“…Βαθιά μέσα στην ψυχή του καθενός μας, εναποθέτει ο δημιουργός ένα μοναδικό εύφορο κομμάτι, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε λιβάδι, που αποτελεί τη μοναδικότητά μας, το δαχτυλικό αποτύπωμα της ύπαρξής μας, μια ατομική έκδοση της Αλήθειας μας, που ο Χρόνος, «ως γλύπτης των ανθρώπων παράφορος» αναγνωρίζει το πρώτο και μόνο αντίγραφο”
Πως και πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με την Τέχνη; Η συστηματική μου ενασχόληση με την Τέχνη ξεκίνησε ταυτόχρονα με τη γέννηση των πρώτων μου εφηβικών υπαρξιακών ερωτημάτων, των πρώτων εσωτερικών μου αναζητήσεων.
Σε μια κοινωνία έντασης, αγωνίας, άγχους, αβεβαιότητας, επίπλαστης ευδαιμονίας και ψεύτικης επικοινωνίας βρήκα καταφύγιο και παρηγορία στα θεοσέβαστα υψίπεδα της Βυζαντινής Τέχνης. Μιας Τέχνης που λειτουργεί λυτρωτικά, σαγηνευτικά, ηρεμεί και γαληνεύει, γοητεύει και οδηγεί την ψυχή πέρα από τις συμπληγάδες της καθημερινότητας, σ’ έναν κόσμο εξαϋλωμένο, σ’ έναν τόπο αγαλλίασης και ανάτασης.
Σπίθες απ’ την επίμονη τριβή μιας πίστης και μιας αμφισβήτησης των πάντων, έκαιγαν τη σκέψη μου, έκαιγαν τα χέρια μου, ζητώντας μου να σμιλέψω μορφές ασκητών, να αρμόσω αρμονία, να χρωματίσω χρώματα πάνω σε ξύλα παμπάλαια, έτσι κι αλλιώς αυθύπαρκτα ως εικαστική έκφραση από το γλύφανο του χρόνου, να δώσω διέξοδο στην αμφιβολία της ολοκλήρωσής τους.
Έχω την εντύπωση ότι η Βυζαντινή Αγιογραφία αποτέλεσε τη βάση της ενασχόλησής σας με την Τέχνη αλλά δεν σταθήκατε μονάχα εκεί … Με βαθιές εγχαράξεις από την καθ’ ημάς Ανατολή, γρήγορα αντιλήφθηκα ότι πέρα απ’ τις, σαν από ουράνια έλξη, επιμηκυντικές, καθ’ ύψος παραμορφωμένες, ασκητικές μορφές του αγιολογίου μου, υπήρχε μια παρακαταθήκη μορφών και αντικειμένων, φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους, που αποτελούσαν μέσα στην ανάγκη μου για έκφραση, μέρος ενός “όλου”. Σχηματίστηκε έτσι, μέσα στην εικαστική μου αντίληψη ένα απόθεμα μορφών, εικόνων, προσώπων, αντικειμένων, ιστορικών και μυθολογικών στιγμών, παραστάσεων, μ’ ένα κοινό γνώρισμα, ένα ¨ιδίωμα¨ καταγωγικό, εμβαπτισμένο στο χώρο και το χρόνο του τόπου μου.
Έτσι, με έναν φυσικό, φυσιοκρατικό θα έλεγα, τρόπο, γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία και η ανάγκη συνάμα, να προχωρήσω πέρα από τη Βυζαντινή τυπολατρεία και εικονογραφία και να μεταπηδήσω, μέσα από τους ίδιους, πάντα, εκφραστικούς και τεχνοτροπικούς δρόμους, από τη φύση των θείων στη φύση των ανθρωπίνων. Έτσι, αρχίζει σιγανή αλλά σταθερή αλληλοπεριχώρηση , μια, γεμάτη σεβασμό και αίσθηση αδιάσπαστης συνέχειας, μεταμόρφωση, όπου ισότιμα (χωρίς να αποτελεί ύβρη ή αμαρτία η σκέψη μου) συνυπάρχουν τα σώματα των αγίων με τις παπαρούνες και τα λιόδεντρα, το Άγιο Πνεύμα με τα λευκά περιστέρια, τα θαύματα με τα κατορθώματα Η Παναγιά ταξιδεύει στα ακρόπρωρα των καραβιών ως Ενάλιος Νύμφη, Γοργόνα, αδερφή του Μεγαλέξανδρου, Νεράιδα των θρύλων και της μυθολογίας. Ο Αι-Γιώργης ξεπεζεύει δίνοντας τη θέση του στον Αλέξανδρο και τα «πάθια του Ελληνισμού». Η ρομφέα και το φωτοστέφανο των αγίων δίνει τη θέση του στην πανοπλία και την περικεφαλαία του Φιλίππου, στο αστέρι της Βεργίνας, του γενέθλιου τόπου μου. Οι ψαλμοί του Δαυίδ και η υμνολογία στα κείμενα του Παπαδιαμάντη, του Καρκαβίτσα και την ποίηση του Σεφέρη.
Και σαν να μην έφτανε ως εκεί, πάει και παραπέρα … Ο Οδυσσέας Ελύτης μιλάει για «την βαθύτερη δύναμη των αναλογιών που συνέχει τα παραμικρά με τα σπουδαία ή τα καίρια με τα ασήμαντα και διαμορφώνει ένα πιο στέρεο έδαφος για να πατήσει κανείς το πόδι του», παραλίγο να πω η ψυχή του. Εκείνα τα μικρά και τα ασήμαντα, που κάνουν τη ψυχή μας πιο εύκρατη, -ένα κλαδί ανθισμένης Άνοιξης, ένα χελιδόνι, ένα δέντρο ελιάς, ένα καραβόσκοινο μ’ ένα σχισμένο δίχτυ, ένα θαλλασόξυλο χαϊδεμένο, αιώνες τώρα, από την κίνηση των κυμάτων, ένα γλαροπούλι, αξιώνονται, εξυψώνονται και παίρνουν θέση στο καβαλέτο μου.
Τρανή απόδειξη μιας ελληνικής μετάστασης που αναπτύχθηκε σε ένα συνεχές, ενιαίο πνεύμα που φανερώνει με πόσους τρόπους μπορεί να μεταμορφώνεται και να ανανεώνεται μια υγιής παράδοση, χωρίς να απιστεί ούτε κατ’ ελάχιστο, στο βαθύτερο πνεύμα που εκπροσωπεί. Ναι, «δεν είναι μικρό πράγμα να έχεις τους αιώνες με το μέρος σου, έλεγα και προχωρούσα» για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του μεγάλου ποιητή.
Σε ποια βάση τοποθετείτε, εντέλει, το εικαστικό σας αποτύπωμα; Ποιες είναι οι σπουδές σας πάνω στην Τέχνη; Ο Όμηρος αναφέρει σε κάποιον στίχο του! «Αυτοδίδακτος δ’ ειμί, θεός δε μοι εν φρεσί οίμας παντοίας ενέφυσεν», που θέλει να πει ότι «Είμαι αυτοδίδακτος και άπειρα μέσα στο νου μου τραγούδια (εικόνες, ιδέες, τεχνικές) μου έβαλε ο θεός». Στον εικαστικό δημιουργό που έχει ως βάση τη βυζαντινή αγιογραφία, αυτό που βαραίνει δεν είναι μόνο ο πλούτος της γνώσης των μυστικών, των υλικών, αλλά το περίσσευμα ψυχής. Δεν εικονογραφεί για να ικανοποιήσει την ιδέα ότι είναι καλλιτέχνης αλλά για να ξεδιψάσει τη χρωματική και εκφραστική του δίψα. Εκτός αυτών, πάντα είχα την αίσθηση ότι τσιμπολογούσα απ’ όλα τα κινήματα, απ’ όλα τα σύγχρονα εικαστικά ρεύματα, χωρίς ωστόσο να παρασύρομαι και να λοξοδρομώ, γιατί η βυζαντινή εικονογραφία είναι μια τέχνη που σχετίζεται και με τον εξπρεσιονισμό και με τον κυβισμό, τον υπερρεαλισμό, ακόμα και την αφηρημένη τέχνη. Η αφαιρετική διάθεση, η παραμόρφωση των προσώπων και των μεγεθών, η καθ’ ύψος επιμήκυνση των μορφών, οι γεωμετρικοί και ανήσυχοι ρυθμοί ( βράχοι, κτίσματα…) η εξαϋλωμένη χροιά, η υπέρμετρη εκφραστικότητα των χρωμάτων είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά στοιχεία που δικαιολογούν την παραπάνω άποψη.
Υπάρχουν προσωπικότητες, καλλιτέχνες, σχολές που έχουν επηρεάσει το έργο σας; Η παρουσία μου στο χώρο, αποτελεί μια προσπάθεια δημιουργικής σύνθεσης και ενός καλοπροαίρετου συγκερασμού που δεν αφήνει έξω από τις επιλογές και τις κατευθύνσεις μου τις εξαϋλωμένες, πνευματοποιημένες, ασκητικές μορφές της Κρητικής Σχολής, ούτε βέβαια το γλυκασμό, την τρυφερότητα, την ευγένεια, τη μουσικότητα, το φώς της Μακεδονικής Σχολής. Χαρακτηριστικά, που παραμένουν αναλλοίωτα ακόμη και στις πιο απλές κατασκευές μου (πουλιά, λουλούδια, ελαιόδεντρα …). Ονόματα, όπως του Μανουήλ Πανσέληνου, του Θεοφάνη Κρητός, του Καλλιέργη, του Φώτη Κόντογλου, αλλά και του Αντρέι Ρουμπλιόφ καθώς και των λεκτικών εικόνων του Παπαδιαμάντη, του Χορτάτση κ.ά. αποτελούν την «κοινή βάση» μου, τη δεξαμενή άντλησης έμπνευσης και πνευματικής καθοδήγησης.
Παρατηρώντας το έργο σας, γίνεται ευδιάκριτη μια προσωπική ματιά, ένα ιδιαίτερο ύφος που καθιστά, ακόμη και τις εικόνες σας, θα τολμούσα να πω, ιδιοπρόσωπες. Ο Αγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αναφέρει ότι «η εικόνα –μορφή του Χριστού, προηγείται της εικαστικής δημιουργίας, δεν είναι παράγωγο και αποτέλεσμα αυτής». Η βασική αυτή αντίληψη, αν και φαινομενικά, παραμερίζει και υποτιμά το ρόλο του καλλιτέχνη, στην πραγματικότητα, αποτελεί επαναστατική άποψη. Κι αυτό γιατί δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια τέχνη «καθαρή» που επιδίωξή της ορίζεται ο τρόπος που θα παρουσιαστεί κάτι και όχι το ίδιο το κάτι. Ο ζωγράφος, γίνεται «ποιητής του τρόπου» (εύρεση κατάλληλων τρόπων παρουσίασης της ιδέας , της μορφής, μέσω της γραμμής, των χρωμάτων, της στάσης, του ύφους, της θέσης, των κινήσεων …) και όχι φιλόσοφος-διανοούμενος (σύλληψη ιδεών). Ακόμα και στα έργα μου, τα «παραμικρά και ασήμαντα» αυτά που διαπραγματεύονται στοιχεία της φύσης (δέντρα, πουλιά, αντικείμενα …) η «ποίηση του τρόπου» είναι παρούσα. Δεν μ’ ενδιαφέρει να την απεικονίσω, αλλά να την αποθησαυρίσω, να τη φτάσω ως το ακρότατο σημείο που θα συνταυτιστεί με εκείνο το εσωτερικό, ανθισμένο λιβάδι που διατηρεί στο βάθος της η ψυχή μου.
Ωστόσο, για να επανέλθω στην ουσία του ερωτήματος, η ύπαρξη ενός αυστηρού βυζαντινού, ζωγραφικού συστήματος, μιας αισθητικής φιλοσοφίας, ενός τρόπου σκέψης και θέασης του κόσμου, μιας εικαστικής γλώσσας με πληρότητα, δεν εμπόδισε και δεν εμποδίζει τους δημιουργούς να φθάνουν σε δικές τους στυλιστικές λύσεις, σε δικό τους ύφος. Κατά τον ίδιο τρόπο που η ύπαρξη-δέσμευση της ελληνικής γλώσσας δεν εμπόδισε τον Όμηρο, και τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάφη και τον Ελύτη, καθώς και πλήθος απλών και ανώνυμων ποιητών, να είναι ιδιοπρόσωποι.
Βέβαια, η πρωτοτυπία, η δημιουργία του ¨νέου¨ στη βυζαντινή τέχνη, δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό και να στοχεύει στον εντυπωσιασμό και στην έπαρση του δημιουργού γιατί έτσι παράγει ερημία και αποξένωση και οδηγεί στην υποκειμενική προσέγγιση, άρα στον περιορισμό της «κοινωνίας».
Αντίθετα, όπως αναφέρει ο Οδυσσέας Ελύτης «Όταν το υποκείμενο (δημιουργός) απλώνεται ως το σημείο να διαλυθεί, δεν απομένει παρά μόνο το αντικείμενο (το έργο του)». Κι αυτό θα πρέπει να είναι το προσδοκώμενο του καλλιτέχνη.
Τελικά, καλλιτέχνης γεννιέται κανείς ή γίνεται; Βαθιά μέσα στην ψυχή του καθένα μας, εναποθέτει ο δημιουργός ένα μοναδικό εύφορο κομμάτι, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε λιβάδι, που αποτελεί τη μοναδικότητά μας, το δαχτυλικό αποτύπωμα της ύπαρξής μας, μια ατομική έκδοση της Αλήθειας μας, που ο Χρόνος, «ως γλύπτης των ανθρώπων παράφορος» αναγνωρίζει το πρώτο και μόνο αντίγραφο. Εκεί πάνω εναποθέτοντας τα σποράκια της η παιδική, κυρίως φαντασία, φυτρώνει και ανθίζει ο μύθος μας ο προσωπικός. Κι όπως ένα κομμάτι γης που προσδοκά ν’ ανθίσει και να καρπίσει χρειάζεται πότισμα, σκάλισμα, φροντίδα και περιποίηση, έτσι κι αυτό το κομμάτι της ψυχής μας, όσο πιο συχνά το επισκεπτόμαστε και το καλλιεργούμε, τόσο κρατάμε επαφή με τη μοναδικότητά μας, αλλά και τη δυνατότητα έκφρασης αυτής, θέλω να πω της «κοινωνίας» με τους άλλους. Εκεί στην ανάγκη έκφρασης συναντιέται το λιβάδι μας, θέλω να πω το ταλέντο μας και η δουλειά που προσφέραμε σ’ αυτό καλλιεργώντας το.
Τι ρόλο καλείται να παίξει η Τέχνη στη χώρα μας; Όντας σε αιώνια και αέναη επαφή με το ρίγος και το φως που προκαλεί η Τέχνη στον τόπο μας, δεν είναι δυνατό παρά να γείρουμε προς το μέρος που αυτό εκπορεύεται πλουσιότερα. Με την κληρονομιά που κουβαλάει, αιώνες τώρα η χώρα μας, και τη δίψα μιας ζωής που φτεροκοπά στην ψυχή μας, δεν μας επιτρέπεται παρά να αγναντεύουμε προς τα εκεί που ο άνθρωπος, χαρτογραφώντας τη συναισθηματική του τοπογραφία, θα λαχταρά να βαδίζει σε υψίπεδα πνευματικής αναζήτησης και έκφρασης απαλλαγμένος από κάθε δουλική συμπεριφορά και υποταγή στην καθημερινή του δοκιμασία απαλλαγμένος από «κάθε λογής «παραιτησίες» και κάθε λογής μαζικές απόπειρες υποβιβασμού των πραγμάτων από το επίπεδο μιας ιδανικής απλότητας στο επίπεδο μιας απλούστευσης πρακτικής.
Αντί βιογραφικού. Δέσποινα Περηφανοπούλου “…οι πρώτες μου ιχνηλασίες στα υψίπεδα της Τέχνης, οι πρώτοι μου βηματισμοί σε Νόστους Παραδείσου, ιστορήθηκαν πάνω σε, επιτήδεια φτιαγμένα, παλιά ξύλα, όπου προσπάθησα να σμιλέψω, μέσα από πρόσωπα πάναγνα, ασκητικά, την Αγάπη, να σμιλέψω την Ουσία της Ζωής, ως ενότητα του Παντός, να τη ντύσω με χώμα και Φως. Να φωτίσω τα μέσα μου σκοτάδια. Να παραστήσω το άυλο με υλικά μέσα.
Έτσι ξεκίνησε ένα ταξίδι μακρινό, μια πορεία προς το Φως, το Φως των χρωμάτων (ζωγραφική), των σχημάτων (σχέδιο) και των σωμάτων (γλυπτική).
Μετά το θείο, ανάγκη να βρεθούν χρώματα και κινήσεις που να αρμόσουν μυστικά, αλήθειες, συμπεράσματα, για να γίνουν ζωγραφική, μορφές και αντικείμενα των μυθικών προσώπων, των ηρώων της ιστορίας, των αγωνιστών της ζωής και της πατρίδας, βαπτισμένα μέσα στην κολυμπήθρα του Φωτός και της Παράδοσης, του Σεβασμού και της Μνήμης. Γιατί, πίστευα και πιστεύω πως τίποτα απ΄ όλα αυτά που περιφέρονται, αιώνες τώρα, στις εκκλησιές και τα σχολεία, δεν παίρνει διαβατήριο για την Ψυχή, αν δεν έχει την οφειλόμενη θεώρηση από τα πλέον εκφραστικά μέσα της Τέχνης.
Έτσι πορεύτηκα για χρόνια στα μονοπάτια της Τέχνης, τραβώντας, με υπομονή και με όση περισσότερη δύναμη είχα, το σχοινί που ανέβαζε το καλαθάκι μου στα πιο ευλαβικά, και συνάμα, πιο εμπιστευτικά μου Μετέωρα.
Πορείας προς το Φως, συνέχεια …
Ο Οδυσσέας Ελύτης μιλάει για «την βαθύτερη δύναμη των αναλογιών που συνέχει τα παραμικρά με τα σπουδαία ή τα καίρια με τα ασήμαντα και διαμορφώνει ένα πιο στέρεο έδαφος για να πατήσει κανείς το πόδι του», παραλίγο να πω η ψυχή του.
Σ΄ αυτά τα μικρά, τα ασήμαντα αναζήτησα, στη συνέχεια, το Φως. Στον ήλιο και τα χρώματα του Αιγαίου, πιστεύοντας πως ο τόπος που μας περιβάλλει, ο τόπος μας, είναι η προβολή της ψυχής μας επάνω στην ύλη.
«Τι εύκρατη που γίνεται η σκέψη, όταν τα μπλε σου βγαίνουν περίπατο…», αναφωνεί και πάλι ο ποιητής του Φωτός.
Φορτωμένη, λοιπόν, η παλέτα μου με καράβια στα χρώματα του γλαυκού και της πορφύρας, με γλάρους λευκούς, με ελιές χρυσοπράσινες, καμωμένες με χώμα και νερό της γενέθλιας γης.
Έφτασα σε ένα σημείο, όπου πλέον:
Πρόσωπα καραβιών κατοικούν τη ζωή μου·
ξύλα σκοινιά καραβόπανα κι αλυσίδες.
Στο δροσερό σπιτάκι του περιβολιού
ανάμεσα στα καβάκια και τους ευκάλυπτους
βρήκα ένα μπούσουλα καραβίσιο
αυτός μου ’δειξε τους αγγέλους του καιρού μας …
Του καιρού μας… που μοναχικούς και άβουλους μας παραφυλά. Με ανέμων και… ιών αναίτιες ριπές μας φαλκιδεύει το Φως, την ομορφιά, τα χρώματα που, σεμνά και τρυφερά, φωνάζουν πως ο κόσμος αλλιώς δε γίνεται να ζήσει παρά μονάχα μες στην ανόρια ελευθερία του, που δέχεται να θυσιαστεί για χάρη του συνόλου· με τη σιωπή που ποτέ δεν προηγείται της ερώτησης· με την αγάπη που υπομένει και στο σώμα βαστά όλα του κόσμου τα στρεβλά.
Ανάγκη η Άνοιξη ν’ ανθίσει, η γης να καρπίσει, τα πουλιά να πετάξουν…
Πουλιά στα χίλια χρώματα, των ενθουσιασμών…
Καιρός του σπείρειν… καιρός του θερίζειν…
Ανάγκη για ατομική ευθύνη και συλλογική συνεννόηση.
Όχι, βέβαια, μέσω των κρωγμών, όσο μέσω των σκιρτημάτων, που η έλλειψή τους , στις ημέρες μας, δημιουργεί τον κίνδυνο ενός αληθινού λιμού.
Κι ας μη φοβόμαστε, γιατί οι ξόβεργες μπορεί να παγιδεύουν τα πουλιά, δεν παγιδεύουν όμως το κελαηδητό τους…
Και να φανταστεί κανείς , ότι όλα αυτά τα έγραψα για να αποφύγω την επίπονη προσπάθεια σύνταξης ενός Βιογραφικού, για αυτό, μη με πιστεύετε και πολύ… όσο μεγαλώνω, τόσο λιγότερο καταλαβαίνω, η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο…