Γράφει ο Άγγελος Κολοκοτρώνης
Έκαναν την Θεσσαλονίκη σαν τα μαλλιά της τρελής! Δεν μας φτάνουν οι όγκοι από μπετόν που συμπιέζουν το «είναι» μας και εξακολουθούμε να τις ονομάζουμε πολυκατοικίες. Κακόγουστες, κακόφτιαχτες, σαν φυλακές. Όχι δεν μας φτάνουν.
Οι αιωνίως αναρμόδιοι αρμόδιοι, κατόρθωσαν να κάνουν την πόλη εχθρική. Πάρε εσύ το αυτοκίνητο και πάνε στο κέντρο. Ούτε στους εφιάλτες σου αυτό το σμάρι από ζητιάνους, μανάδες με τα μωρά στην αγκαλιά πλάι στο καυσαέριο, μικροπωλητές με κάτι λαμαρινάκια, που τα πουλάνε για στολίδια, ανέστιοι κλωσάρ, αναρχικοί με τα κοντάρια της οργής στα χέρια, οδηγοί που οδηγούν και ταυτόχρονα μιλούν στο κινητό και επίσης ταυτόχρονα καπνίζουν.
Η άλλη κοιτάζει στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου της τη φράντζα της, ανάβει το πράσινο οι από πίσω κορνάρουν δαιμονισμένα. Δυο αυτοκίνητα τράκαραν στη Διαγώνιο. Οι οδηγοί ανταλλάσσουν στοιχεία και περιμένουν τους εμπειρογνώμονες. Ένας παπάς κάνει το σταυρό του, ένα ζευγαράκι βαδίζει αργά πάνω στα όνειρά του. Κάτι γεροντάκια μιλάνε για τη σύνταξη που δεν φτάνει. Ένα συγκρότημα στο δρόμο, μας μεταφέρει στο Περού.
Αυτή με τα ξέπλεκα σαν τρελή Θεσσαλονίκη, είναι αυτή ακριβώς που ονειρεύτηκαν όλοι οι περισπούδαστοι. Και την λεηλάτησαν. Την ξεπούλησαν για έναν τίτλο. Τώρα κρύβονται σαν τα ποντίκια, στην ανυπαρξία τους.
Χιλιάδες σχέδια για αναπλάσεις, εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ πεταγμένα στις μελέτες.
Δεν το θέλω, απαξιώ πλέον να ασχοληθώ με όλη την πολιτική αλητεία, που μας κατάντησε έτσι. Πάμε να φύγουμε από δω, φίλε, του λέω. Με κοίταξε περίεργα. Δεν μίλησε. Δεν είναι αυτή η Θεσσαλονίκη. Δεν είναι αυτή η πόλη που αγαπήσαμε. Την κούρσεψαν οι μεγαλοσχήμονες.
Κι εμείς μάθαμε να μη μιλάμε, γνωρίζοντας ότι καρφί δεν τους καίγεται. Πίνουν το ουίσκι τους αυτή την ώρα και μας έχουν γραμμένους εκεί που ξέρετε. Αύριο, μεθαύριο, στις εκλογές, αυτούς θα ψηφίσουμε πάλι. Σαν κουρντισμένα ανθρωπάκια που έμαθαν να ακολουθούν τον σπουδαιοφανή αφέντη τους.