Γράφει ο Γρηγόρης Ορφανίδης*
Στον σημερινό κόσμο εκτιμάται, πως ομιλούνται περί τις 6.000 γλώσσες. Θα έλεγε κανείς, λοιπόν, ότι ζούμε σε μία σύγχρονη Βαβέλ, τόσο ποικιλόμορφη και ιδιάζουσα, μα συγχρόνως τόσο όμοια. Αναπόφευκτα συναντάμε στις μέρες μας δίγλωσσες και πολύγλωσσες κοινωνίες και θεωρείται ανώφελο να προσπαθήσουμε την δημιουργία μιας μονόγλωσσης κοινωνίας. Τόσο ανώφελο όσο αν επιχειρήσει κάποιος να αποδείξει πως η Γη είναι επίπεδη.
Αρχικά θεωρείται σκόπιμο να επισημάνουμε την αλληλένδετη σχέση εγκεφάλου – γλώσσας. Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι, Αιγύπτιοι και στη συνέχεια αρχαίοι Έλληνες διατύπωσαν την άποψη ότι ο εγκέφαλος είναι η πηγή της ανθρώπινης γλώσσας.
Ο εγκέφαλος είναι ο φορέας της κατανόησης και το όργανο δια του οποίου κατακτούμε σοφία και γνώση με συγκεκριμένο τρόπο.
Ιπποκράτης, Περί ιεράς νόσου, περ. 377 π.Χ.
Μέχρι και σήμερα η επιστήμη της νευρογλωσσολογίας μελετά τους μηχανισμούς, με τους οποίους το πιο πολύπλοκο όργανο του ανθρώπινου σώματος – ο εγκέφαλος -, που αποτελείται από περίπου από 10 δισεκατομμύρια νευρικά κύτταρα (νευρώνες) και δισεκατομμύρια ίνες που τα διασυνέουν, ελέγχει τις κινητικές και αισθητηριακές διαδικασίες και διεργασίες της σκέψης.
Η διγλωσσία, σε πολλά μέρη ανά την υφήλιο, έχει λάβει, μοιραία, κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις. Ως εκ’ τούτου αναδύονται ακραίες απόψεις οι οποίες ελλοχεύουν κινδύνους, καθώς κάτω από τον μανδύα αυτών κρύβονται συμφέροντα, όσον αφορά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της. Κοινωνικοί και πολιτικοί φορείς που προβάλλουν την εθνική ταυτότητα μέσα από τη γλώσσα σε μέρη που συνυπάρχουν δύο γλώσσες είναι οι κύριοι εκφραστές αυτών.
Οι περισσότεροι ξεκινούν με την περιγραφή του δίγλωσσου ως ενός ατόμου που μαθαίνει και κατακτά τη δεύτερη γλώσσα πολύ νωρίς στη ζωή του. Ορίζουν τη διγλωσσία αποκλειστικά στον τύπο της πρώιμης διγλωσσίας. Ορισμένοι επισημαίνοντας τα πλεονεκτήματα της ταυτόχρονης εκμάθησης δύο γλωσσών, αναφέρονται στην ταυτόχρονη διγλωσσία. Αντικρούοντας κάποιο άλλοι τη συγκεκριμένη μέθοδο, διότι θεωρούν πως η ταυτόχρονη εκμάθηση δύο γλωσσών προκαλεί σύγχυση, προκρίνουν, μ’ αυτόν τον τρόπο την διαδοχική διγλωσσία. Αρκετοί, βέβαια, έχουν συνδέσει τη διγλωσσία με τη μετανάστευση-προσφυγιά, όπου το δίγλωσσο άτομο ως παιδί μεταναστών-προσφύγων που γεννήθηκε σε άλλη χώρα από τον τόπο καταγωγής της οικογένειας του, κάνουν μνεία στον τύπο της φυσικής διγλωσσίας. Η πλειοψηφία, τέλος, προσδιορίζει τη διγλωσσία ως την ικανότητα του ατόμου να αναπτύσει επαρκώς την άποψη του σε διάφορα πλαίσια και με τις δύο γλώσσες (μέγιστη διγλωσσία). Παρατηρούμε, επομένως, πως διάφοροι παράγοντες όπως η μέθοδος εκμάθησης και η ηλικία επηρεάζουν και κατηγοριοποιούν την διγλωσσία.
Παρόλη την ποικιλομορφία της, η διγλωσση εμπειρία μπορεί να μεταβάλλει την ανατομία και τη λειτουργία ορισμένων εγκεφαλικών δομών. Οι δίγλωσσοι χρησιμοποιούν ένα πιο εκτεταμένο δίκτυο εγκεφαλικών περιοχών απ’ ό,τι οι μονόγλωσσοι. Με άλλα λόγια στους δίγλωσσους ενεργοποιούνται επιπλέον περιοχές που δεν έχουν άμεση σχέση με τη γλωσσική επεξεργασία. Σύμφωνα, πάντα, με μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί στο Πανεπιστήμιο Jame I στην Καστεγιόν. Εάν περιορίσουμε τις αναφορές μας μονάχα στους δίγλωσσους μαθητές, παρατηρούμε πώς όχι μόνο δεν μειονεκτούν, εν συγκρίσει με μονόγλωσσους μαθητές,αλλά υπερέχουν στον τρόπο θετικής σκέψης. Τα μαθηματικά και οι αριθμοί, άλλωστε, αποτελούν μια διεθνή γλώσσα με την οποία οι δίγλωσσοι μαθητές είναι ήδη εξοικειωμένοι. Όμως οι δίγλωσσοι μαθητές δεν παρουσιάζουν κάποια θεαματική διαφορά ως πρός τις γνωστικές τους ικανότητες.
Επιπλέον το δίγλωσσο άτομο, μέσω της δίγλωσσης εμπειρίας που έχει αποκτήσει και εφαρμόζοντας κάθε μορφική ομοιότητα και συνδέοντας το φωνολογικό ρεπερτόριο των γλωσσών των οποίων ήδη γνωρίζει, μπορεί σε μεγαλύτερο βαθμό -εν αντιθέσει με ενά μονόγλωσσο άτομο- να κατανοήσει και να κατακτήσει μία τρίτη γλώσσα, η οποία φυσικά φέρει ομοιότητες με τις ήδη υπάρχουσες γλώσσες. Παραδείγματος χάριν για έναν ομιλητή της αγγλικής γλώσσας θα ήταν ευκολότερο να κατανοήσει τη γερμανική ή ολλανδική γλώσσα (δυτικές γερμανικές γλώσσες). Με άλλα λόγια το δίγλωσσο άτομο είναι ικανό να μεταφέρει κάποιες ιδιότητες από τις γλώσσες που έχει κατακτήσει, στην γλώσσα που έχει θέσει ως στόχο προς κατάκτηση. Αυτό το γνωρίζουμε χάρις στις μελέτες που έλαβαν χώρα στο Πανεπιστήμιο Northwestern υπό την εποπτεία της Viorica Marian.
Η δίγλωσση εμπειρία θεωρείται, εφαλτήριος παράγοντας στην επεξεργασία της γλώσσας, στη νόηση και στην ανάπτυξη του εγκεφάλου. Παρόλα αυτά οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί δεν είναι επαρκείς ωστέ να απαντήσουμε στο ερώτημα που έθεσε ο Albert Costa: “Why are bilinguals smarter?” (“Γιατί οι δίγλωσσοι είναι πιο έξυπνοι;”). Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο εγκέφαλος είναι το πιο περίπλοκο όργανο του ανθρώπινου σώματος. Ένα δεύτερο ερώτημα που γεννάται και δεν δύναται, έως και σήμερα να απαντηθεί, είναι μέχρι ποιο βαθμό η διγλωσσία σμιλεύει τον εγκέφαλο.
Ήδη από το ΄60 ο Wilder Penfield, καναδός νευροχειρούργος, είχε αναπτύξει την άποψη ότι ο εγκέφαλος των δίγλωσσων ομιλητών είναι ανώτερος. Δεκαετίες μελετών, οι οποίες παραλληλίζονται με το ταξίδι του Οδυσσέα, καθώς -για πολλοστή φορά- θα πρέπει να τονίσουμε την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου, μας φέρνουν στο σήμερα. Φτάνοντας στο σήμερα και προσπαθώντας, ακόμη, να χαρτογραφήσουμε τα αχαρτογράφητα νερά του εγκεφάλου, θεωρείται δεδομένο πως δεν έχουμε βρει την Ιθάκη.
*Γρηγόρης Ορφανίδης, εκπαιδευτικός, απόφοιτος τμήματος γερμανικής γλώσσας και φιλολογίας Α.Π.Θ.