Συνέντευξη με τον Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου, κ. Γρηγόριο Τσάλτα στη δημοσιογράφο Βάγια Σεραφειμίδου.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τις τελευταίες δεκαετίες, χαρακτηρίζονται από εναλλασσόμενες και διαδοχικές φάσεις τόσο συμφιλίωσης και συνεκτικότητας όσο και εχθρότητας και αντιπαλότητας. Στο προσκήνιο για ακόμη μία φορά, των διμερών αυτών σχέσεων, είναι η τουρκική προκλητικότητα η οποία προβάλλει μία άνευ προηγουμένου συστηματική πολιτική αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων έναντι της Ελλάδας ,με κύριο στόχο την αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο αλλά και γενικότερα της Ανατολικής Μεσογείου. Επιπλέον, αμφισβητεί την Κυπριακή ΑΟΖ, απειλώντας με γεωτρητικές δραστηριότητες και στέλνοντας ερευνητικά σκάφη κατά παράβαση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου. Αναρωτιέται κανείς ποιος είναι ο ρόλος και η στρατηγική της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην τουρκική προκλητικότητα;
Υπάρχει σχέδιο αμυντικής αποτροπής σε περίπτωση που η πολιτική αστάθεια που χαρακτηρίζει τον Τούρκο Πρόεδρο καταλήξει σε ένα θερμό επεισόδιο τύπου Ιμίων;
Είναι ικανή η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να πλέξει δίχτυ συμμαχιών οικονομικών και άλλων, όπως τελευταία με το Ισραήλ και την Αίγυπτο με κύριο στρατηγικό άξονα , «ο εχθρός σου είναι φίλος μου» στις εξωτερικές της σχέσεις και συμμαχίες ώστε να λειτουργήσουν αποτρεπτικά;
Οι μέχρι τώρα σημαντικές και ξεκάθαρες θέσεις των Η.Π.Α και της Γαλλίας, μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στα μεγαλεπήβολα σχέδια της Τουρκίας για αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ενός ηγέτη όπως ο Ερντογάν που ονειρεύεται τον εαυτό του ως μελλοντικό Σουλτάνο;
Τι γίνεται αναφορικά με τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ;
Είναι τελικώς τα σύνορα της Ελλάδας και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Οι εταίροι μας, πήραν ξεκάθαρες θέσεις ή τελικά τηρούν μία σχετικά ουδέτερη στάση;
Το καίριο ερώτημα είναι τι κάνουμε εμείς ως χώρα για να προστατέψουμε την πατρίδα μας και τα κεκτημένα μας , που για ακόμη μία φορά βρίσκεται στο προσκήνιο των γεωπολιτικών εξελίξεων, έχοντας προσφάτως βγει από μνημόνια που επί σειρά ετών οδήγησαν την χώρα σε οικονομική αδυναμία. Ως ανεξάρτητο κράτος έχουμε εθνική στρατηγική; Σηκώνουμε το ανάστημα ή μένουμε αδρανείς και ηττοπαθείς – έρμαια της Τουρκικής αδιαλλαξίας, επειδή τελικά ο νόμος της Ισχύος υπερτερεί εν προκειμένω;
Η Ελλάδα ως τώρα κρατά χαμηλούς τους τόνους και από τι φαίνεται επιδιώκει την ειρηνική επίλυση των διαφορών της με την Τουρκία, θεωρώντας ίσως ως μοναδική λύση την προσφυγή της στα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα.
Το πλέγμα κινήτρων και προσδοκιών της Άγκυρας είναι πλέον ευκρινές. Της Ελλάδας είναι; Ας υπενθυμίσω καλύτερα τα λόγια που κάποτε, είπε ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής: Στον τόπο μας έχουμε τη συνήθεια να συζητάμε πολύ για να μην παίρνουμε αποφάσεις που συνεπάγοντες ευθύνες.
Η αλήθεια πολλές φορές είναι αδυσώπητη. Η προβληματική αυτή κατάσταση πρέπει να οδηγήσει το πολιτικό σύστημα της χώρας στη λήψη των αποφάσεων που θα την αναγάγουν σε μία υπολογίσιμη δύναμη. Δεν είναι λύση οι πρόσκαιροι συμβιβασμοί, αλλά το στρατηγικό μας όραμα που θα αναχαιτίσει κάθε προσπάθεια του Τούρκου προέδρου για επεκτατική πολιτική εις βάρος του ελληνισμού.
Όσο η Τουρκία επενδύει στην πολεμική της βιομηχανία, άλλο τόσο η Ελλάδα θα πρέπει να θωρακιστεί στο πλαίσιο των εξοπλιστικών της προγραμμάτων, αλλά και στο πλαίσιο των διπλωματικών της δυνατοτήτων, προσελκύοντας σοβαρές ξένες επενδύσεις και συνάπτοντας σημαντικές συμμαχίες που θα λειτουργήσουν ως αμυντική ασπίδα στην Τουρκική επεκτατικότητα.
Στο ευαίσθητο αυτό θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τοποθετήθηκε και επιχειρεί να απαντήσει σε πολλά από τα προαναφερθέντα ερωτήματα, ο κύριος Γρηγόριος Ι.Τσάλτας, Ομότιμος Καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου της θάλασσας, Διεθνούς Δικαίου του Περιβάλλοντος και Διεθνούς Δικαίου Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου.
Έχει διατελέσει Πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου και Ιδρυτικός Διευθυντής του επιστημονικού Κέντρου ΕΚεΠΕΚ (Ευρωπαϊκό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Κατάρτισης). Μέλος του Δ. Σ. της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων (ΕΔΔΔΣ), Μέλος του Δ. Σ. του Ινστιτούτου του Αιγαίου του Δικαίου της Θάλασσας και του Ναυτικού Δικαίου, Κάτοχος Έδρας Jean Monnet (Ευρωπαϊκή Ένωση και Αναπτυσσόμενες Χώρες), Μέλος του Δ. Σ. του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, Μέλος της Association Internationale du Droit de la Mer. Το 2012 ανακηρύχθηκε chevalier dans l’ordre des Palmes Academiques από το γαλλικό κράτος.
Διετέλεσε Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Πρόεδρος του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών (2010-2012), Αντιπρόεδρος της Association Internationale du droit de l’urbanisme (AIDRU), Πρόεδρος του Ομίλου UNESCO Αττικής και έχει διδάξει ως επισκέπτης Καθηγητής στα Πανεπιστήμια: Μαδρίτης (I.C.A.D.E.), Sorbonne, Tilburg, Louvain la Nueve, Dubrovnick, Krakovie, Cadi Ayat, Abidjan και Κύπρου.
Κύριε Τσάλτα, η Τουρκία τα τελευταία χρόνια προβάλλει ως μία αναθεωρητική περιφερειακή δύναμη και εκδηλώνει συνεχώς μία άνευ προηγουμένου προκλητική συμπεριφορά σε βάρος της χώρας μας. Πως εξηγείτε το γεγονός, ότι είκοσι δύο χρόνια μετά την Κρίση των Ιμίων οι προκλήσεις των Τούρκων συνεχίζονται και μάλιστα με ιδιαίτερα ένταση όσο ποτέ άλλοτε; Είναι πράγματι στόχος της Τουρκικής Κυβέρνησης η άσκηση επεκτατικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και, όπως συχνά αναφέρεται, η παλινόρθωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας; Ο Τούρκος Πρόεδρος άλλωστε μάλλον κολακεύεται παρά δυσφορεί με τον χαρακτηρισμό … «Σουλτάνος».
Οι Τουρκικές προκλήσεις σε βάρος της Ελλάδας ξεκίνησαν από τον Νοέμβριο του 1973, οπότε για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε στην Τουρκική Εφημερίδα της Κυβέρνησης χάρτης του Βορειοανατολικού Αιγαίου στον οποίο η Τουρκία διεκδικούσε κομμάτι της ελληνικής Νησιωτικής υφαλοκρηπίδας. Τον Φεβρουάριο του 1974, για πρώτη φορά δια στόματος του τότε Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Ιχσάν Σαμπρί Τσαγλαγιανγκίλ, ακούστηκε το «Casus Belli» σε σχέση με την δυνατότητα της Ελλάδας να επεκτείνει την χωρική της θάλασσα από 6 σε 12 ναυτικά μίλια. Ακολούθως, και έως τον Φεβρουάριο του 1975 «ξεδιπλώνεται» μία εξωτερική πολιτική της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας σε επιμέρους θέματα που έχουν σχέση με την υφαλοκρηπίδα, την Αιγιαλίτιδα ζώνη, την αποστρατικοποίηση των Νησιών, το FIR Αθηνών και τον εθνικό εναέριο κυρίαρχο χώρο.
Σε αυτό το χρονικό πλαίσιο των 16 περίπου μηνών έχουμε και την Κυπριακή κρίση η οποία εκδηλώνεται τον Ιούλιο του 1974 με τον Αττίλα Ι και τον Αύγουστο με τον Αττίλα ΙΙ. Άρα αυτό που εμείς είδαμε τα τελευταία 22 χρόνια μετά την Κρίση των Ιμίων να προβάλει ως απειλή, η προκλητική θα λέγαμε πολιτική της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας, είναι κάτι το οποίο ξεκινάει ήδη από 1973. Η περίπτωση ωστόσο των Ιμίων, το 1996, είναι η πρώτη διεκδίκηση Ελληνικού χερσαίου (νησιωτικού) εδάφους. Με την κρίση των Ιμίων τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή αφού η Τουρκία επιδιώκει να «γκριζάρει» ζώνες με αποκορύφωμα την τελευταία αυτή συμφωνία, το MoU που υπέγραψε με την Κυβέρνηση της Λιβύης χωρίς ποτέ βέβαια να επικυρωθεί από το Κοινοβούλιο της Λιβύης. Η Συμφωνία αυτή περιλαμβάνει οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας παραβιάζοντας με όλη τη σημασία της λέξεως το Δίκαιο της θάλασσας διότι αφενός μεν αγνοεί τη νησιωτική παρουσία της Ελλάδας, αφετέρου δε στη συγκεκριμένη περίπτωση η Τουρκία δεν είναι καν απέναντι χώρα της Λιβύης. Η Τουρκία έχει γεωγραφικά απέναντι της την Αίγυπτο, αλλά υπάρχει στη μέση η επέκταση της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας, δηλαδή της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης. Αυτή την αλυσίδα δηλαδή που μας δίνει εμάς ως Ελλάδα τη θαλάσσια προβολή μας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και μαζί με την παρουσία ασφαλώς της νησιωτικής συστάδας του Καστελόριζου.
Αυτή η πολιτική της Τουρκίας είναι επεκτατική διότι δεν προσπαθεί να κατοχυρώσει τα δικαιώματα της μέσω του Διεθνούς Δικαίου αλλά να πλήξει τα δικαιώματα τρίτων χωρών. Ισχυρίζεται ότι τα Δωδεκάνησα και η Κρήτη δεν έχουν υφαλοκρηπίδα ακριβώς για να μπορεί να ισχυριστεί ότι ούτε η Κυπριακή Δημοκρατία, ένα ανεξάρτητο νησιωτικό κράτος με το βόρειο τμήμα της υπό Τουρκική κατοχή δεν έχει υφαλοκρηπίδα. Η Κύπρος έχει φυσικά υφαλοκρηπίδα, παρόλα αυτά η Τουρκία, η οποία έχει ακτογραμμή απέναντι από την βόρεια πλευρά του νησιού, επιδιώκει να πάρει όλο αυτό το κομμάτι και να περάσει, έτσι, στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Τον τελευταίο καιρό ακούμε συχνά τους όρους αιγιαλίτιδα ζώνη, αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) και υφαλοκρηπίδα. Εξηγείστε μας παρακαλώ τις έννοιες αυτές και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές (π.χ. αλιεία εξόρυξη υδρογονανθράκων και φυσικού αερίου κ.λπ);
Το νέο Δίκαιο της θάλασσας όπως και το παλαιότερο του 1958, δίνει δικαίωμα στα Κράτη για τέσσερις ζώνες: την Αιγιαλίτιδα Ζώνη ή Χωρικά Ύδατα, τη Συνορεύουσα Ζώνη (για την οποία κακώς δεν γίνεται ποτέ λόγος στην Ελλάδα), την υφαλοκρηπίδα, και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ).
Η Αιγιαλίτιδα Ζώνη (ΑΖ) ή Χωρικά Ύδατα ή εδαφική θάλασσα (όπως αποδίδεται ο Αγγλικός όρος territorial waters) η οποία – σημειωτέoν δεν πρέπει να συγχέονται με τον Αιγιαλό , είναι η πιο σημαντική από όλες τις θαλάσσιες ζώνες διότι ουσιαστικά εξομoιούται με την κυριαρχία που ασκεί το κράτος στο έδαφος του. Η ίδια κυριαρχία που ασκεί ένα κράτος στο έδαφος του είτε Ηπειρωτικό είτε Νησιωτικό επεκτείνεται σε μία στενή λωρίδα θάλασσας μήκους έως 12 ναυτικά μίλια από τις λεγόμενες Γραμμές Βάσεις που συνήθως είναι οι ακτές. Ασκεί δηλαδή το κράτος πλήρη και αποκλειστική κυριαρχία τόσο στα νερά, στο βυθό και στο υπέδαφος όσο και στον αντίστοιχα υπερκείμενο αέρα.
Η λωρίδα θάλασσας που έπεται της ΑΖ, και μπορεί να φτάσει έως τα 24 ναυτικά μίλια (συμπεριλαμβανομένου του μήκους της ΑΖ) είναι η Συνορεύουσα Ζώνη, στην οποία το κράτος ασκεί περιορισμένα δικαιώματα αστυνόμευσης.
Η υφαλοκρηπίδα είναι μια ζώνη που μετριέται και αυτή πλέον από τις Γραμμές Βάσης και μπορεί να φτάσει σε απόσταση 200νμ. Αφορά μόνο στο βυθό και στο υπέδαφος. Πουθενά αλλού. Δεν έχει καμία σχέση με την κολώνα του νερού από πάνω. Στη περίπτωση αυτή, του βυθού και του υπεδάφους, το κράτος ασκεί δύο συγκεκριμένα, κυριαρχικά όμως, δικαιώματα: α) την εξερεύνηση και β) την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων που βρίσκονται εκεί, κυρίως του φυσικού αερίου και του πετρελαίου. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι φυσικοί πόροι που επικάθονται στον βυθό όπως οι υδρίτες ένα τεράστιο κοίτασμα, το οποίο υπάρχει νοτίως του Καστελόριζου. Αυτός είναι ένας επιπλέον βασικός λόγος για τον οποίο η Τουρκία διεκδικεί σε εκείνη την περιοχή ειδικά δικαιώματα. Η υφαλοκρηπίδα, σε αντίθεση με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, είναι ένας θεσμός που ισχύει από πολύ παλιά.
Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) είναι ουσιαστικά τα νερά πάνω από την υφαλοκρηπίδα δηλαδή μία ζώνη και αυτή θαλάσσιας εθνικής δικαιοδοσίας που μετριέται όπως και η ΑΖ και η Υφαλοκρηπίδα από τις Γραμμές Βάσης, εκτείνεται μέχρι τα 200νμ και περιλαμβάνει ουσιαστικά μόνο τα νερά πάνω από τον βυθό (αφού, όπως είπαμε, ο βυθός είναι ήδη κατοχυρωμένος ως υφαλοκρηπίδα). Στην ΑΟΖ το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικό δικαίωμα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των ζώντων πόρων όπως η αλιεία, αλλά και επιπλέον δικαιώματα που σχετίζονται με την παραγωγή ενέργειας (αιολική, κυματική κ.λπ) Ενώ όμως υφαλοκρηπίδα έχουν όλοι, υποχρεωτικά εξ υπαρχής και αυτοδίκαια, η ΑΟΖ πρέπει να ανακηρυχθεί ως προϋπόθεση για την απόλαυση των δικαιωμάτων που παρέχει. Με άλλα ΄λόγια, η ΑΟΖ μαζί με τη Συνορεύουσα Ζώνη αποτελούν προαιρετικές θαλάσσιες ζώνες γι’ αυτό και απαιτείται η ανακήρυξη τους.
Τι είναι τελικά οι βραχονησίδες, μικρά, άγονα και ακατοίκητα νησιά ή κάτι παραπάνω; Έχουν δηλαδή δικαιώματα υφαλοκρηπίδας και Ανεξάρτητης Αποκλειστικής Ζώνης, όπως και τα νησιά, και πως προσδιορίζονται αυτά τα δικαιώματα; Πώς κρίνετε τη δήλωση του Αμερικανού Πρέσβη κ. Τζέφρι Πάιατ ότι τα νησιά έχουν Θαλάσσιες Ζώνες και υφαλοκρηπίδα;
Από την μία πλευρά έχουμε την Τουρκία που ισχυρίζεται ότι τα νησιά δεν πρέπει να έχουν Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και από την άλλη το Διεθνές Δίκαιο που υποστηρίζει ότι όλα τα νησιά έχουν Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Αυτό προκύπτει τόσο από το παλαιότερο συμβατικό πλαίσιο του 1958 Δίκαιο της Θάλασσας όσο και από το νέο Δίκαιο της Θάλασσας, δηλαδή τη Σύμβαση του Montego Bay του 1982, και δη το περιβόητο άρθρο 121 αυτής, το οποίο και στηρίζεται σε προγενέστερη εθιμική κατοχύρωση. Το συγκεκριμένο άρθρο έχει τρείς παραγράφους. Η 1η παράγραφος, μας εξηγεί τι είναι ένα Νησί. Συγκεκριμένα λέει, ότι νησί είναι μία φυσική προέκταση της ξηράς πάνω από την θάλασσα που δεν καλύπτεται ποτέ από νερά ακόμη και από την μέγιστη παλίρροια. Ό,τι εξέχει δηλαδή πάνω από το νερό και δεν καλύπτεται ποτέ από νερά παίρνει τον χαρακτηρισμό του νησιού. Δεν περιλαμβάνεται πουθενά η κατηγοριοποίηση Νησιωτικών εδαφών στη Σύμβαση. Με άλλα λόγια οτιδήποτε εξέχει πάνω από τα νερά αποτελεί Νησιωτικό έδαφος.
Η 2η παράγραφος λέει επιγραμματικά, ότι όλα τα Νησιά έχουν δικιά τους Αιγιαλίτιδα Ζώνη, Συνορεύουσα Ζώνη, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ υπό την αίρεση της παραγράφου τρία που ακολουθεί.
Η τελευταία αυτή παράγραφος (3η) εξαιρεί από το δικαίωμα στην ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα τους βράχους (“Rocks” ή «Rochers» στο αγγλικό και γαλλικό κείμενο αντίστοιχα) που δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη επιβίωση ή δικιά τους οικονομική ζωή.
Άρα οι βράχοι είναι αναπόσπαστο έδαφος του Κράτους στο οποίο ανήκουν και γι’ αυτό τον λόγο έχουν και την πιο σημαντική ζώνη που είναι η Αιγιαλίτιδα Ζώνη καθώς και Συνορεύουσα Ζώνη. Ακόμη και ο πιο μικρός βράχος έχει Αιγιαλίτιδα και Συνορεύουσα Ζώνη διότι είναι επέκταση της κυριαρχίας του κράτους προς την θάλασσα. Δεν μιλάμε για νησιά, νησίδες ή βραχονησίδες αλλά για βράχους.
Θεωρείτε ότι οι συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης έχουν λύσει οριστικά τα θέματα κυριαρχίας στο Αιγαίο; Υπάρχουν γκρίζες ζώνες; Η Ελλάδα πρέπει να έχει ομοψυχία και εθνική στρατηγική στην αντιμετώπιση των συνεχών προκλήσεων της Τουρκίας; Και τελικά πρέπει η Ελλάδα να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης;
Η συνθήκη της Λωζάνης, είναι μία Διεθνής Συμφωνία στην οποία περιλαμβάνονται τα πάντα. Στη συνέχεια ακολούθησε η Συμφωνία των Στενών (Μοντρέ 1936) και η Συμφωνία Ειρήνης των Παρισίων (1947) μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, με την οποία η Ιταλία παραχώρησε στην Ελλάδα την πλήρη κυριαρχία της Δωδεκανήσου μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Η συνθήκη ισχύει στη βάση της οριοθετημένης περιοχής για τα Δωδεκάνησα που είχε προηγηθεί ανάμεσα σε Ιταλία και Τουρκία, όπου τα περιβόητα τότε Ίμια είναι ξεκάθαρα από την ελληνική πλευρά και μιλάμε για την οροθετική μέση γραμμή ανάμεσα στα Ίμια και την Ανατολή. Αυτά είναι όλα δεδομένα και κατοχυρωμένα, η Τουρκία δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά από το να σεβαστεί συνθήκες που, ανεξάρτητα αν έχουν γίνει στο παρελθόν και έχουν περάσει πολλά χρόνια, είναι οι μόνες οι οποίες ισχύουν.
Η Ελλάδα πρέπει να έχει ομοψυχία και όλες αυτές οι καταστάσεις να αποτελούν εθνικές θέσεις. Δεν πρέπει να υπεισέρχεται ποτέ σε εθνική θέση, η κομματική τοποθέτηση ή οποιαδήποτε άλλη επιδίωξη. Η Ελλάδα οφείλει να τηρήσει μια ενιαία εθνική πολιτική στάση απέναντι στην προκλητική στάση της Τουρκίας, πράγμα το οποίο και κάνει τα τελευταία 40 και πλέον χρόνια.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης όπως και αυτό του Αμβούργου (το οποίο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για θέματα που αφορούν το Δίκαιο της Θάλασσας), αλλά ακόμη και ένα διαιτητικό δικαστήριο όπου τα κράτη θα μπορούσαν να συμφωνήσουν να υπαγάγουν τις διαφορές τους, είναι Διεθνή δικαιοδοτικά όργανα που επιλύουν διαφορές ανάμεσα στα κράτη στο πλαίσιο κάποιας διαφωνίας που υπήρχε παλαιότερα. Πράγματι, θα μπορούσε και η Ελλάδα, να αποδεχτεί την προσφυγή στα δικαιοδοτικά αυτά όργανα για την επίλυση των εθνικών της διαφορών με την Τουρκία. Προϋπόθεση ωστόσο της προσφυγής αυτής είναι η υπογραφή συνυποσχετικού υπαγωγής της διαφοράς στο όργανο αυτό και αποδοχής του –όποιου αποτελέσματος. Από την στιγμή που συμφωνήσουν τα κράτη μεταξύ τους δεν υπεισέρχεται κανένας άλλος. Τον ρόλο τον έχουν αποκλειστικά και μόνο τα κράτη. Η Τουρκία όμως, έχει υιοθετήσει μία πάγια πολιτική εδώ και πολλά χρόνια, απαιτώντας τυχόν προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης να μην αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο μοναδικό και καθαρά νομικής φύσεως πρόβλημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας αλλά να προσθέσει και μία σειρά άλλων προβλημάτων, τα οποία η Ελλάδα δεν παραδέχεται αναγνωρίζοντας ως μοναδικό πρόβλημα εκείνο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας.
Προσωπικά, δεν νομίζω ότι υπάρχει περίπτωση η Ελλάδα να υπογράψει συνυποσχετικό με τους Τούρκους το οποίο δεν θα αφορά αποκλειστικά και μόνο στο πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας. Η Τουρκία επιχειρεί να σύρει την Ελλάδα, στο Διεθνές Δικαστήριο στο πλαίσιο μιας μεγάλης σειράς προβλημάτων που όμως όλα αφορούν σε εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα της ίδιας. Να κάνουν διαπραγμάτευση σε ποιον ανήκει τι; Αυτή την στιγμή είναι δεδομένο ότι όλα αυτά ανήκουν στην Ελλάδα. Εμείς αυτό που λέμε αποτελεί δε πάγια εξωτερική πολιτική της Ελλάδας είναι ότι δεν διεκδικούμε από κανέναν τίποτα αλλά δεν παραχωρούμε και σε κανέναν τίποτα από αυτά τα οποία θεωρούμε ότι μας ανήκουν και έχουν διαχρονικά γίνει αποδεκτά από όλους.
Αναμφίβολα, η επέκταση στα 12 μίλια των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας. Ωστόσο η Τουρκία έχει δηλώσει ότι μια τέτοια κίνηση συνιστά Casus Belli. Τί πρέπει να κάνει η Ελλάδα; Η Τουρκία υποστηρίζει ότι η επέκταση στα δώδεκα ν.μ. καθιστά το Αιγαίο ελληνική λίμνη και την αποκλείει. Είναι σωστός ο ισχυρισμός αυτός;
Ο ισχυρισμός ότι θα μετατραπεί το Αιγαίο σε Ελληνική λίμνη δεν είναι σωστός. Ασφαλώς ένα μεγάλο κομμάτι από την εντελώς παρανόμως διεκδικούμενη από τους Τούρκους Υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, θα έμπαινε με την επέκταση στα 12νμ της Ελληνικής Αιγιαλίτιδας ζώνης στην κυριαρχία της Ελλάδας. Αυτό είναι δεδομένο, ως εκ τούτου θα μεγάλωνε η Αιγιαλίτιδα Ζώνη της Ελλάδας, σε καμία περίπτωση όμως δεν θα μετατρεπόταν σε Ελληνική Λίμνη. Μεγάλα κομμάτια του Αιγαίου παραμένουν με την μορφή ανοιχτής θάλασσας, ελεύθερος θαλάσσιος χώρος για τον οποιοδήποτε και όχι μόνο για τους Τούρκους.
Εξάλλου το ότι η Ελλάδα έχει δικαίωμα να επεκτείνει την Αιγιαλίτιδα Ζώνη στα 12νμ είναι νόμιμο στη βάση του Διεθνούς Δικαίου της θάλασσας. Η ίδια η Τουρκία έχει 12νμ στον Εύξεινο Πόντο και μάλιστα πριν από τη Νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Την επομένη ουσιαστικά της Σύμβασης της Γενεύης του 1958 προχώρησε στην επέκταση της Αιγιαλίτιδας ζώνης της, το 1964, στα 12νμ. Η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο που δεν έχουν 12νμ, και δικαιούται να επεκταθεί στα 12νμ ανά πάσα στιγμή. Οι Τούρκοι έχουν δηλώσει ότι η ενέργεια αυτή συνιστά “Casus Belli”, δηλαδή «αιτία πολέμου», δήλωση παράνομη στη βάση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών όπου ρητά απαγορεύεται η χρήση ή η απειλή βίας.
Η συμφωνία Ελλάδας- Ισραήλ- Αιγύπτου- Ιταλίας για τον αγωγό East Med, πόσο σημαντική είναι για την χώρα μας, από πλευράς οικονομικής και γεωπολιτικής σημασίας;
Η Συμφωνία Ελλάδας- Ισραήλ- Αιγύπτου (-Ιταλίας) για τον Αγωγό East Med έχει τεράστια γεωπολιτική σημασία για την Ελλάδα διότι ενώνει τα ενδιαφερόμενα κράτη προς την Ευρώπη, (επειδή μιλάμε και για Ιταλία), μέσω ενός αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου. Από πλευράς οικονομικής το κόστος ασφαλώς και είναι πάρα πολύ σημαντικό διότι πρόκειται για υποθαλάσσιο αγωγό, η κατασκευή του οποίου είναι πολύ ακριβή, αφού αφορά σε μεγάλα βάθη, και χρειάζεται να γίνουν μελέτες ως προς την γεωμορφολογία του εδάφους, τα σημεία που μπορεί ή δεν μπορεί να ακουμπήσει ο αγωγός. Ο βυθός δεν είναι ομοιόμορφος, έχει βουνά υποθαλάσσια, χαράδρες κλπ. Επομένως είναι πολύ σημαντικό από πού θα περάσει. Ωστόσο, το κόστος δεν φαίνεται να είναι αποτρεπτικό, αφού δεν επιβαρύνει αποκλειστικά και μόνο τα κράτη, αλλά και τις εταιρίες εκμετάλλευσης οι οποίες πρέπει να συμβάλλουν σ’ αυτό τον τομέα- την ΕΕ και πολλούς άλλους φορείς.
Η έκρυθμη κατάσταση που προσπαθεί να δημιουργήσει η Τουρκία στην Κύπρο αφενός μεν αμφισβητώντας τις νόμιμες ενέργειες της Κυπριακής Κυβέρνησης για εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων της, πως μπορεί να αντιμετωπιστεί; Και ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της Ελλάδας στις Τουρκικές επιθέσεις σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου;
Καταρχάς, η Κύπρος είναι Ανεξάρτητο Κράτος. Το ότι μας συνδέουν δεσμοί εθνικοί πολύ σημαντικοί αυτό είναι άλλη υπόθεση. Επομένως η όποια απόφαση σ ’αυτό τον τομέα βαραίνει αποκλειστικά και μόνο την νόμιμη Κυπριακή Κυβέρνηση. Δεύτερον, η συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι στην Κύπρο είναι, όπως και σε βάρος της Ελλάδας, παράνομη στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Αυτό που επιχειρεί η Τουρκία να κάνει στο νότιο μέρος της Κύπρου αμφισβητώντας την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας που οριοθέτησε το Ανεξάρτητο αυτό Κράτος το 2003 με την Αίγυπτο, και στη συνέχεια με το Ισραήλ και το Λίβανο, είναι παράνομο. Και αυτό γιατί η Τουρκία δεν έχει καμία πρόσβαση σ’ αυτή την περιοχή διότι βρίσκεται από τα βόρεια μέρη της Κύπρου προς την Ανατολή από πάνω. Δεν έχει ακτές άρα δεν έχει εκ των πραγμάτων καμία επαφή και καμία πρόσβαση στην περιοχή. Επομένως δεν δύναται να αρνηθεί το δικαίωμα του Ανεξάρτητου Κράτους να οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα του και την ΑΟΖ με τα απέναντι κράτη. Συνεπώς δεν έχει καμία σχέση με το τι θα γίνει στο κάτω κομμάτι της Κυπριακής Δημοκρατίας και ως εκ τούτου είναι παράνομες όλες οι ενέργειες στις οποίες έχει προβεί η Τουρκία τα τελευταία χρόνια.
Όπως είπαμε προηγουμένως, τα δικαιώματα του κράτους στην υφαλοκρηπίδα είναι συγκεκριμένα, α) εξερεύνηση και β) εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Όταν στέλνεις ένα δικό σου πλοίο να παραβιάσει το κυριαρχικό δικαίωμα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης που έχει ένα άλλο κράτος, αντιλαμβάνεστε ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό. Αυτό σημαίνει ότι δεν πάει ένα πλοίο για να κάνει βόλτες αλλά για να ψάξει να βρει ουσιαστικά αν υπάρχει πετρέλαιο ή φυσικό αέριο στην υφαλοκρηπίδα ενός άλλου κράτους. Μάλιστα, έχει απειλήσει πολλές φορές ότι θα ψάξει όχι μόνο στη βάση των απλών σεισμολογικών ερευνών αλλά θα προχωρήσει σε γεωτρήσεις . Όλες αυτές οι ενέργειες, γίνονται κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο εκτός από το να το καταγγείλει φραστικά. Η θέση της Κύπρου είναι αυτή που μετράει διότι όπως προανέφερα είναι Ανεξάρτητο κράτος. Η Ελλάδα δεν μπορεί να παρέμβει στην όποια απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Προσφάτως η Τουρκία έκανε μία απρόσμενη διπλωματική κίνηση και υπέγραψε μία συμφωνία με τη Λιβύη για την οριοθέτηση της ΑΟΖ παραβιάζοντας κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου. Πώς το σχολιάζετε; Πως πρέπει να αντιδράσει η Ελλάδα σε διεθνές επίπεδο; Πρέπει να προχωρήσει και η Ελλάδα στην οριοθέτηση της δικής της υφαλοκρηπίδας;
Από την πλευρά της Ελλάδας, η χώρα βρίσκεται στον σωστό δρόμο διότι δεν έχει αναγνωρίσει αυτή τη Συμφωνία ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο χώρες που έτσι και αλλιώς βέβαια δεν έχει επικυρωθεί ούτε από το κοινοβούλιο της Λιβύης, αλλά αντιθέτως την έχει καταγγείλει διεθνώς. Επομένως αφενός μεν δεν έχει νόμιμη υπόσταση, αφετέρου δε έγινε κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου, διότι αγνοεί τα δικαιώματα τρίτων κρατών, αγνοεί το ότι το Διεθνές Δίκαιο αναγνωρίζει ότι όλα τα νησιά έχουν την δική τους υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, πράγμα το οποίο είναι αποδεκτό από τους πάντες γιατί το Διεθνές Δίκαιο στηρίζεται στη βούληση των κρατών. Όταν φτιαχνόταν το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (1973-1982) το μόνο κράτος που είχε αντίρρηση σ‘ αυτή την υπόθεση ήταν η Τουρκία η οποία, μετά το 1982 που υιοθετήθηκε η Σύμβαση για το Δίκαιο της θάλασσας, ήθελε να εφαρμόσει ένα δικό της Δίκαιο της θάλασσας, το οποίο βέβαια στην πράξη δεν αναγνωρίζεται από κανένα κράτος στον κόσμο.
Είδαμε και τις τελευταίες δηλώσεις οι οποίες έχουν γίνει από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτείων της Αμερικής και ειδικότερα του Πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, ο οποίος επανειλημμένως έχει υποστηρίξει κάτι παρόμοιο. Επομένως θα λέγαμε ότι η πολιτική αντίδραση της Ελλάδας βρίσκεται στον σωστό δρόμο, έχοντας καταγγείλει αυτό το MoU σε όλα τα Διεθνή Fora, στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Από κει και πέρα εξαρτάται κατά πόσο η Τουρκία θα θελήσει να συμμορφωθεί επιτέλους με το Διεθνές Δίκαιο. Όσον αφορά το εάν πρέπει η Ελλάδα να προχωρήσει στην οριοθέτησης της δικής της υφαλοκρηπίδας, αυτό δεν γίνεται μονομερώς. Στη προκειμένη περίπτωση, απ’ ό,τι γνωρίζουμε υπάρχουν συνομιλίες οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αίγυπτο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Υπήρχανε και στο παρελθόν αντίστοιχες συνομιλίες ανάμεσα σε Ελλάδα και Λιβύη.
Σημειώστε επίσης ότι η υφαλοκρηπίδα της Ελλάδας από την πλευρά του Ιονίου πελάγους έχει οριοθετηθεί από το 1977 με τους Ιταλούς χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα, αποδεχόμενοι οι Ιταλοί την πλήρη επήρεια υφαλοκρηπίδας όλων των Ελληνικών νησιών του Ιονίου πελάγους. Καταλαβαίνετε λοιπόν, ότι ήδη από τότε παραδεχόντουσαν οι Ιταλοί ότι τα νησιά μας έχουν την δική τους υφαλοκρηπίδα.
Πως σχολιάζετε τις διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας και Αμερικής; Τι «κέρδισε» και τι «έχασε» η χώρα μας από την πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ και τη συνάντηση του με τον πρόεδρο της Αμερικής κύριο Τραμπ; Η Ελλάδα έχει αναπτύξει ισχυρές συμμαχίες για να ανταπεξέλθει στις τουρκικές προκλήσεις; Υπάρχει κατά τη γνώμη σας σχέδιο αμυντικής αποτροπής σε περίπτωση που η Τουρκία παραβιάσει την Ελληνική υφαλοκρηπίδα νοτίως του Καστελόριζου;
Η όποια συνάντηση του Έλληνα επικεφαλής της Κυβέρνησης της χώρας μας, με τον εκάστοτε πρόεδρο της Αμερικής έχει πάντα συν και όχι μείον. Είναι μία συνάντηση η οποία γίνεται ανάμεσα σε δύο κράτη με παραδοσιακούς δεσμούς φιλίας. Θα λέγαμε μάλιστα ότι αυτοί οι δεσμοί έχουν μετουσιωθεί εδώ και πολλά χρόνια και σε θεσμικές υποχρεώσεις του ενός κράτους έναντι του άλλου, λόγω της συνύπαρξής τους στο ΝΑΤΟ. Νομίζω επομένως, ότι θετικά πρέπει να είναι όλα τα μηνύματα τα οποία έρχονται μετά την συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Αμερικανό πρόεδρο. Όλα αυτά που βλέπουμε τώρα να προβάλλονται από την πλευρά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το συγκεκριμένο θέμα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα με την Τουρκία είναι θετικά. Η Αμερικανική θέση είναι ξεκάθαρη και υποστηρίζει ότι όλα τα νησιά έχουν την δική τους υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για την χώρα μας.
Οι συμμαχίες, βέβαια, είναι θέμα πολιτικής φύσεως και συνεπώς αυτό είναι θέμα της Ελλάδας και μόνο. Στο συγκεκριμένο ζήτημα η μεγαλύτερη συμμαχία της Ελλάδας, εκτός από τις ΗΠΑ είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως η Γαλλία, η οποία πολιτικά βρίσκεται πάντα στο πλευρό της Ελλάδας. Ωστόσο, όσον αφορά τα θέματα αποτροπής ή αμυντικού σχεδίου αυτά είναι θέμα ελληνικών στρατηγικών και μόνο κινήσεων.
Τη συνέντευξη επιμελήθηκε η BAΓIA ΣEPAΦEIMIΔOY Δημοσιογράφος – Πολιτικός Eπιστήμων.