, δυο παιδιά που παίζουν, ένα συναίσθημα, ή οτιδήποτε που ενστικτωδώς νιώθω ότι με αφορά. Και οτιδήποτε ερεθίζει την αισθητική μου αντίληψη και μετατρέπεται σε σκέψη, που με απασχολει για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Υπάρχουν προσωπικότητες ή άλλοι καλλιτέχνες που έχουν επηρεάσει το έργο σας; Φυσικά και υπάρχουν και είναι πάρα πολλοί. Οι πρώτοι καλλιτέχνες, που πιστεύω ότι ακόμη επηρεάζουν το έργο μου, είναι οι ανώνυμοι αγιογράφοι που ζωγράφισαν τις εικόνες που σαν παιδί έβλεπα στην εκκλησία και οι οποίες με το φως των κεριών, που ήταν και το μοναδικό φως, δημιουργούσαν μια υπερφυσική και απόκοσμη ατμόσφαιρα. Αυτή την ατμόσφαιρα προσπαθώ να βρω και να αποδώσω και στους πινακές μου. Επίσης έχω επηρεαστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη ζωγραφική της Αναγέννησης και φυσικά από τη ζωγραφική των αρχαιοελληνικών αγγείων και τη γλυπτική των προγόνων μας. Από σύγχρονους καλλιτέχνες οι επιρροές που έχω είναι περισσότερο από Έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Παρθένης, ο Τσαρούχης, ο Μπουζιάννης, ο Κεσσανλής, ο Μπότσογλου και από πιο νέους ο Μανουσάκης, ο Τσαμουράνης, ο Μισούρας. Και από ξένους ο Kiefer, o Daniel Richter, o Markus Lupertz, Neo Rauch, και τον τελευταίο διάστημα με απασχολεί πολύ η τέχνη του Willem de Kooning.

Ποιά είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε θέσει στον εαυτό σας ως καλλιτέχνης; Είναι πολλες οι προκλήσεις που θέτω στον εαυτό μου κατά καιρούς, αλλα νομίζω ότι η μεγαλύτερη είναι να βρω ένα καθαρό και αναγκαίο λόγο, που δικαιολογεί την προσπάθεια μου να δημιουργώ εικόνες.

Πόσο αποδεκτή είναι η Τέχνη στην Ελλάδα σήμερα και τι ρόλο καλείται να παίξει στο δημόσιο χώρο; Είναι πολύ ανταγωνιστικό το περιβάλλον σήμερα για την Τέχνη και κυρίως για τη ζωγραφική. Εκτός του ότι έχει να τα βάλει με την Τέχνη των αιώνων της ύπαρξής της καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει τα νέα τεχνολογικά μέσα και κυρίως την δύναμη που έχει η εικόνα στην οθόνη ενος κινητού τηλεφώνου. Είμαι σίγουρος ότι, αν μέσα στο μουσείο του Λούβρου, δίπλα από τα έργα που υπάρχουν, τοποθετηθεί στον τοίχο ένα κινητό τηλεφωνο με την οθόνη του ανοιχτή, θα τραβήξει την προσοχή των περισσοτέρων επισκεπτών του. Παρατηρούμε πάρα πολύ κόσμο να επισκέπτεται μουσεία ή γκαλερί αλλά πολύ λίγους να δείχνουν πραγματικό ενδιαφέρον για την τέχνη και κυρίως να αγοράζουν τέχνη. Αυτό είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Από την εμπειρία που έχω και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει μια τάση οι συλλέκτες να επενδύουν σε σίγουρα χαρτιά και σε ότι τους προτείνουν οι γνωστές γκαλερί και οι επιμελητές. Όσον αφορά τον φιλότεχνο, που θέλει ένα έργο για να διακοσμήσει το σπίτι του, συνήθως αρέσκεται στην παραστατική ανθρωποκεντρική ζωγραφική ή ζωγραφική τοπίου ή θα επιλέξει τη φτηνή λύση μιας εκτύπωσης. Αυτό σε συνδυασμό με την έλλειψη στήριξης της τέχνης από μέρους του κράτους, δημιουργεί πρόβλημα επιβίωσης για τους περισσότερους νέους καλλιτέχνες. Σίγουρα υπάρχουν λύσεις για αυτό. όπως θα μπορούσαν να βρεθούν και λύσεις για το θέμα του χώρου εργασίας των καλλιτεχνών, ώστε να έχουν προσβαση σε φτηνά εργαστήρια. Αλλά αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση.
Όσον αφορά την τέχνη στο δημόσιο χώρο, είναι δύσκολη η απάντηση καθώς δυσκολεύομαι να βρω ακόμη και δημόσιο χώρο στην πόλη μας.
Εκτός από ελάχιστους χώρους που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν τέχνη το μεγαλύτερο μέρος της πόλης νομίζω ότι δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Θα ήταν σωτήριο αν μπορούσαμε να παρουσιάσουμε έστω και κάτι ελάχιστο από τέχνη, όπου είναι δυνατόν, στον ελάχιστο δημόσιο χώρο που έχουμε, γιατί αυτό θα έκανε ομορφοτερη και πιο ενδιαφέρουσα την κάθε γειτονιά και θα αποσπούσε την προσοχή από την ασχήμια που κυριαρχεί στο άναρχο και κακοδομημένο περιβάλλον. Πιστεύω επισης οτι θα βοηθούσε σε μεγάλο βαθμό στην καλλιέργεια της αισθητικής του κοινού και θα αποτελούσε αφορμή για προβληματισμό και συζητήσεις γύρω απο τα έργα, αρκεί να γίνεται χωρίς προκαταλήψεις. Αυτό προυποθέτει βούληση από τους δημοτικούς άρχοντες, κεφάλαια, μεθοδικότητα και καλό σχεδιασμό. Δεν είναι ευκολο βέβαια, ακόμη και αν υπάρχει η πρόθεση, να γίνει αποδεκτό από το κοινό και τους δημότες ένα έρχο που αφορά την προσωπική πρόταση ενός δημιουργού και να μην υπαρχουν αντιδράσεις από μια μερίδα των θεατών. Είναι θλιβερό να βλέπουμε φαινόμενα βανδαλισμου έργων στο δημόσιο χώρο.

Ποιά είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Πολλά, αλλά προς το παρόν το βασικό σχέδιο που έχω για το μέλλον μου είναι να διατηρήσω τη φυσική, ψυχική, και σωματική ικανότητα, ώστε να συνεχίσω τον πειραματισμό, για την αυτονομία στη ζωγραφική μου.