Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
Στη σύγχρονη Ελλάδα, το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεί μια θεματική η οποία διαρκώς απασχολεί την Πολιτεία και φυσικά τους ίδιους τους πολίτες. Οι προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν καθημερινά όλοι οι εμπλεκόμενοι στον θεσμό της εκπαίδευσης συντελεστές, από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων μέχρι τους δασκάλους και τους μαθητές, είναι όχι μόνο πολλές αριθμητικά, αλλά και πολύπλευρες και διαφορετικής κάθε φορά φύσεως. Ο κόσμος αλλάζει με γοργούς ρυθμούς και τρόπους που σε άλλες εποχές κανείς δεν θα διανοούνταν. Οι αλλαγές που συντελούνται σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο δεν αφήνουν παρά ελάχιστα χρονικά περιθώρια προσαρμογής της εκπαίδευσης στη «νέα τάξη πραγμάτων». Αυτή η ανάγκη για ριζική τροποποίηση και αναθεώρηση των βάσεων της παιδείας βρίσκει τη χώρα μας σε μια περίοδο υψίστου εθνικού αναβρασμού, όπου πολλές πληγές του παρελθόντος παραμένουν ανεπούλωτες. Η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας, η οποία καθυστέρησε την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό πολύ περισσότερο από όσο είχαν υπολογίσει οι υπέρμετρα, όπως τελικώς αποδείχθηκαν, αισιόδοξες εκτιμήσεις, θόλωσε για τα καλά το τοπίο. Μετανάστευση και προσφυγιά έρχονται να προκαλέσουν την «υποτροπή» μιας οικονομικής «πληγής» που «αιμορραγεί ακατάσχετα». Πρόκειται για εξελίξεις τις οποίες το «σταυροδρόμι των 3 ηπείρων», όπως είναι γεωγραφικά γνωστό το Έθνος μας, δεν μπορεί να αποφύγει και άρα η προσαρμογή σε αυτές με στόχο τη συνετή διαχείρισή τους είναι μονόδρομος. Το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα, κυρίως δε το ελληνικό δημόσιο σχολείο, είναι από τους βασικότερους τομείς στους οποίους γίνονται αισθητές οι παγκόσμιες εξελίξεις και ανατροπές περί των οποίων έγινε λόγος παραπάνω. Οι πολυπολιτισμικές πολυγλωσσικές τάξεις είναι πλέον γεγονός, αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα και ίσως τρόπον τινά «αναγκαίο κακό». Ως εκ τούτου χρειάζονται στοχευμένες και ιδιαίτερα προσεκτικές πρακτικές για το συλλογικό καλό της εκπαιδευτικής κοινότητας και κυρίως των μαθητών ως του επίκεντρου της διδασκαλίας. Όμως ο θεωρητικός σχεδιασμός και προπαντός η υλοποίηση αυτού αποδεικνύονται στην πράξη πολύ πιο επίπονες διαδικασίες από όσο κανείς θα περίμενε.
Η μεθόδευση της κάλυψης των αναγκών των πολυπολιτισμικών πολυγλωσσικών τάξεων του ελληνικού δημοσίου σχολείου έχει ως σημείο εκκίνησης τα οικονομικά δεδομένα που αυτές γεννούν. Χρειάζεται να γίνεται σωστός διακανονισμός και προϋπολογισμός, λαμβάνοντας υπόψιν ότι, στη νέα πολυπολιτισμική εκπαιδευτική πραγματικότητα, τα παιδιά δεν είναι μόνο περισσότερα σε σχέση με πριν, αλλά εμφανίζουν και μεγαλύτερη ανομοιογένεια μεταξύ τους. Διαφορετικές καταγωγές, διαφορετικές θρησκείες, διαφορετικές κουλτούρες και φυσικά διαφορετικές γλώσσες συνεπάγονται αποκλίνουσες μεταξύ τους ιδιοσυγκρασίες και προσωπικότητες που καλούνται να συνυπάρξουν μέσα στο ίδιο πλαίσιο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το πλαίσιο αυτό ορίζεται τόσο σε ειδικά, με την έννοια της σχολικής τάξης όπου οι μαθητές περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους, όσο και σε γενικά συμφραζόμενα, με την έννοια του ευρύτερου σχολικού περιβάλλοντος, το οποίο περιλαμβάνει τον προαύλιο χώρο, το κυλικείο κ.ά.
Και βέβαια δεν θα μπορούσαν να τεθούν εκτός κάδρου οι οικονομικές ανάγκες που αφορούν το προσωπικό του σχολείου. Οι αλλοεθνείς μαθητές χρειάζονται επιπλέον ώρες για να κατανοήσουν την διδακτέα ύλη η οποία διδάσκεται σε μια γλώσσα που τους είναι από ελάχιστα έως και καθόλου γνωστή, την Ελληνική, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν κενά και αργούς ρυθμούς μάθησης. Παράλληλα, κάποια εξ αυτών των παιδιών ενδέχεται να δυσκολεύονται περισσότερο να εξοικειωθούν με τη νέα (σχολική) ζωή τους και να την αποδεχθούν, κουβαλώντας μέσα τους τον πόνο του ξεριζωμού, της αναγκαστικής -τουλάχιστον τις περισσότερες φορές- απομάκρυνσης από τα πάτρια εδάφη. Η σωστή ψυχολογική υποστήριξη δεν μπορεί να είναι απούσα από τον αγώνα τους να διαχειριστούν σωστά μια κατάσταση που πρόκειται εφεξής να αποτελεί καθημερινότητα. Είναι ηθικό πρωτίστως χρέος λοιπόν καθενός ελληνικού δημοσίου σχολείου να μεριμνήσει για την πρόσληψη έμπειρων επιστημόνων ψυχικής υγείας με ειδίκευση στη λεγόμενη Σχολική Ψυχολογία. Αυτοί θα στέκονται δίπλα στα παιδιά με διαφορετική πολιτισμική και γλωσσική ταυτότητα, παρέχοντάς τους αίσθημα ασφαλείας ότι δεν είναι μόνα σε τούτη τη μεγάλη αλλαγή στη ζωή τους. Η καλή κατοχή των γλωσσών των μαθητικών μειονοτήτων, χωρίς να αποτελεί αυστηρό προαπαιτούμενο, θα ήταν σαφώς κάτι επιθυμητό και θα μπορούσε να συσταθεί ως ενδεδειγμένο προσόν. Έχοντας κάποιον με τον οποίο τα παιδιά αυτά θα μπορούν να ομιλούν τις δικές τους γλώσσες εκτός των στενών οικογενειακών ορίων, θα αισθάνονται ακόμα πιο ευπρόσδεκτα σε τούτη τη μικρή κοινωνία που τους περιβάλλει, «σαν στο σπίτι τους». Τόσο οι εκπαιδευτικοί που θα αναλάβουν το έργο της διδακτικής υποστήριξης των αλλοεθνών παιδιών όσο και οι σχολικοί ψυχολόγοι θα πρέπει να αμείβονται ανάλογα για τον χρόνο και την ενέργεια που θα επενδύουν σε ένα κάθε άλλο παρά απλό έργο. Με απλά λόγια, η ανάγκη να «μπει το χέρι βαθιά στην τσέπη» είναι όχι μόνο μεγάλη, αλλά και πολυεπίπεδη, γεννώντας νούμερα τα οποία πιθανότατα ξεπερνούν τις οικονομικές δυνατότητες ενός μέσου δημοσίου σχολείου της Ελλάδας του 21ου αι. μ.Χ.
Κάπως έτσι φτάνουμε στις κοινωνικές διαστάσεις του υπό μελέτη φαινομένου. Η αδυναμία εξασφάλισης εκπαιδευτικών με πείρα στην διαχείριση μαθητών με μεταναστευτικό και κυρίως προσφυγικό υπόβαθρο και ψυχολόγων με ειδίκευση στην καθοδήγηση και παροχή συμβουλών σε μαθητές αφήνουν τους τελευταίους εκτεθειμένους σε πληθώρα αδικιών. Αυτές οι αδικίες μπορούν να διακριθούν στις εξής μεγάλες κατηγορίες με μέτρο αναφοράς τη σχολική αίθουσα στην οποία οι μαθητές περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους: αφενός στις αμιγώς μαθησιακής, αφετέρου στις κοινωνικής φύσεως. Οι μεν πρώτες συντελούνται προφανώς εντός της σχολικής αίθουσας κατά τις προβλεπόμενες διδακτικές ώρες, οι δε δεύτερες επεκτείνονται και εκτός αυτής. Μέσα στη σχολική αίθουσα υφίστανται οι ανήλικοι μετανάστες και πρόσφυγες αρκετά συχνά, όπως μαρτυρούν σχετικές στατιστικές έρευνες, αδικίες από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, με την έννοια ότι δεν τους παρέχονται οι ίδιες ευκαιρίες με τους γηγενείς συμμαθητές τους. Αυτό έχει προφανώς να κάνει με την πεποίθηση πολλών εκπαιδευτικών, ιδίως εκείνων που διδάσκουν την Αρχαία και Νέα Ελληνική, ότι οι έχοντες την Ελληνική ως πρώτη (μητρική) γλώσσα μπορούν να ανταπεξέλθουν ευκολότερα, επομένως δεν θα χρειαστεί να χάσουν οι πρώτοι χρόνο από το μάθημα για να εξηγήσουν κομμάτια της ύλης που -κατά τους ίδιους- είναι αυτονόητα. Σε αυτό ίσως να φταίει ως έναν βαθμό και το περιοριστικό από τη φύση του ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δίνει υπερβολικά μεγάλη βαρύτητα στην προετοιμασία για τις τελικές εξετάσεις, ασκώντας αφόρητη πίεση τόσο σε εκπαιδευτικούς όσο και σε εκπαιδευομένους. Επιπλέον, δεν είναι λίγες οι φορές που μετανάστες και πρόσφυγες μαθητές πέφτουν θύματα λεκτικής και ψυχολογικής βίας μέσα στη σχολική αίθουσα λόγω του ότι σηκώνουν το χέρι τους και λένε κάποια ανακρίβεια ή τους δίνει το λόγο ο εκπαιδευτικός για κάτι στο οποίο δεν ξέρουν την απάντηση. Το εν λόγω φαινόμενο οξύνεται αρκετά συχνά με την ανοχή-αδιαφορία κάποιων εκπαιδευτικών που δικαιολογούν την μη παρέμβασή τους προφασιζόμενοι «το μικρό της ηλικίας των παιδιών» ή «τον τεράστιο όγκο της προς κάλυψη ύλης που δεν αφήνει περιθώρια για χρονική σπατάλη». Κορυφώνεται δε και αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στις τελικές εξετάσεις, όπου οι διαφορές στις επιδόσεις είναι πολλάκις χαοτικές. Η κακομεταχείριση των αλλοεθνών μαθητών που φοιτούν στο ελληνικό δημόσιο σχολείο συνεχίζεται δυστυχώς και εκτός σχολικής τάξης, με συμπεριφορές που ξεκινούν από τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση και φτάνουν σε ακραίες περιπτώσεις μέχρι και την απειλή ή την πλήξη της σωματικής ακεραιότητάς τους.
Πώς μπορούμε να έχουμε απαίτηση από τα αλλοεθνή παιδιά να είναι λειτουργικά και αποδοτικά στη σχολική καθημερινότητά τους κάτω από αυτές τις συνθήκες; Επίσης, με ποιο δικαίωμα θα κατηγορήσουμε τους εκπαιδευτικούς για ανεπάρκεια στην διαχείριση τέτοιας λογής καταστάσεων, την στιγμή που το ίδιο το κράτος δεν έχει φροντίσει εξαρχής να τους εφοδιάσει με τα κατάλληλα εφόδια και τις γνώσεις, παρά τους έχει αφήσει μετέωρους μέσα σε μια κατάσταση που έξαφνα μπήκε στη ζωή όλων μας και απρόσμενα άλλαξε τα δεδομένα; Οι εφαρμοζόμενες εκπαιδευτικές και προπαντός διοικητικές πρακτικές χρήζουν ριζικότατων αναθεωρήσεων.
Πρώτα και κύρια θα πρέπει να αλλάξει «πρόσωπο» η ίδια η παιδεία ως κρατικός και κοινωνικός θεσμός. Η αποστήθιση, η παπαγαλία, όλο αυτό το εκπαιδευτικό «καρκίνωμα» το οποίο έχει καταστήσει τους μαθητές «μηχανές» πρόσληψης τυποποιημένης γνώσης χωρίς την δυνατότητα επεξεργασίας, διερεύνησης και αμφισβήτησης αυτής θα πρέπει να αποτελέσει οριστικό παρελθόν. Μπορεί να ακούγεται -και είναι πράγματι- χιλιοειπωμένο, χιλιοακουσμένο, ίσως ξεπερασμένο για κάποιους, όμως μέχρι να γίνει πράξη δεν θα πάψει να διαλαλείται. Είναι καιρός επιτέλους να μπει ένα φρένο στην ημιμάθεια, που για την κοινωνία είναι αποδεδειγμένα καταστροφικότερη σε σχέση με την αμάθεια. Όπως πολύ χαρακτηριστικά είχε αναφέρει ο πρωτεργάτης του Ελληνικού Διαφωτισμού Αδαμάντιος Κοραής (1744-1833): «Μικρότερο κακό είναι η αγραμματοσύνη, παρά η κακή και χωρίς μέθοδο εκπαίδευση. Είναι βέβαιο πως ανάμεσα στους αγράμματους ευκολότερα βρίσκει κανείς άνθρωπο ενάρετο, παρά ανάμεσα σ’ εκείνους που εκπαιδεύτηκαν χωρίς σωστή μέθοδο.».
Μήπως τελικά έχουμε απωλέσει την ηθικοπλαστική αξία της εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσα σε μια κοινωνία που «παρασκευάζει» τη γνώση όπως τα εμπορεύματα και την διανέμει έτοιμη, καθιστώντας βασικούς προνομιούχους της τους λίγους μεγαλοαστούς που δύνανται να την χρηματοδοτήσουν αδρά; Πού είναι οι ομαδικές δραστηριότητες οι οποίες μπορούν να φέρουν τα παιδιά σε στενότερη επαφή στον προαύλιο χώρο και πέρα από αυτόν; Πώς αξιοποιούνται οι τεχνολογικές πρόοδοι που καθιστούν εφικτή την διαδραστική διδασκαλία;
Μια πρόταση που συζητείται κατά καιρούς είναι το ενδεχόμενο να γίνει το ελληνικό δημόσιο σχολείο χώρος εκπαίδευσης Ελληνόπουλων κατά αποκλειστικότητα και να μεριμνήσει από εκεί και πέρα η ίδια η Πολιτεία για την ίδρυση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ειδικά διαμορφωμένων για τα παιδιά με μεταναστευτικό και προσφυγικό υπόβαθρο. Πιστεύεται πως κάτι τέτοιο θα άμβλυνε σημαντικά την διαμορφωθείσα προβληματική κατάσταση. Είναι ένα νόμισμα με 2 όψεις.
Από τη μια συνηγορεί υπέρ μιας τέτοιας πρακτικής το γεγονός ότι έτσι θα διαμορφωνόταν μια πιο κλειστή κοινωνία στην οποία τα αλλοεθνή παιδιά θα ένιωθαν μεγαλύτερη ασφάλεια και οικειότητα. Για παράδειγμα, αυτήν την στιγμή υπάρχουν στους κόλπους του ελληνικού δημοσίου σχολείου ουκ ολίγα παιδιά με καταγωγές από Βουλγαρία και Ρωσία. Οι χώρες αυτές παρουσιάζουν πράγματι αρκετές ομοιότητες, μεταξύ των οποίων είναι και οι γλώσσες τους, καθότι αμφότερες ανήκουν στην ευρύτερη οικογένεια των καλούμενων Σλαβικών Γλωσσών. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα ήταν αντικειμενικά πολύ ευκολότερο να αναπτυχθούν ισχυρότεροι διαπολιτισμικοί δεσμοί. Επίσης, εκεί θα δραστηριοποιούνταν κατά αποκλειστικότητα εκπαιδευτικοί με κατάρτιση στην διαχείριση παιδιών μεταναστών και προσφύγων και η παρουσία σχολικών ψυχολόγων, χωρίς να αποκλείεται σαν ανεπιθύμητη, δεν θα ήταν απολύτως απαραίτητη.
Πέρα όμως από τις αντικειμενικές ωφέλειες που θα παρείχε μια τέτοια εναλλακτική λύση, δεν θα ήταν σώφρον να παραβλέπαμε και τις δυσχέρειες ή και τα εμπόδια προς την υλοποίησή της. Η οικοδόμηση νέων κτιρίων, η εξασφάλιση του απαραίτητου υλικοτεχνικού εξοπλισμού για τις διδακτικής φύσεως και όχι μόνο ανάγκες τους και φυσικά η δραστηριοποίηση επαρκώς καταρτισμένου εκπαιδευτικού προσωπικού χρειάζονται βαθιά τσέπη. Ο προϋπολογισμός του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους είναι τόσο ασφυκτικός λόγω των «αμαρτημάτων» του παρελθόντος, εξαιτίας των οποίων επήλθε η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, που ένα τέτοιο βάθος θα ήταν σχεδόν άφταστο. Επίσης, ευρείας απήχησης δείχνει να χαίρει η εναντίωση στην προοπτική της ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων αποκλειστικά για παιδιά μεταναστών και προσφύγων η οποία συνίσταται στην έμμεση απομόνωση των παιδιών από το κοινωνικό σύνολο το οποίο αναπόφευκτα εφεξής θα τους περιβάλλει καθημερινά. Με άλλα λόγια, ακόμα και αν τους δοθεί η δυνατότητα κατά τα μαθητικά τους χρόνια να είναι «μεταξύ τους» σε μια μικρή «κλειστή» σχολική κοινωνία, σαν ενηλικιωθούν και κληθούν να βγουν στην αγορά εργασίας, η συμβίωση, συνύπαρξη και συσχέτιση με τους ντόπιους (Έλληνες εν προκειμένω) θα είναι αναπόφευκτες. Όσο γρηγορότερα μάθουν να συσχετίζονται αρμονικά με τους «ανοικείους άλλους» της χώρας-στόχου, τόσο ομαλότερη θα είναι και η μετάβασή τους από τη σχολική στην εργασιακή και επαγγελματική ζωή του ετέρου κράτους που τους φιλοξενεί.
Ας παραδειγματιστούμε από πρότυπα εκπαιδευτικών μοντέλων, όπως είναι αυτά που εφαρμόζονται στα κράτη της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα είναι εκείνο της Φινλανδίας, όπου τα παιδιά βρίσκονται πάντα στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κάθε είδους διδακτέα ύλη έρχεται δεύτερη μπροστά στην διαμόρφωση σωστού χαρακτήρα και ήθους με στόχο την προσωπική και κατ’ επέκταση συλλογική ευημερία. Ακόμα και άλλα εκπαιδευτικά συστήματα του Εξωτερικού, τα οποία είναι αρκετά προσανατολισμένα προς τις εξετάσεις, όπως της Γερμανίας (Abitur) ή της Αυστρίας και Ελβετίας (Matura), φροντίζουν -πάντα στον βαθμό του δυνατού- για τις εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανάγκες των αλλοεθνών παιδιών που φιλοξενούν στους κόλπους τους. Οι αριθμοί μεταναστών και προσφύγων που καταφθάνουν στα κράτη αυτά, δεδομένου ότι βρίσκονται στην καρδιά της Ευρώπης, είναι ετησίως κάθε άλλο παρά μικροί. Σαφώς ορισμένοι εξ αυτών αναχαιτίζονται σύμφωνα με το εκάστοτε ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, εφόσον δεν πληρούν τις προϋποθέσεις κοινωνικής αφομοίωσης. Όσοι όμως εισέρχονται νομίμως, τυγχάνουν -τις περισσότερες φορές τουλάχιστον- της ανθρώπινης αντιμετώπισης που αξίζουν και δικαιούνται. Κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στην πρόσβασή τους στην εκπαίδευση. Ομοίως θα πρέπει να κινηθεί και η Ελλάδα για να αποδείξει ότι μπορεί παράλληλα να υπερασπίζεταιτην εδαφική ακεραιότητά της και να προασπίζει τα υπέρτατα αγαθά της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας.
Προσωπικά είμαι πεπεισμένος ότι είναι πολλά τα Ελληνόπουλα εκείνα τα οποία φοιτούν στο ελληνικό δημόσιο σχολείο και έχουν την θέληση να γνωρίσουν τους αλλοεθνείς συμμαθητές τους καλύτερα, να γίνουν κοινωνοί του πολιτισμού και της γλώσσας αυτών και -γιατί όχι;- να συνάψουν δεσμούς που μακροπρόθεσμα θα εξελιχθούν σε σχέσεις ζωής. Αυτό που τους εμποδίζει είναι το αφόρητα πιεστικό πρόγραμμα, το οποίο καταναλώνει μεγάλα αποθέματα ενέργειας λόγω των εξαντλητικών ωραρίων και υποχρεώσεων μετέπειτα στο σπίτι. Στο χέρι όλων μας είναι να αλλάξει αυτό, και πρώτα και κύρια των αρμοδίων θεσμικών οργάνων. Κανένα παιδί δεν μπορεί να μένει μόνο του στις προκλήσεις της ζωής και στην κόντρα που αυτή του πηγαίνει. Και η πατρίδα μας έχει να κερδίσει τα μέγιστα μέσα από τις πολυπολιτισμικές πολυγλωσσικές τάξεις του ελληνικού δημοσίου σχολείου. Αρκεί να γίνει συνετή οργάνωση και αξιοποίησή τους για να εξελιχθούν οι αλλοεθνείς μαθητές από απλοί ανήλικοι μετανάστες / πρόσφυγες σε καταξιωμένους επιστήμονες που θα την διαφημίσουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος να γίνει και στη χώρα μας το μεγάλο διάβημα όπως συμβαίνει σε κάμποσες ακόμα χώρες του Εξωτερικού και, κόντρα στις όποιες δυσχέρειες έχουν ανακύψει, έχουν επωφεληθεί σημαντικά από την κοινωνική μέριμνα των αλλοεθνών μελλοντικών πολιτών τους.