Δημήτρης Τσεκούρας: “Ποίηση νομίζω πως είναι ο Σωματικός Χρόνος που έχει Απαιτηθεί για να προκύψει το Ποίημα”

Επιμέλεια συνέντευξης: Χρήστος Κατσίδης. Φοιτητής μουσικής στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

“Η Τέχνη δεν οφείλει να είναι επίκαιρη, ούτε να κουβαλάει ταμπέλα γιατί Η ΤΕΧΝΗ αφενός ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΠΙΚΑΙΡΗ, ΠΟΥ ΘΑ ΠΕΙ ΑΧΡΟΝΗ και αφετέρου ΑΝ ΤΗΣ ΒΑΛΕΙΣ ΤΑΜΠΕΛΑ, ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΙΣ”

Τι σημαίνει ποίηση για εσάς; Νομίζω πως, όταν μιλάω για Ποίηση, εννοώ -μάλλον- όλη εκείνη την απόλυτα εγκεφαλική διαδικασία, όλη εκείνη την απόλυτα εσωστρεφή, την αχανώς ιδιωτική, όλη εκείνη την εξαντλητική διαδικασία που διαρκώς εξελίσσεται μέχρι το Ποίημα να γίνει -εάν γίνει- δημόσιο. Ποίηση νομίζω πως είναι ο Σωματικός Χρόνος που έχει Απαιτηθεί για να προκύψει το Ποίημα.

Ποια ήταν η αφορμή για να αρχίσετε να γράφετε και ποιοι άνθρωποι (ποιητές, καλλιτέχνες κ.ο.κ) έπαιξαν ρόλο στην συνέχεια; Τώρα, στα 55 μου πια, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αφορμή για να αρχίσω να γράφω ήταν μία απολύτως φιλήσυχη εκ μέρους μου επιθυμία να απεγκλωβιστώ από το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα. Ένα περιβάλλον το οποίο, αν και «πολιτισμένα τακτοποιημένο και νοικοκυρεμένο», ήταν ένα εξόχως αντιπνευματικό περιβάλλον. Αντιπνευματικό περιβάλλον είναι κάθε μικροαστικό, αστικό ή ακόμη και μεγαλοαστικό περιβάλλον που δεν αποδέχεται κανένα άλλο -διαφορετικό- περιβάλλον εκτός από το δικό του περιβάλλον.

Ποιοι άνθρωποι παίξανε ρόλο στη συνέχεια; Δεκάδες άνθρωποι. Κατ’ αρχάς οι συγγραφείς, οι μουσικοί, οι σκηνοθέτες, οι ζωγράφοι που αγάπησα. Ανακατεμένα θα σας πω τα πρώτα ονόματα που μου έρχονται στο μυαλό: ο Κάφκα, όλες οι ταινίες του Ταρκόφσκι και του Ντέιβιντ Λιντς, ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Χατζιδάκις, οι πίνακες του Νταλί, ο Βιζυηνός, ο Μάλερ, σύσσωμη η οικογένεια Τόμας Μαν, o Μαξ Ούλιχ, ο Πίντερ, ο Ντοστογιέφσκι και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό…

Από ανθρώπους, βέβαια, κάπως «πιο πραγματικούς» οφείλω μπόλικα στον Γιώργο Χρονά, τον Δημήτρη Καταλειφό, και τον Άρη Μαραγκόπουλο. Κι από τους δασκάλους μου στο Πανεπιστήμιο δεν πρόκειται να ξεχάσω ΠΟΤΕ τον Αναστάσιο-Φοίβο Χριστίδη. Υπάρχουν, βέβαια, και δύο τσογλάνια στα οποία οφείλω πολλά, αλλά αυτά ας μην τα ονοματίσω καλύτερα, τα τσογλάνια έτσι κι αλλιώς δεν έχουν όνομα, είναι σκέτα τσογλάνια.

Τι σημαίνει ποίηση, θέατρο για έναν άνθρωπο ο οποίος είναι θεατής, αναγνώστης και πώς αντιμετωπίζεται η έννοια της τέχνης στη σημερινή εποχή; Είναι νομίζω προφανές ότι ο κάθε θεατής και ο κάθε αναγνώστης προσδίδει στο θέατρο και την ποίηση τη σημασία που ο ίδιος αποφασίζει να προσδώσει σύμφωνα με το όποιο νοητικό και εμπειρικό οπλοστάσιο διαθέτει. Αυτή είναι -συν τοις άλλοις- η μαγεία της Τέχνης: Οι διαφορετικές ερμηνείες που της προσδίδονται.

Όσον αφορά τώρα, στο ερώτημα πώς αντιμετωπίζεται η έννοια της Τέχνης στη σημερινή εποχή, κατ’ αρχάς, εάν δεν απατώμαι, η Τέχνη, η πραγματική Τέχνη, είναι υπεράνω σημερινής και χθεσινής και αυριανής εποχής. Αυτό που παρατηρώ, όμως, και μάλιστα με σχετική δυσθυμία δεν σας κρύβω, είναι ότι σήμερα σαν να υπολανθάνει ένα αίτημα ότι τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα -εξαιτίας των εκρηκτικών αλλαγών που βιώνει παγκοσμίως η Ανθρωπότητα σε κάθε επίπεδο- πρέπει ντε και καλά να είναι Επίκαιρα και να τους μπαίνει οπωσδήποτε και μία ταμπέλα. Μία περιγραφική ταμπέλα. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι λάθος προσανατολισμός. Η Τέχνη δεν οφείλει να είναι επίκαιρη, ούτε να κουβαλάει ταμπέλα γιατί Η ΤΕΧΝΗ αφενός ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΠΙΚΑΙΡΗ, ΠΟΥ ΘΑ ΠΕΙ ΑΧΡΟΝΗ και αφετέρου ΑΝ ΤΗΣ ΒΑΛΕΙΣ ΤΑΜΠΕΛΑ, ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΙΣ. Ας γίνω, όμως, κάπως σαφέστερος: Το γεγονός, επί παραδείγματι, ότι ΔΥΣΤΥΧΩΣ υπάρχουν ακόμη ανάμεσά μας σήμερα άνθρωποι ομοφοβικοί -πράγμα εξ ορισμού ανόητο, αν όχι κατάπτυστο- πώς ακριβώς συνδέεται με το ότι ένα μυθιστόρημα που μιλάει, ας πούμε, για την ερωτική σχέση μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλου πρέπει ντε και καλά να χαρακτηριστεί ως queer Λογοτεχνία;

Περιγράψτε μας με λίγα λόγια τον εαυτό σας και τις όμορφες δημιουργίες σας. Είμαι ψηλός, πολύ αδύνατος -σχεδόν οστεώδης-, υπερβολικά οξύθυμος, ακραία διαισθητικός, εμμονικός με τις λέξεις, πιστεύω στον Θεό, σιχαίνομαι τα κουνούπια και τον πυρετό, και υποφέρω από αϋπνίες.

Όσον αφορά στις δημιουργίες μου, πραγματικά δεν ξέρω αν είναι όμορφες. Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν είναι δήθεν. Δεν καταδέχομαι να γράψω ούτε μισή συλλαβή δήθεν. Τον καιρό αυτό είμαι στη φάση που φαίνεται ότι πάει να τελειώσει ένα μυθιστόρημά μου με τον τίτλο «Ο εραστής του Ντεβ Μάρτιν» και, παράλληλα, έχω βυθιστεί κυριολεκτικά στο σχεδόν ιερογλυφικό σύμπαν της Γεωργιανής γλώσσας με αφορμή τη μετάφραση μιας εξαιρετικής νουβέλας του Γκούραμ Ντότσανασβίλι «Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη Λογοτεχνία», μια δουλειά που ξεκίνησε στο πλαίσιο μιας συνεργασίας με Γεωργιανούς φιλολόγους- Ελληνιστές κατόπιν πρόσκλησης του «Οίκου των Συγγραφέων» στη Γεωργία.

Κάποια συμβουλή που θα δίνατε σε ένα νέο άνθρωπο ο οποίος ξεκινάει τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα; Να μη μασάει με τα «Όχι» που θα ακούσει, γιατί αποκλείεται να μην ακούσει «Όχι», όλοι ακούμε «Όχι». Αλλά, κι απ’ την άλλη, όταν ακούει «Ναι» να χαίρεται, ναι, να χαίρεται αλλά να μη χαίρεται και πάρα πολύ. Ξέρεις πόσα «Ναι» για κάτι λόγους πολύ ξεφτιλισμένους γίνονται «Όχι» στην πορεία, και πόσα «Όχι» δεν ήταν πραγματικά «Όχι» αλλά τρικλοποδιά για να μασήσεις; Α! Και δουλειά, ε; Πολλή δουλειά, συνέχεια δουλειά, δουλειά, ανάγνωση-γράψιμο-σκίσιμο σελίδας, γράψιμο-σκίσιμο σελίδας-ανάγνωση, ανάγνωση-γράψιμο-κράτημα σελιδούλας, και πάει λέγοντας, αλλά κάθε μέρα, κάθε μέρα. In perpetuum… 


Ο Δημήτρης Τσεκούρας γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1967. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία και Γλωσσολογία στη Φιλοσοφική Σχολή τού Α.Π.Θ. Γράφει Πεζογραφία και Θέατρο. Ζει στην Αθήνα.