Επιμέλεια – Bάγια Σεραφειμίδου
Η εγκληματικότητα ήταν, ανέκαθεν ζήτημα μείζονος κοινωνικής σημασίας και αναμφίβολα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας όλων των πολιτών. Φόβος, ανασφάλεια, άγχος, μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της. Ποιες είναι όμως οι ρίζες, τα αίτια και οι παράγοντες της εγκληματογέννεσης και ποιος ο αντίκτυπος του κοινωνικού αυτού φαινομένου στον κοινωνικό ιστό; Ποια είναι τα μέτρα εξάλειψης της από την πολιτεία και τις αστυνομικές αρχές; Ποιος είναι ο ρόλος και η στάση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας στο έργο της Ελληνικής Αστυνομίας και ποια προβλήματα αντιμετωπίζει ο Τομέας Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας; Κατά πόσο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στη Χώρα μας είναι αποτελεσματικό και γρήγορο σε κάθε αξιόποινη και παραβατική πράξη; Με ποιο τρόπο η Διεύθυνση της Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας, Interpol, Europol και το Σύστημα Πληροφοριών Schengen, διασφαλίζουν την ανταλλαγή εγκληματικών πληροφοριών; Τελικά, πόσο ασφαλής είναι η χώρα στην οποία ζούμε;
Ένας άνθρωπος που γνωρίζει το έγκλημα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, καθώς και τη λειτουργία του αστυνομικού θεσμού και της δικαιοσύνης στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, δεν είναι άλλος από τον ε.ά Υποστράτηγο Ελληνικής Αστυνομίας Ευάγγελο Στεργιούλη, Διδάκτορας Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει διδάξει στην έδρα των Αστυνομικών Σπουδών του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου, καθώς και στις Σχολές της Αστυνομικής και Κυπριακής Ακαδημίας επί σειρά ετών. Ο κύριος Στεργιούλης υπηρέτησε στην Ελληνική Αστυνομία ως Προϊστάμενός της Interpol και της Europol, όπως επίσης υπηρέτησε και στην έδρα της Europol στη Χάγη της Ολλανδίας για επτά σχεδόν χρόνια, ως υπεύθυνος των εξωτερικών και δημοσίων σχέσεων του οργανισμού. Έχει συγγράψει τρία βιβλία και οι μελέτες του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά. Πολλά από τα άρθρα του επίσης έχουν δημοσιευθεί στην “Αστυνομική Επιθεώρηση”, στην “Ποινική Δικαιοσύνη” και στον Ελληνικό και διεθνή Τύπο. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που εκπροσώπησε την Ελληνική Αστυνομία και το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης σε διεθνή σεμινάρια, συνέδρια και ομάδες εργασίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των Ηνωμένων Εθνών και άλλων Διεθνών Οργανισμών.
Κύριε Στεργιούλη, ας ξεκινήσουμε με μια γενική ερώτηση αναφορικά με τη γείτονα χώρα και τις προκλήσεις της σε καθημερινή σχεδόν βάση. Ο Νεοκλής Σαρρής είπε ότι όλα τα κράτη έχουν να επιδείξουν πολιτισμό. Η Τουρκία έχει να επιδείξει μόνο ποινικό μητρώο. Πως το σχολιάζετε;
Χαίρομαι που αναφέρεστε στον αείμνηστο καθηγητή Νεοκλή Σαρρή! Υπήρξε καθηγητής μου και μάλιστα ήταν πρόεδρος της επταμελούς επιτροπής όταν υποστήριζα τη διδακτορική μου διατριβή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έφυγε αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στην Ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα! Ήταν βαθύς γνώστης των ελληνοτουρκικών σχέσεων και της γενικότερης επεκτατικής εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Εξ ου και η δήλωση του που αναφέρετε, η οποία αποτελεί μέρος της σπουδαίας παρακαταθήκης του που άφησε στο χώρο των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών. Συγκεκριμένα, αυτή η διαπίστωση του Νεοκλή Σαρρή στηρίζεται σε ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα που δεν τιμούν την πορεία της Τουρκίας στην παγκόσμια ιστορία. Ας μην ξεχνάμε, λοιπόν, ότι η Τουρκία βαρύνεται με τρεις γενοκτονίες (Ασσυρίων, Αρμενίων και Ελλήνων) και παραμένει μέχρι και σήμερα κατοχική δύναμη σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατέχοντας κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου το 38% της Κύπρου και έχοντας διαπράξει κατά την εισβολή της αποτρόπαια εγκλήματα, που συνεχώς έρχονται στο φως της δημοσιότητας με την ανακάλυψη ομαδικών τάφων εκτελεσθέντων αιχμαλώτων Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα της Κύπρου.
Ένα από τα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι το μεταναστευτικό. Η ευρωπαϊκή ένωση βοήθησε τις Ελληνικές Αρχές στη διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης; Ποιος είναι ο ρόλος του Frontex στο μείζονος σημασίας μεταναστευτικό ζήτημα;
Έχω εκφράσει δημόσια την άποψή μου και έχω υποστηρίξει τεκμηριωμένα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτύχει στη διαχείριση του μεταναστευτικού. Το μεταναστευτικό είναι πρωτίστως πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά, δυστυχώς, για μία ακόμη φορά η Ελλάδα καλείται μόνη της να αντιμετωπίσει την εν εξελίξει μεταναστευτική κρίση, μαζί με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από τις αθρόες και αναρίθμητες καθημερινές εισροές μεταναστών που προωθούνται συστηματικά και μεθοδευμένα από την γείτονα χώρα. Και αυτό είναι άδικο! Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρώντας ότι η παράνομη μετανάστευση αποτελεί μείζονος σημασίας ζήτημα για την εσωτερική της ασφάλεια, ίδρυσε το 2004 τον Frontex με κύρια αποστολή τον έλεγχο και την διαχείριση των μεταναστευτικών ροών στα εξωτερικά της σύνορα. Ο Frontex είναι στελεχωμένος σήμερα με περίπου 700 υπαλλήλους, έχει στη διάθεση του σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό και ετήσιο προϋπολογισμό πάνω από 300.000.000 Ευρώ. Προσφάτως, μάλιστα, το Συμβούλιο Υπουργών αποφάσισε την ενίσχυση του Frontex με επιπρόσθετο τεχνολογικό εξοπλισμό και ανθρώπινο δυναμικό, έτσι ώστε μέχρι το 2027 να διαθέτει μία δύναμη έως και 10.000 μέλη αποτελούμενη από προσωπικό που θα διατίθεται από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν ιδιαιτέρως σημαντικό οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κύρια αρμοδιότητα την αποτελεσματική αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος, πλην όμως τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα της δράσης του αμφισβητούνται ευρέως. Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι μελλοντικά ο Frontex θα καταστεί αποτελεσματικός στη διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος.
Γύρω από ποιον άξονα κινείται το φάσμα της εγκληματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα; Ποια αξιόποινη πράξη είναι σε ύφεση στην χώρα μας; Η οικονομική κρίση επηρέασε τους δείκτες της εγκληματικότητας;
Δυστυχώς, η εγκληματικότητα στη Χώρα μας παρουσιάζει αυξητικές τάσεις. Εάν δούμε τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας σε βάθος χρόνου, θα διαπιστώσουμε ότι με εξαίρεση τις ανθρωποκτονίες που κυμαίνονται την τελευταία πενταετία κατά μέσο όρο σε 70 ετησίως, οι άλλες μορφές εγκληματικότητας παρουσιάζουν έξαρση. Συγκεκριμένα, οι κλοπές και οι διαρρήξεις τα τελευταία χρόνια παραμένουν σταθερά πάνω από 75.000 ετησίως σε ολόκληρη τη Χώρα, δηλαδή διαπράττονται πάνω από 200 κλοπές και διαρρήξεις την ημέρα! Το ίδιο και με τις ληστείες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια ανέρχονται πάνω από 4.000 κάθε χρόνο. Αναμφίβολα, η οικονομική κρίση επηρέασε τους δείκτες της εγκληματικότητας, ωστόσο ακόμη δε γνωρίζουμε ακριβώς σε ποιο βαθμό και ποιες κατηγορίες εγκλημάτων, λόγω ελλείψεως εμπειρικών ερευνών. Πρέπει, όμως, να επισημάνουμε το γεγονός ότι αυτή η έξαρση της εγκληματικότητας δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά και μόνο στην έλλειψη αποτελεσματικής αστυνόμευσης. Η Ελληνική Αστυνομία έχει πράγματι την κύρια ευθύνη της πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος, ωστόσο η συνολική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας αποτελεί ένα εξαιρετικά σύνθετο ζήτημα και υπάγεται σε ένα πλαίσιο αντεγκληματικής πολιτικής με τη συμμετοχή όλων των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών, κοινωνικών φορέων και οργάνων.
Ποια είναι η συμβολή των προηγμένων τεχνολογικών μέσων στο ευρύτερο τομέα της ασφάλειας, στην πρόληψη και στην καταπολέμηση εγκληματικών ενεργειών;
Είναι πραγματικά τεράστια η συμβολή της τεχνολογίας στη διασφάλιση της έννομης τάξης. Δεν νοείται σήμερα σύγχρονη Αστυνομία να είναι αποκομμένη από τις νέες τεχνολογίες. Το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία συνεχώς εξελίσσονται και χρησιμοποιούν την τεχνολογία για να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Στις μέρες μας, για την εξιχνίαση κάθε μορφής εγκληματικότητας είναι απολύτως αναγκαία η χρήση των νέων τεχνολογιών. Και γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, όλες οι Αστυνομίες επενδύουν στις νέες τεχνολογίες και συνάμα στην εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού τους. Το μείζον ζητούμενο, ωστόσο, στη χρήση και αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στο έργο της Αστυνομίας, είναι η τήρηση της νομιμότητας. Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών, η προστασία της ιδιωτικής ζωής πρέπει να είναι απολύτως σεβαστά και να τυγχάνουν της ανάλογης προστασίας μέσα από ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο.
Η εξασφάλιση δημόσιας ειρήνης και ευταξίας κάθε χώρας ανάγεται σε κοινωνικό αγαθό. Η Ελλάδα είναι ασφαλής χώρα;
Πράγματι, η ασφάλεια είναι κοινωνικό αγαθό, αλλά και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κάθε πολίτη. Και το έγκλημα πλήττει το δημόσιο αγαθό της ασφάλειας, η προστασία του οποίου ανάγεται στην κύρια αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας. Επίσης, το έγκλημα ως κοινωνικό φαινόμενο εξελίσσεται ποιοτικά και ποσοτικά. Βεβαίως, δεν είναι δυνατή η παντελής εξάλειψη του εγκλήματος σε μία κοινωνία, ωστόσο είναι εφικτός ο περιορισμός του εγκλήματος μέσω σύγχρονων στρατηγικών πρόληψης, οι οποίες πρέπει να αποτελούν μέρος μιας συνολικής και αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής. Παρά το γεγονός ότι η εγκληματικότητα τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει ανησυχητικές αυξητικές τάσεις, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, πιστεύω ότι η Χώρα μας συνεχίζει να είναι μία από τις ασφαλέστερες χώρες της Ευρώπης.
Η δικαιοσύνη αποτελεί τον πυλώνα του ποινικού συστήματος και τον κορυφαίο θεσμό της Δημοκρατίας. Στην Ελλάδα το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης έχει το κύρος που του αρμόζει;
Είναι τεράστιο το θέμα της απονομής δικαιοσύνης στη Χώρα μας. Σε όλες τις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διεθνών οργανισμών, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις αναφορικά με την έγκυρη απονομή δικαιοσύνης, παρά το γεγονός ότι η Χώρα μας έχει κατά μέσο όρο έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς δικαστηρίων, δικαστών και δικηγόρων ανά κάτοικο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης είναι υπερβολικές. Μια υπόθεση αστικής-διοικητικής φύσεως συνήθως εκδικάζεται σε χρονικό διάστημα 3-4 ετών κατά μέσο όρο. Πάνω από 1.000.000 ποινικές υποθέσεις εκτιμάται ότι εκκρεμούν προς εκδίκαση. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η Χώρα μας έχει ένα από τους υψηλότερους αριθμούς καταδικαστικών αποφάσεων από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για αδικαιολόγητες καθυστερήσεις εκδίκασης υποθέσεων. Όλα αυτά επιδρούν καταλυτικά στην εδραίωση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη δικαιοσύνη. Εκτιμώ ότι η Ελληνική Πολιτεία δεν μερίμνησε για τον εκσυγχρονισμό του δικαστικού συστήματος, με αποτέλεσμα η συνολική κατάσταση στην απονομή δικαιοσύνης, που αποτελεί τον βασικό πυλώνα της δημοκρατίας, να συνεχίζει μέχρι και σήμερα να είναι άκρως προβληματική, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μια σειρά σοβαρών νομοθετικών παρεμβάσεων για τον εξορθολογισμό του συστήματος.
Στην σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα πόσο δύσκολος είναι ο ρόλος του αστυνομικού και ποια μέτρα αποτροπής εφαρμόζει ο θεσμός της Ελληνικής Αστυνομίας για τις παραβατικές συμπεριφορές;
Η αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος, η προστασία της ζωής και της περιουσίας κάθε πολίτη, χωρίς καμία απολύτως διάκριση. Η κύρια συνιστώσα του αστυνομικού έργου είναι η πρόληψη του εγκλήματος, στην οποία εστιάζουν το σύνολο των επιχειρησιακών δράσεων της Ελληνικής Αστυνομίας. Ο αστυνομικός, σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες δημοσίων λειτουργών, θεωρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στο Σώμα ως ευρισκόμενος εν υπηρεσία. Αυτή η κατάσταση διαρκούς ετοιμότητας του αστυνομικού σε συνδυασμό με το γεγονός ότι υποχρεούται ν’ ακολουθεί ένα ακατάστατο ωράριο εργασίας επί καθημερινής βάσεως, να εργάζεται ανεξαρτήτως αργιών και εορτών, να αντιμετωπίζει γεγονότα και καταστάσεις με αυξημένη επικινδυνότητα, δημιουργούν ένα ιδιαίτερα δύσκολο εργασιακό περιβάλλον με δυσμενείς επιπτώσεις στην προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή του. Η επικινδυνότητα του αστυνομικού επαγγέλματος υπήρξε ανέκαθεν, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί δραματικά λόγω της ποιοτικής και ποσοτικής αύξησης της εγκληματικότητας. Και το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει στην προκειμένη περίπτωση είναι κατά πόσο η Ελληνική Πολιτεία έρχεται αρωγός και συμπαραστάτης στον αστυνομικό και στην οικογένειά του, όταν χάνει τη ζωή του ή τραυματίζεται σοβαρά κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του; Δυστυχώς, Ελληνική πολιτεία δεν αναγνωρίζει θεσμικά την επικινδυνότητα του αστυνομικού επαγγέλματος παρά τις επανειλημμένες παρεμβάσεις των αστυνομικών συνδικαλιστών ενώσεων. Και βέβαια καμία απολύτως διάταξη νόμου δεν κατοχυρώνει και δεν προβλέπει μία αξιοπρεπή περίθαλψη της οικογένειας του αστυνομικού σε περίπτωση απώλειας της ζωής του.
Ποια είναι η σχέση μεταξύ Ελληνικής Αστυνομίας και Κοινωνίας; Η εκάστοτε πολιτική ηγεσία επηρεάζει την σχέση αυτή;
Από συστάσεως της, το 1984, η Ελληνική Αστυνομία μάχεται για την κοινωνική της αναγνώριση και αποδοχή, με τα λάθη της, τις παραλείψεις της αλλά και με ένα, πέραν πάσης αμφιβολίας, σημαντικό έργο στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας και μάλιστα με φόρο αίματος ασυγκρίτως μεγαλύτερο από το μέσο Ευρωπαϊκό όρο. Ένα μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας έχει αναγνωρίσει και εκτιμήσει δεόντως το έργο και την αποστολή της. Ωστόσο, το μείζονος σημασίας ερώτημα που ακόμη και σήμερα προβάλλει κατηγορηματικά είναι αν η Ελληνική Αστυνομία, τριάντα και πλέον χρόνια από την ίδρυση της, έχει την ευρεία πολιτική στήριξη και αναγνώριση του έργου της και της αποστολής της και δεν τυγχάνει απαξιωτικών πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων και συμπεριφορών; Δυστυχώς, για την Ελληνική Αστυνομία δεν υπήρξε ποτέ μία ενιαία και μακρόπνοη στρατηγική για την αποστολή της και το έργο της, αποδεκτή από όλους τους πολιτικούς φορείς της χώρας. Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι η Ελληνική Αστυνομία αποτελεί συνεχώς αντικείμενο αναδιάρθρωσης με την αλλαγή της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται μία εικόνα αποσταθεροποίησης της Ελληνικής Αστυνομίας και προβληματισμού του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου σχετικά με το ρόλο και την αποστολή της.
Ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελληνική Αστυνομία; Υστερεί σε κάτι ο τομέας της δημόσιας τάξης και ασφάλειας;
Είναι πάρα πολλά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελληνική Αστυνομία. Η Ελληνική Αστυνομία προήλθε από την ενοποίηση των Σωμάτων της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων. Η μεγαλύτερη συνέπεια αυτής της ενοποίησης ήταν και είναι ότι η Ελληνική Αστυνομία, σε ένα μεγάλο βαθμό, συνεχίζει να λειτουργεί ακόμη και σήμερα με δομές της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων, αντιμετωπίζοντας έτσι σοβαρά λειτουργικά, οργανωτικά και διοικητικά προβλήματα που έχουν τις ρίζες τους στο απώτερο παρελθόν. Δυστυχώς, η οικονομική κρίση επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την κατάσταση δημιουργώντας τεράστιες ελλείψεις στον απολύτως αναγκαίο εξοπλισμό που χρειάζεται η Ελληνική Αστυνομία για να επιτελέσει το έργο της. Περιττό, βεβαίως, να αναφέρω τις οδυνηρές περικοπές στους μισθούς του αστυνομικού προσωπικού που έχουν επιδράσει καταλυτικά στην προσωπική τους και οικογενειακή τους ζωή.
Το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελληνικής Αστυνομίας χρήζει άμεσης επανασύστασης σε πανεπιστημιακό πρότυπο όπως, για παράδειγμα, το Αστυνομικό Πανεπιστήμιο της Γερμανίας, των Σκανδιναβικών Αστυνομιών αλλά και του FBI. Είναι αδύνατος ο εκσυγχρονισμός της Ελληνικής Αστυνομίας με ένα εκπαιδευτικό σύστημα της δεκαετίας του ΄80 και με εκπαιδευτικά προγράμματα που ξεπεράστηκαν από τις εξελίξεις. Η αρχή της εξειδίκευσης είναι ακόμη άγνωστη στην Ελληνική Αστυνομία. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, στον 21ο αιώνα να συνεχίζει να υφίσταται ο κανόνας ότι κάθε αστυνομικός είναι γενικών καθηκόντων.
Το κύτταρο κάθε σύγχρονης Αστυνομίας ήταν και είναι το Αστυνομικό Τμήμα. Είναι το σημείο επαφής του πολίτη με το αστυνομικό θεσμό. Τα πάντα σε μία σύγχρονη Αστυνομία ξεκινούν από το Αστυνομικό Τμήμα και καταλήγουν σε αυτό. Δυστυχώς, η έλλειψη ορθολογικής διοίκησης σε συνδυασμό και με την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού και προσφυγικού ζητήματος που απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού της Ελληνικής Αστυνομίας, οδήγησαν στην πλήρη αποδυνάμωση των Αστυνομικών Τμημάτων, τα οποία με δυσκολία διαχειρίζονται ακόμη και τα καθημερινά αιτήματα των πολιτών.
Επιπροσθέτως, η Ελληνική Αστυνομία έχει ανάγκη σήμερα όσο ποτέ άλλοτε την επιστημονική έρευνα προκειμένου να αφουγκραστεί και να κατανοήσει τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, «τι Αστυνομία θέλει η Ελληνική κοινωνία» και όχι τι «Αστυνομία θέλει το εκάστοτε πολιτικό κόμμα που ασκεί την εξουσία.». Με ελάχιστες εξαιρέσεις επίορκων αστυνομικών, η Ελληνική Αστυνομία διαθέτει ένα άριστο σύνολο ανθρώπινου δυναμικού που μπορεί να επιτελέσει την αποστολή του με επιτυχία. Ας θυμηθούμε την άψογη διασφάλιση των Ολυμπιακών Αγώνων και άλλων σημαντικών αθλητικών εκδηλώσεων όπως και την αποτελεσματική διερεύνηση αναρίθμητων υποθέσεων σοβαρής εγκληματικότητας και τρομοκρατίας. Εν κατακλείδι, η Ελληνική κοινωνία αλλά και ο ίδιος ο Αστυνομικός αξίζουν μία καλύτερη Αστυνομία, μία Αστυνομία ανθρωποκεντρική που μέσα από νέες και σύγχρονες δομές λειτουργίας σταδιακά θα κερδίσει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική αποδοχή, εστιάζοντας στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας με σεβασμό των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών χωρίς διακρίσεις.
Ποιος είναι ο ρόλος του Ενιαίου Κέντρου Ανταλλαγής Πληροφοριών της Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας; Τι συμβαίνει όταν εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης; Στην Ελλάδα έχουν γίνει συλλήψεις με έκδοση ευρωπαϊκού και διεθνούς εντάλματος;
Η διεθνής αστυνομική συνεργασία διεκπεραιώνεται μέσα από τρεις διαύλους επικοινωνίας: Interpol, Europol και το Σύστημα Πληροφοριών Schengen. Το καθένα από αυτά λειτουργεί με τους δικούς του κανονισμούς και το δικό του νομικό πλαίσιο. Υπάγονται στη Διεύθυνση Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας και λειτουργούν σε εικοσιτετράωρη βάση ανταλλάσσοντας πληροφορίες με όλες τις αστυνομικές και διωκτικές αρχές, σε Ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Το ενιαίο κέντρο ανταλλαγής πληροφοριών, λοιπόν, είναι μία αναγκαία δομή η οποία διασφαλίζει τον συντονισμό στην ανταλλαγή των εγκληματολογικών πληροφοριών που διακινούνται μέσω των τριών αυτών διαύλων επικοινωνίας.
Βεβαίως και γίνονται συλλήψεις στη Χώρα μας με τη χρήση του διεθνούς ή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Τόσο το διεθνές ένταλμα σύλληψης όσο και το ευρωπαϊκό δεν διαφέρουν στο περιεχόμενο ούτε και στο σκοπό. Στόχος και των δύο είναι ο εντοπισμός και η σύλληψη διεθνώς διωκόμενων εγκληματιών. Στη χώρα μας, και τα δύο διεθνή εντάλματα σύλληψης εκδίδονται από την καθ’ ύλην αρμόδια Εισαγγελία Εφετών. Το διεθνές ένταλμα σύλληψης καταχωρείτε στην ηλεκτρονική βάση της Γενικής Γραμματείας Interpol, η οποία άμεσα εκδίδει την αποκαλούμενη «Ερυθρά Αγγελία- Red Notice» ενημερώνοντας όλα τα κράτη μέλη για τον εντοπισμό του διωκόμενου, με σκοπό τη σύλληψη του και την έκδοση του στις αρμόδιες αρχές της Χώρας από την οποία καταζητείται. Έστω υπόψη ότι στην ηλεκτρονική βάση της Interpol έχουν online πρόσβαση όλες οι Αστυνομίες του κόσμου, καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο, στην οποία σήμερα υπάρχουν καταχωρημένα 58.000 διεθνή εντάλματα σύλληψης. Το ίδιο συμβαίνει και με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο καταχωρείται στο Σύστημα Πληροφοριών Schengen στο οποίο έχουν πρόσβαση όλες οι διωκτικές αρχές των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μία από τις σύγχρονες μορφές αστυνόμευσης είναι η κοινοτική αστυνόμευση. Ωστόσο εφαρμόζεται σε περιορισμένο αριθμό αστυνομικών τμημάτων. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Τι ισχύει σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη και σε τι αποσκοπεί η θεσμική κατοχύρωση της κοινοτικής αστυνόμευσης;
Η κοινοτική αστυνόμευση είναι μια νέα φιλοσοφία αστυνομικής δράσης και εστιάζει στην πρόληψη της εγκληματικότητας. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή αστυνόμευση, η Αστυνομία καλεί τους εκπροσώπους των δήμων και των κοινοτήτων και όλων των αρμοδίων φορέων σε διάλογο για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η περιοχή τους από πλευράς δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Το γεγονός ότι η Αστυνομία ανοίγει τις πόρτες της στους πολίτες και ζητά τη συμβουλή τους και την ενεργό υποστήριξη τους στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, η αστυνόμευση μετατρέπεται σε μία κοινωνική διεργασία προς όφελος όλων των πολιτών. Στην ουσία, η κοινοτική αστυνόμευση προωθεί ένα ανθρώπινο πρόσωπο του αστυνομικού θεσμού και αλλάζει την εικόνα της Αστυνομίας από κρατικό μηχανισμό καταστολής σε οργανισμό που παρέχει πολλαπλές υπηρεσίες στο πεδίο της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, σε όλους τους πολίτες χωρίς διακρίσεις. Η κοινοτική αστυνόμευση σήμερα αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής διδασκαλίας και έρευνας στον ακαδημαϊκό χώρο και έχει εδραιωθεί σε όλες τις δυτικές χώρες. Στην Ελλάδα ο θεσμός της κοινοτικής αστυνόμευσης άργησε να υλοποιηθεί και ακόμη και σήμερα εφαρμόζεται σε ένα περιορισμένο αριθμό αστυνομικών τμημάτων, κυρίως διότι η Ελληνική Αστυνομία, την τελευταία δεκαετία, αντιμετωπίζει σοβαρές υλικοτεχνικές ελλείψεις, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει και τεράστια κενά οργανικών θέσεων που υπολογίζονται άνω των 6.000.
Τη συνέντευξη επιμελήθηκε η BAΓIA ΣEPAΦEIMIΔOY Δημοσιογράφος – Πολιτικός Eπιστήμων.