Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ
Η γλώσσα είναι πράγματι ένα φαινόμενο πολυδιάστατο και ένα αγαθό πολύτιμο στο οποίο ο άνθρωπος οφείλει την υπόστασή του από την απαρχή της ιστορίας του ανθρώπινου γένους μέχρι σήμερα. Η παρουσία της είναι ποικιλοτρόπως αισθητή στην καθημερινή ζωή. Καταρχήν, η ισχυρότερη απόδειξη ότι η γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση του ανθρώπου είναι η ίδια η γλωσσική κοιλότητα. Η τελευταία επιτελεί μεταξύ άλλων λειτουργίες που ισχύουν για όλα τα έμβια όντα, όπως η επεξεργασία της τροφής πριν την πέψη και η προστασία της στοματικής περιοχής μέσω του παραγόμενου σάλιου και των ενζύμων που αυτό περιέχει. Όταν όμως μιλάμε για την ανθρώπινη γλώσσα με τη βιολογική έννοια, η πρώτη λειτουργία με την οποία τη συσχετίζουμε δεν είναι άλλη από την παραγωγή οργανωμένου λόγου, κάτι που για τα άλλα ζώα δεν ισχύει. Προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν θεσπιστεί δύο βασικά είδη λόγου: αφενός μεν ο γραπτός, αφετέρου δε ο προφορικός λόγος. Τα χαρακτηριστικά τους έχουν περιγραφεί από γλωσσολογικής φύσεως Επιστήμες και έχουν διαχρονική ισχύ. Η δυναμική καθενός εξ αυτών των ειδών αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο λατινικό ρητό “Scripta manent, verba volant” («Τα γραπτά μένουν, τα λόγια πετούν»). Πάραυτα, η αξία αμφοτέρων είναι μεγάλη και μοναδική.
Ο γραπτός λόγος έχει τη μορφή γραμμάτων, που με τη σειρά τους διαμορφώνουν μεμονωμένες λέξεις, οι οποίες τελικώς οδηγούν σε ολοκληρωμένες νοηματικά φράσεις και προτάσεις. Σε μια ακόμα εκτενέστερη εκδοχή του, μορφή γραπτού λόγου αποτελεί το ενιαίο κείμενο για διαφορετικούς κατά περίσταση σκοπούς. Επομένως, σύμφωνα και με το λατινικό ρητό που αναφέρθηκε παραπάνω, βασικά γνωρίσματα του γραπτού λόγου είναι η επισημότητά του, η ακρίβεια στα νοήματα που διατυπώνονται, καθώς επίσης και το απλό και λιτό ύφος έκφρασης. Η εσφαλμένη διαχείρισή του γεννά αντιπαραθέσεις στην καθημερινή επικοινωνία, κυρίως εξαιτίας του απρόσωπου χαρακτήρα του. Επιπλέον, ο γραπτός λόγος μαρτυρά στοιχεία για την προσωπικότητα καθενός ανθρώπου. Ο γραφικός χαρακτήρας, η ορθογραφία, το λεξιλόγιο, και η σύνταξη οδηγούν σε συμπεράσματα για το άτομο που έχουμε απέναντί μας. Άλλος ένας καλός λόγος για τον οποίο θα πρέπει να τηρούμε ευλαβικά τους -επιστημονικούς κατά βάση- κανόνες χρήσης του.
Ο προφορικός λόγος βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Στην περίπτωσή του, οι δεοντολογικοί κώδικες δεν είναι τόσο αυστηροί ούτε συγκεκριμένοι, εκτός από ειδικές περιπτώσεις, όπως όταν κανείς απευθύνεται σε κάποιον άγνωστο ή ιεραρχικά ανώτερό του. Από εκεί και πέρα, κατά την ομιλία, δεν γίνονται υποχρεωτικά σεβαστοί οι γραμματικοσυντακτικοί κανόνες της γλώσσας, ενώ σε ουκ ολίγες περιπτώσεις γίνεται χρήση αδόκιμης ορολογίας λόγω της ελευθερίας την οποία ο προφορικός λόγος παρέχει. Ωστόσο, η ανεπισημότητά του δεν σημαίνει ότι δεν μαρτυρά στοιχεία για το ποιόν του ομιλητή, όπως συμβαίνει αντίστοιχα και με τον γράφοντα. Κάθε άλλο μάλιστα. Η ικανότητα να γίνει διαχωρισμός τι είδους ομιλία είναι πρέπουσα σε κάθε περίσταση είναι θεμελιώδης αρετή. Ότι όμως στον προφορικό λόγο υπάρχουν περισσότερα περιθώρια δημιουργικού χειρισμού της γλώσσας είναι μια πραγματικότητα. Κοντολογίς, δεν απουσιάζει πάντα η επιστημονικότητα, δεν είναι απαραιτήτως όμως παρούσα.
Η τεχνολογία και η ραγδαία εξέλιξή της ανά τα χρόνια και τους αιώνες έφεραν στο προσκήνιο μια έντονη διαμάχη μεταξύ των επιστημόνων: «Κατά πόσο η γλώσσα της τεχνολογίας, η καλούμενη «ηλεκτρονική» γλώσσα, -θα πρέπει να- θεωρείται γραπτός ή προφορικός λόγος ή μια μείξη αμφοτέρων των ειδών;». Η αλήθεια είναι πως τούτο το ερώτημα δεν έχει απαντηθεί με απόλυτη σαφήνεια μέχρι σήμερα. Ωστόσο, οι περισσότερες απόψεις συγκλίνουν στο ότι η «ηλεκτρονική» γλώσσα πρόκειται για συνδυασμό γραπτού και προφορικού λόγου, όπου, κατά περίπτωση, άλλοτε είναι εμφανέστερα τα στοιχεία του μεν και άλλοτε του δε. Και αυτό μπορεί να καταδειχθεί με δύο απλά συγκριτικά παραδείγματα. Έστω δύο φίλοι από τη μια που ανταλλάσσουν γραπτά μηνύματα στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και ένας εργαζόμενος που συνομιλεί διαδικτυακά με τον εργοδότη του από την άλλη. Στην πρώτη περίπτωση, παρόλο που ο λόγος είναι πρωτογενώς γραπτός, λόγω της φύσης της σχέσης που συνδέει τα δύο πρόσωπα, αναμενόμενα υπάρχουν έντονα στοιχεία προφορικού λόγου, όπως λέξεις και ορολογίες που δεν είναι δόκιμες, πιθανές ορθογραφικές αβλεψίες κ.α. Αντίθετα, στην δεύτερη περίπτωση, αν και πρωτογενώς προφορικός λόγος, τα στοιχεία της συζήτησης υποχρεωτικά παραπέμπουν μάλλον σε γραπτό λόγο, με πιο προσεγμένο λεξιλόγιο, απουσία αδόκιμων προφορικών εκφραστικών μέσων, επισημότερο και καταλλήλως προσαρμοσμένο στην περίσταση ύφος κλπ. Συμπερασματικά, ο χαρακτηρισμός της «ηλεκτρονικής» γλώσσας ως είδους προφορικού η γραπτού λόγου κατά αποκλειστικότητα θα ήταν ένα βεβιασμένο συμπέρασμα, καθότι δεν θα λαμβανόταν υπόψιν συνολικά η εκάστοτε «ηλεκτρονική» περίσταση.
Ο προφορικός και ο γραπτός λόγος είναι τόσο βαθιά και ενδιαφέροντα θέματα, που επιδέχονται αναλύσεων επί αναλύσεων. Τα σχετικά επιστημονικά ευρήματα πληθαίνουν αδιαλείπτως. Φυσικά παίζει καταλυτικό ρόλο πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα σε κάθε επίπεδο για να μπορέσουν να γίνουν κατανοητά όλα αυτά. Προς περαιτέρω διερεύνηση της δυναμικότητας της γλώσσας και ειδικότερα του λόγου, ενθαρρύνεται πρώτα και κύρια η συστηματική ενασχόληση με τις ποικίλες γλώσσες αυτές καθαυτές. Καθεμία κρύβει την δική της μαγεία και μοναδικότητα και για αυτό λειτουργεί με τον τρόπο της σαν συνδετικός κρίκος μεταξύ των ανθρώπων που την γράφουν και την ομιλούν και όχι μόνο βέβαια.