Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail:[email protected]
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος.
Με αυτά τα λόγια ξεκινά ο Ευαγγελιστής Ιωάννης να μας περιγράφει την εκ του μηδενός δημιουργία του κόσμου δια στόματος και χειρών Θεού (κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο α’ 1-17), κάνοντας έτσι ένα απολαυστικό «πάντρεμα» της Παλαιάς, πιο συγκεκριμένα του βιβλίου της Γενέσεως, και της Καινής Διαθήκης. Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή, στην αρχή υπήρχε απόλυτο σκοτάδι, μέσα στο οποίο ξεχώριζε, «έλαμπε» ο Λόγος, δηλαδή το λεκτικό στοιχείο. Όμως το λεκτικό στοιχείο χρειάζεται στόμα για να εκφραστεί, διαφορετικά είναι πρακτικώς ανύπαρκτο αν και θεωρητικώς πάντα υπαρκτό. Εφόσον στα πρώτα στάδια της δημιουργίας του κόσμου, όπως αυτή μας «κοινωνείται» από την Αγία Γραφή, δεν υφίστατο θνητό έμβιο ον παρά μόνο ο φύσει αθάνατος Θεός, μόνο Αυτός μπορούσε να εκφέρει λόγο. Τουτέστιν να του δώσει σάρκα και οστά, φανερώνοντας την ύπαρξη και πρακτική χρησιμότητα αυτού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ταύτισε ο Ευαγγελιστής τις έννοιες «Θεός» και «Λόγος» μεταξύ τους και κατέληξε δια της προαναφερθείσας συλλογιστικής πορείας στο συμπέρασμα πως αυτές οι έννοιες είναι αχώριστες μεταξύ τους. Αν δεν ήταν ο Θεός, ο Λόγος δεν θα υπήρχε. Αν ο Λόγος δεν φανερωνόταν στον κόσμο μέσω του Ιησού Χριστού και όσων αγωνίστηκαν αργότερα για να Τον κηρύξουν εις άπαντα τα έθνη, η Θεία Οικονομία που απέβλεπε στην ανθρώπινη σωτηρία δεν θα ήταν παρά μια ουτοπία. Εξίσου ουτοπία θα ήταν εν τη απουσία του (Θείου) Λόγου και ο φυσικός κόσμος, όπως τον ξέρουμε εδώ και περισσότερο από 2 χιλιετίες στη βάση των περιγραφών που έχουμε στην διάθεσή μας από το μακρινό παρελθόν.
Για να μη μακρηγορήσουμε όμως και επεκταθούμε υπερβολικά στο καθαρά θρησκευτικό κομμάτι της εν λόγω αναφοράς, που ίσως δεν θα ενδιέφερε τη μεγάλη μάζα του αναγνωστικού κοινού, ας απομονώσουμε προσωρινά το θρησκευτικό στοιχείο. Πώς η μαρτυρία του Ευαγγελιστή Ιωάννη βοηθά έναν γλωσσολόγο, έναν φιλόλογο και έναν φιλόσοφο να υποστηρίξουν την θέση τους για την δύναμη της γλώσσας μέσω αποδεικτικών τεκμηρίων; Δεν χρειάζονται μεταφυσικές υπεραναλύσεις για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Αν εξετάσει κανείς τα γεγονότα καθαυτά και αποστασιοποιημένος από τυχόν υπερβολικές αποχρώσεις που ως έναν βαθμό είναι λογικό να υπάρχουν για να προσδίδουν θρησκευτική γλαφυρότητα στην περί Θείας Πρόνοιας αφήγηση, η απάντηση δεν αργεί να έρθει στο φως. Σύμφωνα με το βιβλίο της Γενέσεως, το οποίο είναι εκ των γνωστότερων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης και της Αγίας Γραφής γενικώς, ο Θεός χρειάστηκε μόλις 6 μέρες για να συνθέσει τα βασικά δομικά στοιχεία του φυσικού κόσμου. Αυτό το χρωστάει στην αμεσότητα του προϋπάρχοντος λεκτικού στοιχείου, το οποίο Του παρείχε την δυνατότητα σε συνδυασμό με τις υπερφυσικές δυνάμεις της Θείας Φύσεώς Του να μεγαλουργήσει, όταν π.χ. είπε «γενηθήτω φῶς» και αμέσως «ἐγένετο φῶς». Κάπως έτσι διαμορφώθηκε προοδευτικά το κοσμικό δημιούργημα, ξεκινώντας από το φως και τα στοιχεία της φύσης και φτάνοντας τελικώς στους Πρωτόπλαστους, δηλαδή στον Αδάμ και στην Εύα.
Και τώρα μπορούμε πλέον, έχοντας «ξεσκονίσει» τη γνωστότερη ίσως αναφορά στην ισχύ του λεκτικού στοιχείου, η οποία εμπίπτει μάλλον στην θεία παρά στην ανθρώπινη συχνότητα, να δούμε την δυναμικότητα της γλώσσας σε καθαρά ανθρώπινα συμφραζόμενα. Πρώτα και κύρια δεν μπορεί κανείς να μην πάθει έκπληξη, σοκ ενδεχομένως, αναλογιζόμενος πως ένα όργανο του σώματος τόσο αδύναμο και ευαίσθητο, καθότι είναι καθαρή σάρκα δίχως οστικές δομές, κρύβει δύναμη ανυπολόγιστη. Δύναμη, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά το δοκούν τόσο για καλό όσο και για κακό σκοπό. Έχει λεχθεί πολύ αριστουργηματικά ότι «ακόμα και το πιο γυμνασμένο μπράτσο θα έτρεμε να αντιμετωπίσει τη γλώσσα γνωρίζοντας μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο δυναμισμός της». Και όχι άδικα. Ένα σοβαρό σωματικό χτύπημα πάντα αφήνει τα σημάδια του στο σημείο που στόχευσε ή και σε κάποια περιοχή εκεί γύρω, ωστόσο συνήθως τα σημάδια ξεκινούν προοδευτικά να υποχωρούν μετά την έλευση ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου κατά περίπτωση χρονικού διαστήματος. Όμως ένα λεκτικό χτύπημα (εξύβριση, ειρωνεία, πάσης φύσεως ταπεινωτική λεκτική επίθεση) μπορεί να αφήσει μόνιμο το στίγμα του που θα είναι από πολύ δύσκολα ιάσιμο έως και ανίατο. Ο δε συνδυασμός σωματικών και λεκτικών χτυπημάτων είναι εξ ορισμού καταστροφικός. Και αντίστροφα: μια καλή κουβέντα που εμπεριέχει αγάπη, εκτίμηση και θαυμασμό επιδρά πολύ συχνά πιο ιαματικά και από ένα χάδι ή μια αγκαλιά, στα οποία προφανώς χρησιμοποιούνται τα χέρια. Ο δε συνδυασμός αυτών είναι το καλύτερο δώρο που μπορούμε να κάνουμε σε έναν άνθρωπο που προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του για να σταθεί ξανά στα πόδια του.
Αν θα θέλαμε να μιλήσουμε με πιο συγκεκριμένα δεδομένα, υπάρχει μια ποικιλία εκφράσεων οι οποίες με γλαφυρό και παραστατικό τρόπο αναδεικνύουν την ισχύ της γλώσσας, εν γένει του λεκτικού στοιχείου. Ενδεικτικά:
1. Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει. / Τα λόγια του ήταν γροθιά στο στομάχι, μαχαιριά.
Όπως αναφέρθηκε ήδη παραπάνω, η γλώσσα αποτελεί μια μικρής σχετικά έκτασης σαρκική επιφάνεια, η οποία στερείται οστικών δομών. Η απουσία των εν λόγω δομών την καθιστά βάσει των θεμελιωδών βιολογικών αρχών ένα όργανο ιδιαίτερα αδύναμο. Είναι γνωστό για τα οστά πως μεταξύ των λειτουργιών τους συγκαταλέγεται και η προστασία του δέρματος με την παροχή ανθεκτικότητας απέναντι σε τυχόν τραυματισμούς. Αυτή η ιδιότητα απουσιάζει προφανώς στη γλώσσα. Πάραυτα, έστω και χωρίς να έχει οστά, και έστω και χωρίς να αγγίζει τα οστά ενός άλλου σώματος, όπως κάνει π.χ. ένα χέρι που επιτίθεται με ορμή για να χτυπήσει έτερα οστά, διαθέτοντας μάλιστα και το ίδιο γερές οστικές δομές, είναι σε θέση να προκαλέσει μεγάλη ζημιά. Και κάπως έτσι φτάσαμε να παρομοιάζουμε τα παραγόμενα από τη γλώσσα λόγια με μια γροθιά στο στομάχι ή μια μαχαιριά, που από τη φύση τους είναι πολύ επώδυνα χτυπήματα. Ποιος δεν το νιώθει αυτό στο πετσί του όταν για παράδειγμα υφίσταται ματαίωση ακούγοντας να του λένε «Είσαι άχρηστος, ούτε μια δουλειά δεν μπορείς να κάνεις σωστά» ή όταν δέχεται χυδαία εξύβριση και μάλιστα σε κοινή θέα;
2. Γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει. / Μεταξύ αστείου και σοβαρού τα σοβαρά λέγονται.
Εν τη ρύμη του λόγου έχουν ειπωθεί κατά καιρούς μεγάλες αλήθειες και πράγματα σοβαρά, τα οποία ο ομιλητής εννοεί και με το παραπάνω, παρόλο που μπορεί να προσπαθεί να τα παρουσιάσει σαν χιούμορ, σαν «καζούρα». Μπορεί κάποιος για παράδειγμα να πει «Εσύ πας τόσα ταξίδια, εμάς γιατί να μη μας περισσεύει έστω κάτι λίγο στην άκρη για να πάμε;». Σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει το πολύ σοβαρό ενδεχόμενο να δεχθεί μεταξύ άλλων σχόλια τα οποία θα του χρεώνουν ζήλεια και φθόνο για το γεγονός ότι ο δέκτης της κουβέντας του χαίρει ενός προνομίου που ο ίδιος δεν έχει. Αν λάβει τέτοιας λογής σχόλια από τον ίδιο τον δέκτη ή και άλλους ενδεχομένως παρευρισκομένους, αισθανόμενος άβολα θα ισχυριστεί πιθανότατα ότι αυτό ειπώθηκε για πλάκα και χωρίς κανένα ίχνος ζήλειας ή φθόνου. Δύσκολα όμως θα πιστέψει κανείς ότι από την αντίδραση αυτήν απουσιάζουν εντελώς τα εν λόγω στοιχεία ή ότι απλά του ξέφυγε σε μια στιγμή αδυναμίας κατά την οποία τον απασχολούσε έντονα κάτι άλλο και ξέσπασε προς λανθασμένη κατεύθυνση. Με απλά λόγια, η γλώσσα εκπέμπει ένα είδος λανθανόντων συναισθημάτων και λογισμών. Ο ομιλητής μπορεί να θέλει να τα αποκρύψει, προσπαθεί πολύ να το επιτύχει, όμως η δύναμη της γλώσσας τον «προδίδει», τον «ξεσκεπάζει». Σίγουρα έχει συμβεί σε όλους μας να εκστομίσουμε κάποια κουβέντα με λανθάνοντα συγκεκριμένα μηνύματα, τα οποία όμως ύστερα από τύψεις ή και εγωισμό ενδεχομένως θέλαμε να αποφύγουμε να βγουν στη φόρα, όταν καταλάβαμε πως οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι μας είχαν «μυριστεί». Όπως επίσης έχει συμβεί ούτε λίγο ούτε πολύ σε όλους μας να «μυριστούμε» τις λανθάνουσες προθέσεις πίσω από κάποια κουβέντα που ένας άνθρωπος εκστόμισε κάποια στιγμή και ας μην τις παραδέχθηκε ο ίδιος του ευθέως ποτέ.
3. Στάζει η γλώσσα του φαρμάκι. / Στάζει η γλώσσα του μέλι.
Έχουμε από τη μια το φαρμάκι, από την άλλη το μέλι. 2 πράγματι τόσο αντίθετες μεταξύ τους έννοιες. Πόσο καταστροφικό είναι αφενός το φαρμάκι για τον ανθρώπινο οργανισμό. Και πόσο θρεπτικό είναι αφετέρου το μέλι. Οι παραπάνω παρομοιώσεις σημαίνουν ουσιαστικά ότι μια γλώσσα που «εκτοξεύει» κάποια συγκεκριμένα λόγια μπορεί να «στάξει» πάνω στον δέκτη των λόγων της σε κάποιες περιπτώσεις φαρμάκι, δηλητηριάζοντας έτσι το μέσα του, όπως ακριβώς θα συνέβαινε αν ο δέκτης κατανάλωνε κάποιο φαρμάκι. Σε άλλες όμως περιπτώσεις μπορεί να «στάξει» μέλι, γλυκαίνοντας έτσι το μέσα του δέκτη των λόγων της, όπως ακριβώς θα συνέβαινε αν ο τελευταίος κατανάλωνε μέλι. Περιληπτικά μιλάμε για 2 διαφορετικά συστατικά στοιχεία της γλώσσας με 2 εντελώς διαφορετικές ιδιότητες, τις οποίες έχουν ούτως ή άλλως και ανεξάρτητα από τη γλώσσα. Λίγο πολύ όλοι μας έχουμε βιώματα από αμφότερες τις εν λόγω καταστάσεις.
4. Βούτα πρώτα τη γλώσσα στο μυαλό και ύστερα μίλα. / Η γλώσσα σου να μην προτρέχει της διάνοιάς σου.
Μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να διανοηθούν ή ενδεχομένως δεν τους νοιάζει καν να αναλογιστούν πόση μεγάλη ζημιά δύνανται να προκαλέσουν στον συνομιλητή τους όταν εκστομίζουν κάποια κουβέντα αυθόρμητα και χωρίς να την έχουν «φιλτράρει» πρώτα. Χωρίς να έχουν «δοκιμάσει», όπως λέμε λαϊκά, τι «γεύση» έχουν τα λόγια τους προτού τα πουν. Αποτελεί πικρή αλήθεια ότι οσάκις κανείς μιλάει δίχως να έχει προβεί σε νοητική επεξεργασία της (α)καταλληλότητας των λέξεων που σχεδιάζει να «απελευθερώσει» δια στόματος συναρτήσει της εκάστοτε περίστασης, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος η γλωσσική πράξη να αποβεί τοξική. Τοξική τόσο για τον δέκτη, που θα αισθανθεί προσβεβλημένος και ταπεινωμένος, όσο και για τον ίδιο τον ομιλητή, αφού θα δημιουργηθεί ένταση, ο ίδιος θα γίνει αντιπαθής, θα του βγει το όνομα και η συζήτηση θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο και όχι σε κάποιο εποικοδομητικό αποτέλεσμα. Σίγουρα όλοι μας το έχουμε δει αυτό να συμβαίνει μπροστά μας κατά το παρελθόν και πιθανότατα συνεχίζουμε να γινόμαστε μάρτυρες τέτοιων πολύ δυσάρεστων καταστάσεων, όντας οι ίδιοι μας ενίοτε μέσα σε αυτές.
5. Μάζεψε τη γλώσσα σου. / Πολύ ξεδιπλώθηκε η γλώσσα σου. / Θα σου κόψω τη γλώσσα.
Μερικές φορές όντως «ξεδιπλώνεται» σε υπερβολικό βαθμό η γλώσσα και κάτι τέτοιο μόνο σε καλό δεν μπορεί να βγει. Η ζημιά μπορεί να προκληθεί όχι μόνο με την έννοια της προσβολής, αλλά και με την έννοια της αποκάλυψης ενός μυστικού το οποίο δεν πρέπει να βγει στη φόρα. Για αυτό είναι πιθανό να ακούσει κανείς κάποια από τις συγκεκριμένες φράσεις όταν «πάρει φόρα» και αρχίσει να μιλάει ακατάπαυστα σε σημείο που απλά να εκστομίζει αυτόματα ο,τι «κατεβάζει το κούτελο» χωρίς δεύτερη σκέψη. Και σε ποιον δεν έχει τύχει να «κράξει» κάποιον για ανεξέλεγκτο «ξεδίπλωμα» γλώσσας που είχε σαν αποτέλεσμα να βγει στο φως κάποιο προσωπικό δεδομένο ή μυστικό που έπρεπε να μείνει κρυφό; Γιατί εκστομίστηκαν κουβέντες ταπεινωτικές για την προσωπική τιμή και υπόληψη; Και βέβαια σε ποιον δεν έχει τύχει να δεχθεί «κράξιμο» για τέτοιους λόγους; Τα δυσάρεστα βιώματα μπορούν και σε αυτήν την περίπτωση να ποικίλουν.
Βλέπουμε λοιπόν πως η γλώσσα δεν είναι απλά πανταχού παρούσα στην καθημερινή ζωή μας, αλλά πολύ περισσότερο κάνει με κάθε ευκαιρία αισθητή την ισχύ της. Η ισχύς αυτή μπορεί να φανερωθεί τόσο με την καλή όσο και με την κακή έννοια. Στο χέρι του καθενός και όλων μας συνάμα βρίσκεται αυτό. Ως εκ τούτου, αν θέλουμε την δυναμικότητα της γλώσσας να την χρησιμοποιούμε για καλό σκοπό, ο οποίος θα ωφελήσει τόσο εμάς προσωπικά όσο και τους συνανθρώπους μας, χρειάζεται συνδυασμός καλής θέλησης (ατομικό επίπεδο) και αρμονικής συνεργασίας (συλλογικό επίπεδο). Και αν κανείς επιθυμούσε να ολοκληρώσει την θεώρηση της δύναμης λόγου και γλώσσας με σημείο αναφοράς την θεϊκή συχνότητα, από την οποία εξάλλου ξεκίνησε η εξέταση της παρούσας θεματικής, θα μπορούσε να αφύπνιζε αξιοποιώντας τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, του γνωστότερου ίσως κήρυκα του Ευαγγελίου και της Ορθοδόξου Πίστεως:
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον.
Τούτος ο στίχος από τον Ύμνο της Αγάπης σημαίνει ότι δεν έχει κανένα απολύτως νόημα κανείς να είναι άριστος γνώστης των γλωσσών των ανθρώπων (ή των Αγγέλων, κατά τον Απόστολο των Εθνών) αν δεν διακατέχεται από αγάπη, την οποία θα διοχετεύει και σε αυτές κάθε φορά που θα τις χρησιμοποιεί. Ίσα ίσα που θα ήταν προτιμότερο σε αυτήν την περίπτωση να του ήταν εντελώς άγνωστες οι γλώσσες, ώστε να μην μπορεί να τις χρησιμοποιήσει κακοβούλως και να γίνει όπως «η άψυχη πέτρα» ή «το εκκωφαντικό κύμβαλο». Η μεν άψυχη πέτρα δεν έχει γλώσσα και άρα ούτε συναισθήματα, ενώ το κύμβαλο έχει ως μοναδική «γλώσσα» τον πολύ δυνατό ήχο του που μπορεί να προκαλέσει απώλεια ακοής.