“Δυο καλλιτέχνες συζητούν…”
Γιάννης Μακρίδης: Ηλέκτρα, κρατάω στα χέρια μου τις «Θαλασσοπνοές» σου. Είναι και Ποιητική Συλλογή και Εικαστικό Λεύκωμα. Αυτοπροσδιορίζεσαι ως ποιήτρια; Ως εικαστικός; Ή ως και τα δύο;
Ηλέκτρα Αλεξάκη: Οι «Θαλασσοπνοές» μου κυκλοφόρησαν τον Νοέμβρη του 2020, με ανοιχτά μόνον τα ψηφιακά βιβλιοπωλεία. Θα μπορούσα να έχω αναβάλει την κυκλοφορία του βιβλίου, να την έχω μεταθέσει για αργότερα. Επέλεξα, όμως, να στείλω με τον δικό μου τρόπο ένα μήνυμα ελπιδοφόρο στους αναγνώστες, να αφήσω την Ποίησή μου και τα εικαστικά έργα -που συνοδεύουν τους στίχους μου-, να συντροφεύσουν και να εμπνεύσουν τους «εγκλωβισμένους», τους αγωνιζόμενους -κατά ενός αόρατου, απειλητικού εχθρού- συνανθρώπους μου. Θεώρησα ότι ήταν ένας οιωνός το να εκδοθεί το βιβλίο μου σε τέτοιες συνθήκες, κοσμοϊστορικές και ανατρεπτικές.
Πάντως, αν έπρεπε να αποδώσω έναν χαρακτηρισμό που να με προσδιορίζει καλλιτεχνικά, αυτός θα ήταν: Ποιήτρια, αλλά με την έννοια της δημιουργού. Από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «ποιῶ», χωρίς διακρίσεις κατεύθυνσης και χωρίς όποιας λογής υποδιαιρέσεις. Αναμφισβήτητα, έχω μια ερωτική σχέση με τις λέξεις και γενικότερα με την πράξη της γραφής, αλλά αγαπώ πολύ και εξασκώ και τις οπτικές τέχνες: τη φωτογραφία και τη ζωγραφική. Δεν θα με χαρακτήριζα όμως ως εικαστικό, διότι θεωρώ ότι είναι ένας τίτλος που, για να αποδοθεί, θα πρέπει να έχει προηγηθεί μακρόχρονη μαθητεία δίπλα σε δασκάλους-καλλιτέχνες. Αυτήν τη μαθητεία εγώ την διαθέτω σε μικρό βαθμό. Η προσωπική μου, λοιπόν, ηθική και ο σεβασμός σε εκείνους που φοιτούν για χρόνια σε Σχολές Καλών Τεχνών ή σε άλλου είδους καλλιτεχνικές σχολές, καθώς και απέναντι στους δασκάλους τους, μου επιβάλλει να κρατήσω τον χαρακτηρισμό αυτόν ή, αν προτιμάς, τον τιμητικό αυτό τίτλο, για άλλους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, παλεύω να βρω φως, περισσότερο φως, περισσότερη αλήθεια και να πλησιάσω ή και να αγγίξω τη βαθύτερη ουσία της Τέχνης με όποιο μέσο καλύπτει, ανά περίπτωση, την έμπνευσή μου και τις διεργασίες του νου και της καρδιάς.
Εσύ, Γιάννη, πλησιάζοντας στο τέλος των σπουδών σου στην ΑΣΚΤ, αισθάνεσαι ότι ανήκεις περισσότερο σε κάποιον τομέα των εικαστικών τεχνών;
Γιάννης Μακρίδης: Ο εικαστικός δεν ανήκει πουθενά παρά στην έμπνευση, με όσα έχει γύρω του αλλά και μέσα του. Οσφραίνεται, αφουγκράζεται το υλικό και τον τρόπο που αυτό τού «κλείνει το μάτι» εκείνη τη στιγμή, πειραματίζεται, διερευνά και το διαχειρίζεται φτάνοντας σε συμπεράσματα, όχι μόνο συσχετιζόμενος με τη διαθέσιμη ύλη που έχει μπροστά του αλλά και με τη νοοτροπία, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το ιστορικό γίγνεσθαι, τα πολιτικά τεκταινόμενα… Προσωπικά, νιώθω πως θέλω να ανήκω παντού και να μην περιορίζω τον εαυτό μου με τεχνικούς φράχτες, όμως με ενδιαφέρει περισσότερο η ζωγραφική και η κεραμική, καθώς και το πώς αυτές συμπορεύονται προκειμένου να εκφράσω αυτά που θέλω να πω. Από την άλλη, αγαπώ πολύ τη φωτογραφία και τη χαρακτική. Σαφέστατα η πανδημία είναι ένα ορόσημο που δεν έχει αφήσει κανέναν ανεπηρέαστο στους τρόπους έκφρασής μας και είναι ακόμη εν εξελίξει.
Πώς βιώνει η Ηλέκτρα αυτήν την πανδημία ιών, πώς συγκροτεί την έμπνευσή της;
Ηλέκτρα Αλεξάκη: Η περίοδος της πανδημίας ήταν για μένα απαιτητική, κατ’ αρχάς επαγγελματικά. Έχω την ευλογία να ασκώ το λειτούργημα της εκπαιδευτικού εδώ και πολλά χρόνια. Έπρεπε, λοιπόν, να αντλήσω δύναμη, ώστε να στηρίξω ψυχολογικά -αρχικά- και γνωστικά -στη συνέχεια- τους μαθητές μου, οι οποίοι φοιτούν στις δύο τελευταίες τάξεις σε δημόσιο Λύκειο. Η καθημερινή αυτή προσπάθεια που κατέβαλλα δεν μου άφηνε τόσα περιθώρια για καλλιτεχνική δημιουργία όσα θα ήθελα. Ειδικά μετά την κυκλοφορία του βιβλίου μου, ασχολήθηκα και με την επικοινωνία με τους αναγνώστες μου, οι οποίοι με διάφορους τρόπους και από διάφορους διαύλους σχολίαζαν τα έργα μου και μου πρόσφεραν την ανατροφοδότηση που κάθε καλλιτέχνης επιθυμεί.
Ευτυχώς ζω εκτός αστικού ιστού, δίπλα σε θάλασσα (εξ ου και η έμπνευση για την απεικόνιση τοπίων στις «Θαλασσοπνοές» μου) και μπόρεσα όλο αυτό το διάστημα, περπατώντας στην έρημη παραλία να σχεδιάζω διάφορα μελλοντικά έργα, κυρίως ποιητικά. Πάντως, αυτό που με βοήθησε πολύ ήταν το να διαβάζω μυθιστορήματα και να βλέπω ταινίες που διαδραματίζονται στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να νιώθω -ή ίσως να αυταπατώμαι, ποιος ξέρει;- ότι τελικά η πανδημία που βιώνουμε συλλογικά δεν είναι -χάρη στην οικουμενική συνεργασία των επιστημόνων- κάτι τόσο εξωφρενικά δραματικό, συγκρινόμενη με τους Παγκοσμίους Πολέμους. Αφού επεβίωσαν οι άνθρωποι από τα χαρακώματα του μετώπου και από το Ολοκαύτωμα, θα τα καταφέρω κι εγώ κι εσύ και όλοι μας. Πάντως, Γιάννη, σε όλη μου τη ζωή, η Ιστορία την οποία σπούδασα (μαζί με την Αρχαιολογία και την Ιστορία Τέχνης) ήταν η παρηγοριά μου στις δύσκολες ώρες. Η Τέχνη, από την άλλη, ήταν -και είναι- η αποτύπωση των εμπειριών μου και των εσωτερικών δονήσεων και ενοράσεών μου.
Εσύ πώς την βίωσες; Πώς την βιώνεις; Σχεδιάζεις τα επόμενα βήματά σου;
Γιάννης Μακρίδης: Νομίζω πως αυτή η περίοδος δεν άφησε και δεν θα αφήσει κανέναν μας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ανεπηρέαστο, κάπως όλα αυτά σε πιάνουν απ’ το χέρι ή από τα μαλλιά και σε πάνε παρακάτω, θες δε θες. Εμένα οι πρώτες μέρες της πανδημίας με βρήκανε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ έκανα το Erasmus μου εκεί στο Mimar Sinan, ταξιδεύοντας στα ανατολικά παράλια της Τουρκίας μέχρι την Akyaka και ψαχουλεύοντας αναμνήσεις, γεύσεις και σκονισμένα βιβλία σε μυστηριακά παλιατζίδικα. Επί του παρόντος προετοιμάζω το έδαφος της πτυχιακής μου συλλέγοντας πληροφορίες και οπτικοακουστικό υλικό σχετικά με αυτήν και πιο πολύ γράφω παρά ζωγραφίζω είναι η αλήθεια, τελειώνοντας ένα οδοιπορικό στην Ανατολική Τουρκία αλλά και μια νουβέλα. Οι συνεργασίες μου, παρόλη την απόσταση και την αλλαγή στους τρόπους επικοινωνίας εξαιτίας της όλης κατάστασης, καρποφορούν και σίγουρα περιμένω εναγωνίως τις καλύτερες ημέρες που έρχονται. Ειλικρινά, θέλω να είμαι οπτιμιστής, όσο κι αν πνίγομαι από τα μέτρα, από τη μάσκα και από την έλλειψη επαφής με τους ανθρώπους μου. Επίσης, το ομολογώ, παίζω περισσότερο χρόνο από όσο θα ήθελα με βιντεοπαιχνίδια, ενώ έχω παρατημένο κάπου στη μέση το «Έρωτας στα χρόνια της χολέρας» του Marques που πιθανώς να ξαναπιάσω όταν τελειώσει όλο αυτό.
Για σένα, Ηλέκτρα, τι είναι Τέχνη στην εποχή του κορονοϊού;
Ηλέκτρα Αλεξάκη: Ως Ιστορικός, κατ΄αρχάς θα ήθελα να πω ότι σύντομα θα χρησιμοποιούμε χρονικούς προσδιορισμούς όπως: Π.Κ. και Μ.Κ., δηλαδή Πρό Κορονοϊού και Μετά Κορονοϊόν, κατ’ αναλογία προς το π.Χ. και μ.Χ. Θα συζητάμε για την Τέχνη Π.Κ. και για την Τέχνη Μ.Κ., για την Ιατρική Π.Κ. και Μ.Κ. και ούτω καθεξής. Ακόμη και στην προσωπική μας ιστορία θα λέμε: «αυτό συνέβη Π.Κ.». Εγώ το χρησιμοποιώ ήδη, αναλογιζόμενη κάποιες συνήθειες που είχα και τις κατέστρεψε η πανδημία, ίσως και για πάντα… Θεωρώ ότι στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθήσουμε τις καλλιτεχνικές ζυμώσεις που συντελούνται. Κάποιοι συγκεντρώνουν εμπειρίες, στοχασμούς και ιδέες· άλλοι δημιουργούν, σε μια κατάσταση απελευθερωτικού οίστρου και, μόλις καταστεί δυνατό, θα μας αποκαλύψουν τα έργα τους -λογοτεχνικά, εικαστικά, μουσικά, δεν έχει σημασία. Ο φόβος του θανάτου και της νόσησης άλλους τούς ακινητοποιεί και άλλους τούς δυναμώνει, σαν όπλο κατά της θνητότητας. Κάποιοι είναι σε στάση αναμονής και θα δημιουργήσουν όταν όλο αυτό περάσει, όπως η «ομάδα 47» στη Γερμανία, όταν έληξε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τότε, στο πλαίσιο της «Λογοτεχνίας των Ερειπίων» όπως ονομάστηκε, μπόρεσαν να ξεκινήσουν να γράφουν για τα φρικτά γεγονότα που είχαν ζήσει και για τις ειδεχθείς πράξεις που είχαν συντελεστεί. Ευτυχώς, εμείς δεν θα έχουμε μια «τέχνη των ερειπίων», είμαι βέβαιη· προείπα ότι, χάρη στην Επιστήμη, το τέλος της πανδημίας είναι κάτι περισσότερο από ορατό. Θα υπάρχουν, όμως, εκπλήξεις στον τομέα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, και ονειρεύομαι να συμβάλω κι εγώ σε αυτό.
Εσύ, Γιάννη, αν είχες τη δυνατότητα, χωρίς χρονικούς και γεωγραφικούς περιορισμούς, σε ποιου καλλιτέχνη του εργαστήριο θα ήθελες να βρεθείς για μια ημέρα;
Γιάννης Μακρίδης: Η λίστα είναι ατελείωτη και νιώθω πως θα αδικήσω κάποιον αν δεν τον αναφέρω… Από την ολλανδική φύση του Van Gogh, ώς το εργαστήριο του Giacometti και από τα εργαστήρια του Βernini στο ατελιέ του Frenhofer… Περισσότερο όμως από όλα, αν μπορούσα να ξεχωρίσω έναν καλλιτέχνη, θα ήθελα να βρεθώ στα σπήλαια του Maltravieso, του Lascaux και αλλού, τη στιγμή που οι πρώτοι προϊστορικοί άνθρωποι αποτυπώνουν στον τραχύ και αιώνιο βράχο με τα γυμνά τους χέρια μια ανάμνηση από ό,τι κυνήγησαν ή από ό,τι κυνηγήθηκαν. Πέραν ονομάτων, τεχνικής, gallery… ό,τι ήταν η τέχνη στα σπάργανά της. Εσύ;
Ηλέκτρα Αλεξάκη: Αν έπρεπε να επιλέξω ένα μόνο εργαστήριο, αυτό θα ήταν το εργαστήριο του Πυθαγόρα από το Ρήγιο όπου -σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή- φιλοτεχνήθηκε ο Ηνίοχος, το διάσημο άγαλμα του Μουσείου των Δελφών. Θα ήθελα να είμαι παρούσα όταν κατασκευάζονταν τα απίστευτα μάτια του από λευκό σμάλτο, η ίριδα από καστανή ημιπολύτιμη πέτρα και οι βλεφαρίδες με τα μικρά χάλκινα σύρματα· να δω πώς τοποθετήθηκαν τα λεπτά φύλλα κοκκινωπού χαλκού, για να αποδοθούν αυτά τα απαράμιλλα σαρκώδη χείλη και πώς σκαλίστηκαν τα μαλλιά, ώστε να φαίνονται σαν να είναι ακόμη υγρά από τον ιδρώτα του αγωνιστή. Οπωσδήποτε, όμως, θα ήθελα να παρακολουθώ τον γλύπτη, όταν φιλοτεχνούσε τις φλέβες στο εσωτερικό μέρος του βραχίονα, τόσο ζωντανές σαν να πάλλονται.
Μιας και αναφερόμαστε σε εργαστήρια και, προφανώς, και σε δασκάλους, εσένα ποιοι υπήρξαν οι δάσκαλοί σου και στις δύο Τέχνες που εξασκείς;
Γιάννης Μακρίδης: Υπήρξα πολύ τυχερός, έχοντας υπέροχους ανθρώπους γύρω μου σε αυτό το ταξίδι. Τα πρώτα γρατζουνίσματα του κάρβουνου στο χαρτί, τα έμαθα με τον ζωγράφο Alberto Shena. Με δίδαξε να αγαπώ πολύ ό,τι κάνω και να δίνομαι ολοκληρωτικά στην τέχνη μου, με σεβασμό στην ιερότητα της δημιουργικής διαδικασίας. Πριν περάσω στη Σχολή, διδάχτηκα από τον Δημήτρη Σαρασίτη, τον Παναγιώτη Μπελτέκο και τον Βασίλη Σούλη, οι οποίοι για δύο χρόνια με συγκρότησαν και με βοήθησαν πολύ. Εντός της Σχολής, ανέπτυξα τον εικαστικό μου λόγο με τον Μιχάλη Μανουσάκη, τον Κώστα Τσώλη και τώρα με τον Άγγελο Αντωνόπουλο, ενώ επί της κεραμικής διεργασίας είχα καθηγητή τον Παύλο Παλτόγλου και τώρα τον Γιώργο Αλεξανδρίδη.
Εσύ ποιους είχες κοντά σου;
Ηλέκτρα Αλεξάκη: Όσον αφορά την Ποίηση, δάσκαλοί μου ήταν: ο Όμηρος, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Νίκος Καββαδίας. Προφανώς, δεν γνώρισα κανέναν τους δια ζώσης, αλλά θεωρώ ότι το πνεύμα τους με συντροφεύει αέναα. Έπειτα, θα ήθελα να αναφέρω τον Καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, τον αξέχαστο Δημήτρη Λιαντίνη. Διδάχθηκα από αυτόν μια στάση ζωής και στοχασμού που με ακολουθεί ως άνθρωπο αλλά και ως εκπαιδευτικό. Δεν θα ήμουν ίδια, αν δεν τον είχα παρακολουθήσει στις διαλέξεις του στο Αμφιθέατρο 13 της Φιλοσοφικής, πριν πολλά χρόνια…
Όσο για τα Εικαστικά, αρχικά παρακολούθησα μαθήματα φωτογραφίας, κεραμικής και σχεδίου για μελλοντικούς αρχαιολόγους (προκειμένου να χρησιμοποιούμε αυτές τις δεξιότητες στις ανασκαφές), όταν ήμουν φοιτήτρια. Παρέχονταν δωρεάν από το ΕΚΠΑ. Από κει ξεκίνησε ένα μεράκι που εξελίχθηκε τελικά σε ενασχόληση με την ελαιογραφία, με οδηγό μου την Κερκυραία ζωγράφο Νίνα Πέτροβιτς, η οποία με μύησε στη χρήση του χρώματος και μοιράστηκε μαζί μου μυστικά των υλικών που χρησιμοποιεί. Της χρωστώ ευγνωμοσύνη. Πριν την έναρξη της πανδημίας ξεκίνησα μαθήματα αγιογραφίας, τα οποία δυστυχώς διακόπηκαν. Είμαι, όμως, αποφασισμένη να τα συνεχίσω!
Αναφερόμενοι σε δασκάλους, θα ήθελα την γνώμη σου για τις καταγγελίες που ακούγονται τους τελευταίους μήνες στα δελτία ειδήσεων και αφορούν, σε μεγάλο βαθμό, διδάσκοντες. Θεωρείς ότι ξεκίνησε μια εποχή Κάθαρσης; Ποια είναι η άποψή σου;
Γιάννης Μακρίδης: Κάθε σχολή και κάθε μικρή ή μεγάλη ομάδα είναι ο αντικατοπτρισμός της κοινωνίας στην οποία βρίσκεται. Όλο αυτό που συμβαίνει είναι ο πυρετός μιας κοινωνίας που βράζει και πρέπει να εξυγιανθεί μετά από πολλά χρόνια βύθισης μέσα στον βούρκο της ψυχολογικής και σωματικής βίας, σε ατομικό και σε ομαδικό επίπεδο. Μπορεί να είναι κάθαρση, μπορεί να είναι δικαιοσύνη, μπορεί να είναι ξερίζωμα των αγριόχορτων, πες το όπως θες, είναι κάτι που έπρεπε να ξεκινήσει να γίνεται σαν την πληγή που καθαρίζεις. Το αδίκημα δεν παραγράφεται στην ψυχή κανενός και καμίας που μεγάλωσε στραβοπατώντας, ματωμένος και ματωμένη, αδικημένος και αδικημένη μέσα σε όλο αυτό, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Συνθλίβομαι που δάσκαλοι σε κάθε είδους τέχνη, από την υποκριτική ώς τα εικαστικά, ακόμη και στις πολεμικές τέχνες, άπλωσαν χέρι και εξέφεραν λέξεις και σκέψεις που δε θα έπρεπε να διανοείται καν ένας παιδαγωγός. Ένας δάσκαλος. Η μόνη αποτελεσματική στάση αντιμετώπισης είναι ο αγώνας μας. Να μιλάμε. Να στεκόμαστε απέναντι στο θηρίο που μας τρώει και να του λέμε: «φτάνει»! Και να ζητάμε βοήθεια, Ηλέκτρα μου. Δεν είναι ντροπή να ζητάμε βοήθεια. Ντροπή είναι να μπορούμε να κάνουμε το κόσμο μας λίγο καλύτερο, και να αποφασίζουμε να μην το κάνουμε γιατί νομίζουμε πως δε μπορούμε. Συλλογίζομαι και προβληματίζομαι πολύ πάντως για τι κόσμο θα αφήσω πίσω μου…
Αν έκανες μια ευχή για το μέλλον, Ηλέκτρα, ποια θα ήταν αυτή;
Ηλέκτρα Αλεξάκη: Θα ξεκινήσω από μια ερώτηση-ευχή προς εσένα, Γιάννη. Στην υπέροχη Βιβλιοθήκη της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, θυμάσαι τα ράφια με τις μονογραφίες και τους τόμους για σπουδαίους καλλιτέχνες και το έργο τους; Λοιπόν, εύχομαι στο μέλλον οι φοιτητές να αναζητούν και να μελετούν με ενθουσιασμό βιβλία που θα αναφέρονται στον εικαστικό Γιάννη Μακρίδη και το έργο του.
Μια γενική ευχή μου, πάντως, είναι να υπάρχει έμπνευση. Στους καλλιτέχνες, στους πολιτικούς, στους εκπαιδευτικούς, στους νέους, σε όλους! Έμπνευση για δημιουργία στη ζωή και σε κάθε τομέα, όπου «Ἕκαστος ἐκλήθη».
Η δική σου ευχή, Γιάννη;
Γιάννης Μακρίδης: Ευχαριστώ για την ευχή προς εμένα, είναι υπέροχη σα σκέψη. Αντεύχομαι με υγεία αγάπη και έμπνευση! Μακάρι βέβαια ο κόσμος να πηγαίνει στις βιβλιοθήκες ακόμα και έως τότε… Εύχομαι ενότητα. Νομίζω, σε αυτή τη λέξη μπορώ να βρω όλα όσα δεν έχουμε σε αυτή τη κοινωνία. Αν μου επιτρέπεις, εύχομαι επίσης να έχουμε πίστη και τρόπους να τη θρέφουμε, γιατί τελικά όλα ξεκινάνε να ζουν από το πόσο πολύ πιστεύουμε σε αυτά. Σε ευχαριστώ πολύ, Ηλέκτρα, για τη συζήτηση…
Ηλέκτρα Αλεξάκη: Κι εγώ, Γιάννη!