Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης
Ο Γεώργιος Άβλιχος αναφέρεται σε λεξικά και καταλόγους τέχνης ότι γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς το 1842. Σχετικά πρόσφατες πληροφορίες όμως αναφέρουν ότι γεννήθηκε στην Τεργέστη στις 2 Απριλίου 1842. Μητέρα του ήταν η Σλοβενικής καταγωγής Γελτρούδη Πρίμιτζ, η οποία περίπου το 1850 μετοίκησε στην Κεφαλονιά και το 1851 παντρεύτηκε τον Ληξουριώτη έμπορο Γεώργιο Θ. Άβλιχο, του οποίου ο εννιάχρονος τότε Γεώργιος έλαβε το επώνυμο του.
Ο Γεώργιος Άβλιχος σπούδασε ζωγραφική σε σχολή ελευθέρων σπουδών στην Νάπολη της Ιταλίας και ταυτόχρονα παρακολούθησε μαθήματα νομικών. Συνέχισε τις καλλιτεχνικές του σπουδές στην Γερμανία, για να επιστρέψει κατόπιν στην Κεφαλονιά όπου εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος στην Βιβλιοθήκη Αργοστολίου. Ως ζωγράφος καταπιάστηκε κυρίως με προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, ηθογραφικές και θρησκευτικές σκηνές. Τα πρωιμότερα γνωστά έργα του είναι ζωγραφισμένα το 1878, όταν ο καλλιτέχνης ήταν γύρω στα σαράντα του χρόνια, γεγονός που δείχνει πως επιδόθηκε επαγγελματικά κάπως αργά στη ζωγραφική. Η τέχνη του αντανακλά τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό της εποχής του. Το έργο του είναι γεμάτο μελαγχολική απαισιοδοξία και εκδηλώνει την τρυφερή και ευαίσθητη πλευρά της προσωπικότητάς του στην ποιητική απεικόνιση νεαρών προσώπων. Οι εκλεπτυσμένες προσωπογραφίες του κατατάσσονται μεταξύ των καλύτερων της νεοελληνικής ζωγραφικής.
Όπως σχεδόν όλοι οι ζωγράφοι και αγιογράφοι της εποχής του παρέδιδε μαθήματα για να ανταπεξέλθει στις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που βίωνε. Υπάρχουν σχετικές αγγελίες στον τοπικό τύπο του Αργοστολίου ήδη από το 1889. Σε μια από αυτές αναφέρει προς τους γονείς της πόλης ο Άβλιχος ότι η έλλειψη διδασκαλίας ιχνογραφίας και καλλιγραφίας που είναι μαθήματα απαραίτητα για την συμπλήρωση της καλής αγωγής τον προέτρεψε να αναπληρώσει το ουσιώδες κενόν με το να παραδίδει μαθήματα σε παιδιά τρείς φορές την εβδομάδα στο εργαστήριο του. Ανάμεσα στις μαθήτριες του ήταν η Ασπασία Αννίνου (1879-1941) που επιδόθηκε κύρια σε νατουραλιστικές νεκρές φύσεις. Η μεγαλύτερη προσωπογραφία που φιλοτέχνησε ο Άβλιχος είναι του Ιωάννη Σάββα Άνιννου, με πλάι του σε μικρό καβαλέτο το κορνιζαρισμένο ψήφισμα της Ιονίου Βουλής για την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Επίσης του Μαρίνου Π. Γκεντιλίνη, του Γεράσιμου Α. Άνιννου, του κορυφαίου Ριζοσπάστη, πολιτικού και εκδότη Ηλία Ζερβού- Ιακωβάτου, που στην κηδεία του το 1894 απήγγειλε ελεγείο του για αυτόν, της Χρυσάνθης Ζερβού-Ιακωβάτου, της Κάτε Τυπάλδου-Φορέστη, και άλλων προσωπικοτήτων, πολλά των οποίων καταστράφηκαν από σεισμούς ή έχουν φθαρεί και αλλοιωθεί παρά τις όποιες συντηρήσεις. Για τα έργα του αυτά έχω γράψει αισθητικά σχόλια στο λεύκωμα του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Αργοστολίου του Κοργιαλένειου Ιδρύματος Κεφαλονιάς επισημαίνοντας την υποβλητική τους διάσταση. Ο ιστορικός τέχνης Δημήτρης Παπαστάμος τον έχει κατατάξει στους εκπροσώπους της δημιουργικής ενδυνάμωσης της επτανησιακής σχολής στα μέσα του 19ου αιώνα μαζί με τους Διονύσιο Τσόκο, Χαράλαμπο Παχή και Άγγελο Γιαλλινά. Την ίδια εποχή δημιουργούσαν επίσης οι επτανήσιοι Γεώργιος Μηνιάτης, Διονύσιος Βέγιας, Αιμίλιος και Σπυρίδων Προσαλέντης, Διονύσιος Καλυβωκάς κ.α.
Γενικά τα θέματα που ζωγράφιζε ο Άβλιχος, συνήθως κατά παραγγελία, ποικίλουν ως προς την ποιότητα. Ακολουθεί μεθοδικά τα συνθετικά πλαίσια που έχουν καθοριστεί από την κλασικιστική ιταλική και γαλλική σχολή προσωπογραφίας, με στυλιστικές αναφορές στο μετρ Ντομινίκ Ένγκρ.
Αριστουργηματικά θεωρούνται τα έργα του «Πορτραίτο του πατέρα» 1886, «Η κυρία του κρατάει μπουκετάκι» 1886, «Κοπέλα στο παράθυρο» 1887 (Η νεαρή Ρουμπίνα Καβαλλιεράτου στο εξοχική αρχοντικό της οικονένειας της στα Βλαχάτα Κεφαλονιάς), «Η Κεφαλονιτοπούλα» 1888 της συλλογής Κουτλίδη στην Εθνική Πινακοθήκη. Οι κοινωνικές συνθήκες της μικρής τοπικής κοινωνίας, η δυσμορφία του, οι ιδιοτροπίες του χαρακτήρα του και η αρνητική αντιμετώπιση από συμπολίτες του τον έθεσαν στο περιθώριο. Κύρια η αντιζηλία και οι περιουσιακές διενέξεις με τον αδελφό του Μικέλη Άβλιχο (1844-1917) γνωστό στο πανελλήνιο σατιρικό ποιητή και ένθερμο αναρχικό, οπαδό του Μπακούνιν, καθόρισαν μέχρι τέλους την γεμάτη δυσκολίες ζωή του. Πέθανε βαριά άρρωστος και άπορος το 1905 και κατ’ άλλους το 1909 στο Αργοστόλι.
Η βαθιά και πολυεπίπεδη πνευματική του καλλιέργεια και η πολλαπλή εκφραστική του ικανότητα, σαν ποιητής, μουσικοσυνθέτης, μεταφραστής θεωρητικών κειμένων για την τέχνη, θεατρικός συγγραφέας και λόγιος οικοδόμησαν μεν ένα εκλεπτυσμένο εικαστικό έργο, χαρακτηριστικό της ευρωπαίζουσας αισθητικής του επτανησιακού χώρου τον 19ο αιώνα, το οποίο όμως διατηρεί πολλά σκοτεινά σημεία και αμφιλεγόμενες προσεγγίσεις.
Ο Άβλιχος έγραψε τα λογοτεχνικά έργα του στη δημοτικό επτανησιακό ιδίωμα, ενώ το 1883 παρουσίασε στο κοινό το έμμετρο ιστορικό δράμα του «Η καταστροφή των Ψαρών», το οποίο έκανε πρεμιέρα το ίδιο έτος στο θέατρο «Κέφαλος» στο Αργοστόλι. Επίσης ασχολήθηκε με την μελοποίηση ποιημάτων. Πίνακές του με προσωπογραφίες παρουσιάστηκαν στην έκθεση του Συλλόγου «Παρνασσός» το 1885 και στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του Ζαππείου το 1888. Στο έργο του κυριαρχεί μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που δίνει την αίσθηση της υπέρβασης της καθημερινότητας. Όσον αφορά τις προσωπογραφίες του, σε αυτές διακρίνονται η αρμονία της παράθεσης των χρωμάτων και ο ρεαλισμός στην απόδοση των χαρακτηριστικών. Επίσης ο Άβλιχος ήταν ένας από τους λίγους Έλληνες ζωγράφους που απέφυγε τις τεχνικές των ακαδημαϊκών καλλιτεχνών της εποχής του χρησιμοποιώντας καθαρές και φωτεινές αποχρώσεις. Είχε την ικανότητα να ζωντανεύει με απαλές πινελιές τα πρόσωπα που αντέγραφε από φωτογραφικές απεικονίσεις τους για την φιλοτέχνηση μεταθανάτιων πορτρέτων. Ακολουθώντας στις προσωπογραφικές συνθέσεις του τις απαραίτητες και απαιτούμενες από τους πελάτες συμβάσεις πετύχαινε με μαεστρία την ανάδειξη στοιχείων που χαρακτήριζαν το κάθε πρόσωπο που ζωγράφιζε. Με την πρόσθεση ανάλογων αντικειμένων και λεπτομερειών στον τύπο της ένθετης νεκρής φύσης, όπως βιβλία, άνθη, επιγραφές, παράσημα, ενδυματολογικές απολήξεις και μπορντούρες, κοσμήματα, δήλωνε υπαινικτικά και διακριτικά την πνευματική μόρφωση, το πιθανό πολιτικό αξίωμα, την κοινωνική θέση, τις ασχολίες και τα ενδιαφέροντα των προσωπικοτήτων. Χαρακτηριστικό είναι το ιδιότυπο πρασινίζον χρώμα που έπλαθε τα σχεδόν υπερβατικά φόντα των έργων του, που θα μπορούσε να ονομαστεί «το πράσινο του Άβλιχου».