Ελευθερία Μεταξά: “Η συγγραφή υπήρχε πάντα στη ζωή μου, λειτουργούσε ως καταφύγιο, ως απόδραση από την καθημερινότητα και ως ενθάρρυνση”

Συνέντευξη στη Μαίρη Γκαζιάνη*

Η Ελευθερία Μεταξά γεννήθηκε στο Αιγάλεω το 1970. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, της Δραματικής Σχολής Διομήδη Φωτιάδη και του τμήματος Δημοσιογραφίας του Εργαστηρίου Ελευθέρων Σπουδών ΑΝΤ1. Εργάστηκε ως ηθοποιός, λαμβάνοντας μέρος σε θεατρικές παραστάσεις και τηλεοπτικές σειρές, ως ασκούμενη δημοσιογράφος στο δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1 και ως φιλόλογος σε φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης. Σήμερα ασχολείται με τη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων, με τη μετάφραση και την επιμέλεια βιβλίων και με μεταγλωττίσεις ξένων τηλεοπτικών σειρών.

ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Είστε συγγραφέας. Μιλήστε μας για τον άνθρωπο Ελευθερία.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ: Είμαι μια κλασική σύζυγος και μαμά, που λατρεύει να ασχολείται με το μαγείρεμα και να φτιάχνει γλυκά. Αγαπώ πολύ το διάβασμα, τη μουσική, τα ταξίδια, το θέατρο, τον κινηματογράφο και τους φίλους μου, οι οποίοι αποτελούν τη δεύτερη οικογένειά μου. Είμαι εξαιρετικά πεισματάρα (αγύριστο κεφάλι, όπως λέει ο πατέρας μου), τελειομανής, ευαίσθητη (αλλά προτιμώ να μην το δείχνω) και αγχώδης, μου αρέσει να κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα (και να γκρινιάζω ότι δεν προλαβαίνω) και αντιμετωπίζω πάντα τις δυσκολίες με χιούμορ και με μπόλικες δόσεις αυτοσαρκασμού.

Μ.Γ.: Ποιο ήταν το έναυσμα για ν’ ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Ε.Μ.: Άρχισα να γράφω από μικρή, γιατί ως παιδί υπήρξα εξαιρετικά κλειστός χαρακτήρας και το γράψιμο αποτελούσε τον δικό μου τρόπο να εκφράσω όσα η εσωστρέφειά μου δεν μου επέτρεπε. Μεγαλώνοντας βγήκα σιγά σιγά από το καβούκι μου, συνέχισα όμως να γράφω, όχι μόνο σκέψεις πλέον αλλά και μικρές ιστορίες. Η συγγραφή, λοιπόν, υπήρχε πάντα στη ζωή μου, λειτουργούσε ως καταφύγιο, ως απόδραση από την καθημερινότητα και ως ενθάρρυνση.

Μ.Γ.: Επιλέγετε να γράφετε πάντα αστυνομική λογοτεχνία;

Ε.Μ.: Δεν ξέρω αν την επέλεξα εγώ ή με επέλεξε εκείνη. Ανέκαθεν αγαπούσα τους γρίφους και τα μυστήρια, οτιδήποτε «παίζει» με το μυαλό και το προκαλεί. Ίσως γι’ αυτό οδηγήθηκα στο συγκεκριμένο είδος, γιατί μου αρέσει να σκαρώνω τους δικούς μου γρίφους και τις δικές μου ιστορίες με αγωνία και ανατροπές.

Μ.Γ.: “Ο θησαυρός της Σμύρνης” είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου σας. Με τι έρχεται σε επαφή ο αναγνώστης;

Ε.Μ..: Το μυθιστόρημα αυτό έχει δύο επίπεδα: στο πρώτο υπάρχει το ιστορικό κομμάτι, που αναφέρεται στην τραγωδία της Σμύρνης το 1922 και στην εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα∙ στο δεύτερο συναντάμε το αγαπημένο μου δίδυμο Βαρσάμη-Γληνού, οι οποίοι προσπαθούν να εξιχνιάσουν τη δολοφονία ενός αιωνόβιου γέροντα, παλιού γνώριμου του αστυνόμου, που ήρθε βρέφος από τη Σμύρνη στην Ελλάδα μετά την καταστροφή. Ο αναγνώστης, λοιπόν, θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν σ’ εκείνη τη μαύρη για τον Ελληνισμό περίοδο, με τις σφαγές, τις λεηλασίες, τις βιαιοπραγίες, την απελπισμένη προσπάθεια για σωτηρία, τον ξεριζωμό και την προσφυγιά, αλλά παράλληλα να γευτεί το μυστήριο και την αγωνία μιας σκοτεινής υπόθεσης, η λύση της οποίας ανάγεται στη Σμύρνη του 1922.

Μ.Γ.: Ο αστυνομικός Μάνος Βαρσάμης και η ψυχολόγος Έλσα Γληνού είναι σταθεροί κεντρικοί ήρωες στα βιβλία σας;

Ε.Μ.: Στα τρία τελευταία μου βιβλία (Αθώοι ένοχοι, Το χέρι του Θεού, Ο θησαυρός της Σμύρνης) ο Μάνος Βαρσάμης και η Έλσα Γληνού αποτελούν το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Το ίδιο συμβαίνει και στο βιβλίο που γράφω τώρα. Ο Βαρσάμης «γεννήθηκε» στο μυθιστόρημα Τα τρία πρόσωπα της Εκάτης και η Γληνού στο Μαύρα σαν τον έβενο μαλλιά, επειδή όμως τους αγάπησα πολύ και τους δύο ως χαρακτήρες, αποφάσισα να τους «παντρέψω» και να τους κάνω συνεργάτες και φίλους. Η αγάπη που τους δείχνουν και οι αναγνώστες μού δίνει μεγάλη χαρά και πιστεύω ότι θα συνεχίσουν να πρωταγωνιστούν και σε πολλές ακόμα ιστορίες.

Μ.Γ.: Πώς προέκυψε η έμπνευση της ιστορίας που αφηγείστε;

Ε.Μ.: Η έμπνευση προέκυψε πριν από περίπου έναν χρόνο, σε μια τυχαία συζήτηση που είχα με τον εκδότη μου, τον Γιάννη Κωνστανταρόπουλο. Μου διηγήθηκε την ιστορία ενός συγγενικού του προσώπου που ετοιμαζόταν να φύγει από τη Σμύρνη τη μέρα της καταστροφής, έχοντας κανονίσει, με τη βοήθεια κάποιου φίλου από την ιταλική πρεσβεία, να πάρει μαζί του αρκετά τιμαλφή και χρήματα. Η φωτιά, όμως, που ξέσπασε στην πόλη ανέτρεψε τα σχέδιά του και με δυσκολία κατάφερε να σωθεί και να έρθει στην Ελλάδα. Όση ώρα ο Γιάννης μιλούσε, εγώ έπλαθα στο μυαλό μου τον χαρακτήρα του Αρίστου, ενός νεαρού επιχειρηματία που σχεδιάζει να εγκαταλείψει τη Σμύρνη μαζί με την οικογένειά του, και του Τζουλιάνο, του Ιταλού φίλου του. Στη διαδρομή από τον εκδοτικό οίκο μέχρι το σπίτι μου, άρχισα να πλέκω τη νέα περιπέτεια του Μάνου και της Έλσας, τον Θησαυρό της Σμύρνης.

Μ.Γ.: Έχετε επηρεαστεί από ξένους αστυνομικούς συγγραφείς;

Ε.Μ.: Η αλήθεια είναι ότι προτιμώ να διαβάζω Έλληνες συγγραφείς και όχι ξένους, αφού νομίζω ότι δεν υστερούν σε τίποτα και σαφέστατα βρίσκονται πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα. Πιστεύω ότι γενικά έχω επηρεαστεί από ό,τι έχω διαβάσει, αφού με το διάβασμα ανοίγει περισσότερο το μυαλό, εμπλουτίζεται το λεξιλόγιο, διαμορφώνεται σιγά σιγά το ύφος.

Μ.Γ.: Πώς παρουσιάζονται οι άνθρωποι του αστυνομικού σώματος και οι ντετέκτιβ στα βιβλία σας, είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας ή σούπερ ήρωες;

Ε.Μ.: Σούπερ ήρωες δεν είναι σε καμία περίπτωση, γιατί τότε θα χανόταν η πειστικότητα και η αμεσότητα. Οι υπηρέτες του νόμου στα βιβλία μου είναι άνθρωποι καθημερινοί, απλώς έχουν καλλιεργήσει περισσότερο την «όσφρηση» και την παρατηρητικότητά τους. Καθένας, βέβαια, διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις και την εμπειρία που αποκόμισε από τη δουλειά του, στοιχεία που τον βοηθούν στις έρευνες και στη διαλεύκανση των εγκλημάτων.

Μ.Γ.: Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά στους αναγνώστες αστυνομικής λογοτεχνίας ή τα θέματα που παρουσιάζετε αφορούν ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό;

Ε.Μ.: Πάντοτε στα βιβλία μου το φόντο της αστυνομικής ιστορίας είναι κοινωνικό. Άλλωστε, το ίδιο το έγκλημα αποτελεί κοινωνικό ζήτημα, είναι ένα από τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας. Υπό την έννοια αυτή, λοιπόν, τα θέματα που παρουσιάζω αφορούν ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό κι όχι μόνο τους λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας.

Μ.Γ.: Τι θα λέγατε στους αναγνώστες που δεν επιλέγουν την αστυνομική λογοτεχνία ώστε να τους προσελκύσετε να διαβάσουν το βιβλίο σας;

Ε.Μ.: Νομίζω ότι αυτοί που αποφεύγουν την αστυνομική λογοτεχνία το κάνουν γιατί σκέφτονται ότι ένα βιβλίο αυτού του είδους θα περιέχει μόνο αίμα και βία. Θα προσπαθούσα, λοιπόν, να τους εξηγήσω την κοινωνική διάσταση του αστυνομικού μυθιστορήματος, το οποίο –κατά την προσωπική μου γνώμη– αποτελεί έναν καθρέφτη της κοινωνίας μέσα στην οποία ζούμε. Άλλωστε, ανέκαθεν πίστευα ότι κάποιος δεν γεννιέται κακός αλλά γίνεται, ανάλογα με το οικογενειακό του περιβάλλον, τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγαλώνει, τις ευκαιρίες που θα του δοθούν ή δεν θα του δοθούν.

Πέρα, όμως, από αυτό, αν ήθελα να μιλήσω ειδικά για το τελευταίο μου βιβλίο, τον Θησαυρό της Σμύρνης, νομίζω ότι οι αναγνώστες θα έβρισκαν ενδιαφέροντα τα ιστορικά στοιχεία που περιέχει –τα οποία είναι πέρα για πέρα αληθινά– και θα είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την πορεία κάποιων ηρώων από τον ξεριζωμό μέχρι τη νέα τους ζωή στην Ελλάδα ως πρόσφυγες, την προσπάθειά τους να ορθοποδήσουν και να προοδεύσουν. Παράλληλα, στόχος μου είναι να τους παρασύρω σε μια ιστορία γεμάτη μυστήριο και αγωνία, πάθη, λάθη και ανατροπές.

Μ.Γ.: Τα αστυνομικά βιβλία ξεπερνούν την αληθινή ζωή ή η αληθινή ζωή τα ξεπερνάει;

Ε.Μ.: Δυστυχώς, συμβαίνει το δεύτερο. Ειδικά τα τελευταία χρόνια έχουμε όλοι ακούσει για περιστατικά που ξεπερνούν, νομίζω, τη φαντασία και του καλύτερου συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας και που αν τα διαβάζαμε σε ένα βιβλίο, θα τα θεωρούσαμε ίσως και υπερβολικά. Να, όμως, που η αληθινή ζωή έρχεται να μας υπενθυμίσει πόσο σκοτεινό και απρόβλεπτο είναι το ανθρώπινο μυαλό και πώς ένας φαινομενικά ήσυχος άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί στο πιο άγριο θηρίο όταν ξυπνήσουν τα ένστικτα που για χρόνια καταπίεζε.

Μ.Γ.: Υπάρχει κάποιο σημείο του βιβλίου που σας δυσκόλεψε περισσότερο ή διστάσατε μέχρι να το γράψετε;

Ε.Μ.: Αρκετές από τις σκηνές του βιβλίου που διαδραματίζονται στη Σμύρνη την ημέρα της καταστροφής με δυσκόλεψαν, αφενός γιατί με φόρτισαν πολύ συναισθηματικά, αφετέρου γιατί δεν έπρεπε να χάσω την ισορροπία που εξαρχής ήθελα να υπάρχει. Τι εννοώ με αυτό; Ο στόχος μου δεν ήταν μέσα από τις συγκεκριμένες περιγραφές να αναδείξω μόνο τη βιαιότητα των Τσετών και την τραγική μοίρα των αθώων, αλλά και το πλήγμα που υφίσταται ο άνθρωπος γενικά μέσα σε έναν πόλεμο, είτε ανήκει στην πλευρά των νικητών είτε των ηττημένων. Γι’ αυτό και μέσα στο βιβλίο υπάρχει ο κακός και ο καλός Τούρκος, αλλά και ο κακός και ο καλός Έλληνας, ο κακός και ο καλός Ευρωπαίος. Ο κακός σφάζει, εκμεταλλεύεται, αδιαφορεί και ο καλός συμπονά, συντρέχει και βοηθά. Πεποίθησή μου είναι ότι οι απλοί άνθρωποι, σε όποια εθνικότητα κι αν ανήκουν, δεν μισούν ο ένας τον άλλο. Τα πολιτικά παιχνίδια και τα οικονομικά συμφέροντα των ισχυρών είναι εκείνα που καλλιεργούν το μίσος και τον διχασμό. Κατά τ’ άλλα, όπως λέει και ο Τζαν, ένας Τούρκος γέροντας, ήρωας του βιβλίου: «Στις φλέβες όλων κυλάει το ίδιο αίμα… και είναι κόκκινο…».

Μ.Γ.: Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη «συνταγή» για να γράψει κάποιος ένα αστυνομικό βιβλίο;

Ε.Μ.: Σε ένα αστυνομικό βιβλίο πρέπει να υπάρχουν μυστήριο, αγωνία και ανατροπές. Αυτά νομίζω ότι είναι τα μόνα στοιχεία που μπορούν να θεωρηθούν «συνταγή», υπό την έννοια ότι αποτελούν τον κοινό παρονομαστή σε όλα τα μυθιστορήματα του συγκεκριμένου είδους. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο κάθε συγγραφέας θα τα προσεγγίσει, θα «δέσει» την ιστορία του και θα την εξελίξει είναι διαφορετικός. Προσωπικά, δεν μου αρέσουν πολύ οι συνταγές, γιατί αν τις ακολουθήσει κάποιος κατά γράμμα, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο για όλους. Γι’ αυτό πάντα «πειράζω» τις συνταγές, βάζοντας την προσωπική μου πινελιά – τώρα, το αν θα πετύχει ή όχι είναι άλλη υπόθεση.

Μ.Γ.: Ποια είναι τα σημεία που πρέπει να προσέχει;

Ε.Μ.: Νομίζω ότι αυτό που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι η αληθοφάνεια και η συνέπεια στο δέσιμο των στοιχείων. Τα πάντα πρέπει να εξηγούνται και να δικαιολογούνται –ειδικά οι ανατροπές–, να μη μένουν στον αναγνώστη απορίες και κενά, να νιώθει πλήρης όταν φτάσει στην τελευταία σελίδα.

Μ.Γ.: Αν και πρόκειται για αστυνομική πλοκή, υπάρχουν αξίες που αναδεικνύονται στις σελίδες του βιβλίου σας;

Ε.Μ.: Όπως ανέφερα και πρωτύτερα, θεωρώ ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι κατεξοχήν κοινωνικό, επομένως μέσα στα βιβλία μου αναδεικνύονται αξίες και ιδέες όπως η οικογένεια, η φιλία, ο παραλογισμός του μίσους και της εκδίκησης, η απόδοση της δικαιοσύνης, η σημασία της ψυχικής δύναμης και, κυρίως, η ανθρωπιά, που, δυστυχώς, χάνεται στις μέρες μας.

Μ.Γ.: Με ποια συναισθήματα βιώσατε τη συγγραφική συμπόρευση με τους ήρωές σας;

Ε.Μ.: Πάντα συμπάσχω με τους ήρωές μου, αλλά ειδικά στον Θησαυρό της Σμύρνης τα συναισθήματα ήταν πολύ έντονα. Ίσως φταίει το θέμα, που ως έναν βαθμό αφορά τη Μικρασιατική καταστροφή. Ένιωσα θυμό και οργή για την άδικη και τραγική μοίρα των αθώων κατοίκων της Σμύρνης, πόνεσα, έκλαψα, προσπάθησα να κατανοήσω τη συμπεριφορά των «κακών» (άλλους τους δικαιολόγησα, άλλους όχι), μοιράστηκα τη θλίψη για τον θάνατο κάποιων ηρώων (Θα μου πείτε, τότε γιατί τους σκότωσες; Τι να έκανα; Μπορεί ως Ελευθερία να έχω ευαισθησίες, αλλά ως Μεταξά –ως συγγραφέας εννοώ– ακολουθώ ό,τι εξυπηρετεί την πλοκή), χάρηκα όταν αποδόθηκε επιτέλους δικαιοσύνη.

Μ.Γ.: Τι σημασία αποδίδετε στις κριτικές είτε των ειδικών είτε των απλών αναγνωστών;

Ε.Μ.: Πάντα διαβάζω τις κριτικές, τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές, ειδικά εκείνες των αναγνωστών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν με ενδιαφέρει η γνώμη των ειδικών –το αντίθετο!–, απλώς ο αναγνώστης μιλάει από καρδιάς, αποτυπώνει τα συναισθήματα που του προκάλεσε το βιβλίο. Ιδιαίτερα οι αρνητικές κριτικές, όσο κι αν με στενοχωρούν, μπορούν να αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμες, αφού με βοηθούν να βρω τις αδυναμίες μου και να βελτιώσω τη γραφή μου.

*Το βιβλίο «Ο θησαυρός της Σμύρνης» της Ελευθερίας Μεταξά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας


*Μαίρη Γκαζιάνη

Γεννήθηκε στα Ιωάννινα.  Μεγάλωσε στην Αθήνα όπου ζει μέχρι σήμερα και εργάσθηκε στον τραπεζικό χώρο. Στο παρελθόν ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με την φωτογραφία, τη ζωγραφική και τα τελευταία δέκα χρόνια με τη συγγραφή. Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές.

Την περίοδο 2011-2012 υπήρξε ραδιοφωνική παραγωγός στο magicradiolive. Από τον Νοέμβρη 2014 συνεργάζεται με το now24.gr και έχει πραγματοποιήσει πάνω από εξακόσιες συνεντεύξεις, καθώς και σχολιασμούς βιβλίων και θεατρικών παραστάσεων. Το 2016 συμμετείχε στην τηλεοπτική εκπομπή «Καλώς τους» του ΑιγαίοTV πραγματοποιώντας συνεντεύξεις σε ανθρώπους των τεχνών. Διετέλεσε Διευθύντρια Σύνταξης του on line Πολιτιστικού Περιοδικού Books and Style από Ιούλιο 2017 έως Μάρτιο 2018 οπότε αποχώρησε οικειοθελώς.

Μεγάλες της αγάπες είναι το θέατρο και ο χορός με τα οποία έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά κι έχει συμμετάσχει σε θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις.

Τον Μάιο του 2012 κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Σου γράφω…», τον Σεπτέμβρη 2013 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Ένα φεγγάρι λιγότερο» από τις εκδόσεις Ελληνική Πρωτοβουλία και τον Ιούνιο του 2014 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Τα πλήκτρα της σιωπής»  από τις εκδόσεις ΄Οστρια. Επίσης, το παραμύθι της «Το ψαράκι του βυθού» συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Παραμύθια και Μαμάδες» εκδόσεις Βερέττα 2015.  Τον Ιούνιο 2017 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της «Άλικα βήματα» από την Εμπειρία Εκδοτική. Τον Νοέμβριο του  2019 κυκλοφόρησε το νέο της μυθιστόρημα «Ζάχαρη άχνη» από τις εκδόσεις Ωκεανός. Τον Ιούνιο 2021 κυκλοφόρησε  το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ από τις εκδόσεις Ωκεανός.