Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
Μετανάστης (Migrant) – Πρόσφυγας (Refugee): Δύο λέξεις φαινομενικά τόσο όμοιες και όμως στην πραγματικότητα με αξιοσημείωτες διαφορές. Για αυτό, προτού αναλυθούν τα ζητήματα (γλωσσικής) εκπαίδευσης που έχει γεννήσει η μαζικότατη έλευσή τους στη χώρα μας, θα ήταν ενδεδειγμένος ένας σημασιολογικός διαχωρισμός μεταξύ των όρων αυτών. Γενικότερα, ως μετανάστης (μετά + ανά + ίσταμαι, δηλαδή «στέκομαι», «υπερασπίζομαι») είθισται να βαφτίζεται ένας άνθρωπος ο οποίος εγκαταλείπει προσωρινά ή μόνιμα τον τόπο γεννήσεώς του από προσωπική επιλογή και όχι από ανάγκη. Έτσι αναφερόμαστε για παράδειγμα στους οικονομικούς μετανάστες, οι οποίοι ηθελημένα εγκαταλείπουν τον τόπο τους, προσβλέποντας σε οικονομικά αξιοπρεπέστερο βιοτικό επίπεδο στον τόπο υποδοχής και φιλοξενίας τους. Όταν όμως ένας άνθρωπος θεωρείται πρόσφυγας (προς + φεύγω), πλέον γίνεται λόγος για αναπόφευκτο και βίαιο ξεριζωμό και όχι για απλή μετακίνηση προς έναν ξένο τόπο. Υποχρεώνεται δηλαδή να αποχωριστεί τις ρίζες του εξαιτίας καταστάσεων που καθιστούν απαγορευτική την παραμονή στην πατρίδα του, λ.χ. πολέμων, πείνας, φτώχειας, εξαθλίωσης. Από την άλλη, η επιστροφή ή μη στα πάτρια εδάφη είναι εντελώς αβέβαιη χρονικά και δεν εξαρτάται από τον ίδιο. Είναι υψίστης σημασίας ο σωστός διαχωρισμός μεταναστών και προσφύγων στον δημόσιο διάλογο για την κατάλληλη διαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου ένταξης και αφομοίωσης των εν λόγω κοινωνικών ομάδων από το ευρύτερο σύνολο και ακολούθως για την προστασία τους ως μελών αυτού. Η μεταξύ τους σύγχυση μπορεί να έχει δυσμενέστατες συνέπειες ιδίως στο βιοτικό επίπεδο των προσφύγων που είναι εξάλλου στην δεινότερη θέση σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω και, σε ακραίες περιπτώσεις, να οδηγήσει σε ακούσια καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των τελευταίων εκ μέρους των Κυβερνήσεων. Και τα κενά στην ειδική νομική προστασία των προσφύγων είναι τεράστια στην περίπτωση της χώρας μας ήδη από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 μετά τα μεγάλα μεταναστευτικά και κυρίως προσφυγικά κύματα άνω των 1.000.000 ανθρώπων που πέρασαν τα σύνορα της Ελλάδας από τα παράλια της Μικράς Ασίας και την Ανατολική Θράκη. Και ο λόγος; Δεν έχουν θεσπιστεί από τους αρμόδιους υπουργούς και νομοθέτες σαφή κριτήρια διαχωρισμού μεταναστών και προσφύγων και αυτές οι ομάδες ταυτίζονται εσφαλμένα μεταξύ τους.
Αφιχθέντες εν Ελλάδι μετανάστες και πρόσφυγες, τα πρώτα ζητήματα προς επίλυση σχετίζονται άμεσα με την διαβίωση και επιβίωσή τους. Ακολουθεί η συζήτηση για το αμέσως επόμενο σοβαρό ζήτημα αποβλέποντας στην κατάταξή τους στην ελληνική κοινωνία: το ζήτημα της εκπαίδευσης. Και βέβαια, ο κυριότερος παιδαγωγικός προβληματισμός ακούει στο εξής ερώτημα: «Πώς θα επέλθει η ισορροπία μεταξύ της Ελληνικής και των μητρικών γλωσσών τους;» Οι (γλωσσικές) εκπαιδευτικές προκλήσεις είναι κάθε άλλο παρά λίγες.
Καταρχάς, περισσότερα παιδιά μέσα στη σχολική αίθουσα, και μάλιστα διαφορετικών κοινωνικών και πολιτισμικών υποβάθρων, συνεπάγονται αυτομάτως και περισσότερες δαπάνες σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό και ανθρώπινο δυναμικό. Ένα κράτος όπως της Ελλάδας του 21ου αι., οικονομικά ανήμπορο να ανταπεξέλθει στις ανάγκες των γηγενών κατοίκων του, πώς θα καλύψει άραγε τις ανάγκες (εκπαιδευτικές και μη) προσφύγων ή και μεταναστών ακόμα;
Στο δια ταύτα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, οι μεταναστευτικές και ακόμα περισσότερο οι προσφυγικές μειονότητες εκτίθενται σε πληθώρα αδικιών μαθησιακής και κοινωνιολογικής φύσεως. Οι ανεπαρκείς γνώσεις τους στην Ελληνική συνεπάγονται καθυστερημένη ή και μηδενική αφομοίωση της διδακτέας ύλης. Όμως η διαφορετική γλώσσα τους, που βεβαίως μεταφράζεται σε διαφορετικό πολιτισμικό, ιδεολογικό και θρησκευτικό πολλάκις προσανατολισμό, τους φέρνει συχνότατα αντιμέτωπους και με δυσκολίες εκτός σχολικής τάξης, αναγκάζοντάς τους να γνωρίσουν την απαξίωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό από τους συμμαθητές τους ως ετέρων, διαφορετικών. Έχοντας επομένως να αντιμετωπίσουν τα πάσης φύσεως στερεότυπα και τις προκαταλήψεις με τις οποίες είναι συνδεδεμένες οι γλώσσες και πολιτισμοί αυτών, η σχολική καθημερινότητα δεν αργεί να εξελιχθεί σε εφιαλτική.
Δεν χωράει η παραμικρή αμφιβολία ότι το εκπαιδευτικό γίγνεσθαι της χώρας μας χρήζει ριζικότατων ανακατατάξεων και αναπροσαρμογών. Μια καλή αρχή θα ήταν η αναθεώρηση των προγραμμάτων σπουδών που έχουν καταστήσει τα σχολεία κέντρα απομνημόνευσης και αποστήθισης με απώτερο στόχο τις τελικές εξετάσεις (ενδοσχολικές, πανελλήνιες κ.α.). Η «παπαγαλία» αποτελεί «καρκίνωμα» για την κοινωνική και ηθικοπλαστική ανάπτυξη των παιδιών, μετατρέποντάς τα σε απλούς δέκτες της εκπαιδευτικής διαδικασίας αντί για πρωταγωνιστές αυτής. Με την αφόρητη πίεση που ασκείται από το ισχύον εκπαιδευτικό πλαίσιο για κάλυψη πολύ συγκεκριμένης διδακτέας ύλης εντός αυστηρώς προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος μερικών μόλις μηνών, τα παιδιά χάνουν την ευκαιρία να γνωριστούν, χωρίς να επιδιώκουν (απαραίτητα) να αποφύγουν την ουσιαστικότερη μεταξύ τους γνωριμία.
Οι νεαροί μετανάστες και τα προσφυγόπουλα χρειάζονται ασυζητητί πρόσθετη υποστήριξη για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις όλων των μαθημάτων τους στο ελληνικό σχολείο, κυρίως δε του μαθήματος της γλώσσας. Συνάμα όμως αξιώνουν να κρατήσουν επαφές με τις μητρικές γλώσσες τους. Χρέος εκ μέρους της Πολιτείας είναι, πάντα σε συνεργασία με το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, να παρασχεθούν επιμορφωτικά σεμινάρια για θεωρούμενες ως «αδύναμες» γλώσσες, σύμφωνα πάντα με τα εκάστοτε ισχύοντα μεταναστευτικά και προσφυγικά δεδομένα (χώρες της Μέσης Ανατολής πρωτίστως για την Ελλάδα, λ.χ. Συρία, Αφγανιστάν, Πακιστάν). Οι ομιλούμενες στις χώρες προέλευσης των πληθυσμιακών μειονοτήτων γλώσσες θα πρέπει να τεθούν σε απόλυτη προτεραιότητα ως προς τον έκτακτο λόγω των περιστάσεων γλωσσικό εκπαιδευτικό σχεδιασμό.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, καταλυτικότατη θα ήταν η διαρκής ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας (χάριν συντομίας ΤΠΕ). Είναι αποδεδειγμένα θαυματουργές, αρκεί βεβαίως κανείς να ξέρει να τις χρησιμοποιεί μεθοδευμένα και στοχευμένα στο πλαίσιο της όλης εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ειδικά σε ο,τι αφορά στο μάθημα της γλώσσας, οι ΤΠΕ μπορούν να καταστήσουν τη μεταλαμπάδευση αυτής πολύ πιο ευχάριστη και αποτελεσματικότερη κόντρα μάλιστα στα όποια εμπόδια βάζει η ανεπαρκής κατοχή της Ελληνικής ως μητρικής γλώσσας της μαθητικής πλειοψηφίας. Ακόμα περισσότερο, η ενσωμάτωσή τους υποστηρίζει την αυτόνομη μάθηση και παράλληλα καλλιεργεί σπουδαίες δεξιότητες όπως το ομαδικό πνεύμα, τον παραγωγικό διάλογο και τον υγιή ανταγωνισμό. Η εμπειρία έχει δείξει, όπως μαρτυρούν και φιλόλογοι ή ξενόγλωσσοι εκπαιδευτικοί που βρίσκονται χρόνια στον χώρο της εκπαίδευσης σε κατά καιρούς διεξαχθείσες στατιστικές έρευνες, ότι οι μαθητές σαγηνεύονται τόσο από τις εικόνες, τα γραφικά και τις ποικίλες εναλλακτικές που έχουν να επιδείξουν οι ΤΠΕ, που η μετά ζήλου ενεργός συμμετοχή τους στο γλωσσικό μάθημα δεν είναι παρά ζήτημα χρόνου από εκεί και πέρα. Οι ΤΠΕ, σε συνδυασμό με μεμονωμένες γλωσσικές εφαρμογές, λ.χ. Kahoot (εξέταση γραμματικής, συντακτικού και λεξιλογίου), Sebran’s ABC (αναγνώριση και κατονομασία εικόνων, καλλιέργεια μνήμης και δεξιοτήτων χρήσης Η/Υ), Rapid Typing Tutor (δακτυλογράφηση και εξέταση ορθογραφίας), δύνανται συμπερασματικά να συντείνουν στη σφαιρική γλωσσική καλλιέργεια των μαθητευομένων. Από την άλλη, όλα αυτά δεν σημαίνουν επ’ ουδενί λόγω ότι μπορεί να αποφευχθεί η εκμάθηση της Ελληνικής ως αδιαπραγμάτευτης προϋπόθεσης που αυτή συνιστά για την ενσωμάτωσή τους στην εκπαιδευτική και ευρύτερη συνάμα κοινωνική πραγματικότητα. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι οι ΤΠΕ υφίστανται στην Ελλάδα ήδη από την δεκαετία του 1990, ωστόσο από τότε δεν έχουν γίνει γενικά συστηματικές προσπάθειες αξιοποίησής τους στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, ιδιωτικά αλλά και δημόσια σχολεία. Επιπλέον, σημαντική είναι η προσφορά τους στην ευχάριστη διδασκαλία και των άλλων μαθημάτων του Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών, έστω των Μαθηματικών, της Φυσικής και της Χημείας.
Αν και λέγονται και γράφονται πολλά για την σπουδαία θέση της τεχνολογίας στην (γλωσσική) εκπαίδευση μεταναστών και προσφύγων, που ομολογουμένως δεν είναι απλά θεωρίες αλλά πρακτικές συμβουλές, η προσπάθεια για βελτίωση της (γλωσσικής) παιδείας που λαμβάνουν οι μειονοτικές ομάδες δεν είναι σε καμία των περιπτώσεων σώφρον να περιοριστεί μόνο στα τεχνολογικά μέσα. Μαζί με τον παράγοντα της τεχνολογίας χρειάζεται να εξεταστούν πολύ προσεκτικά και δύο ακόμα πολύ σημαντικές παράμετροι: α) τα (γλωσσικά) διδακτικά εγχειρίδια, με την αναπροσαρμογή των ήδη υπαρχόντων ή -ίσως ακόμα καλύτερα- την έκδοση νέων, ειδικά προσαρμοσμένων στις ανάγκες παιδιών από μεταναστευτικά και προσφυγικά περιβάλλοντα, β) η ίδρυση κέντρων εκπαίδευσης προσφύγων, γνωστών και ως Ζωνών Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (ΖΕΠ). Καθότι τα παραπάνω, τόσο συνδυαστικά όσο και καθένα ξεχωριστά, απαιτούν ογκωδέστατα χρηματικά ποσά που πολύ δύσκολα η Ελληνική Πολιτεία θα μπορούσε να διαθέσει, δεδομένου ότι ακόμα η πατρίδα μας επουλώνει τις πληγές που άφησε πίσω της η δεκαετής οικονομική ύφεση που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2010, ίσως θα ήταν ρεαλιστικότερο η αρχή να γινόταν από τα ίδια τα σχολεία. Τι σημαίνει αυτό; Για καθένα σχολείο, τόσο ιδιωτικό όσο και δημόσιο, θα μπορούσε να ψηφίζονταν νόμος από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων που θα προέβλεπε την εκμετάλλευση ήδη υπαρχουσών αιθουσών για την παροχή επιπλέον υποστήριξης στους μαθητές μεταναστών και προσφύγων πέρα του ημερησίου ωρολογίου προγράμματος. Από εκεί και πέρα, καθένα εκπαιδευτικό ίδρυμα ξεχωριστά θα είχε την πολυτέλεια να αποφασίσει, κρίνοντας πάντα από τις διαθέσιμες υποδομές και το ενεργό διδακτικό προσωπικό, πού και πότε εντός των εγκαταστάσεών του επρόκειτο να λαμβάνουν χώρα οι επιπλέον ώρες υποστήριξης των μαθητών αυτών. Εννοείται πως οι εκπαιδευτικοί που θα αναλάμβαναν το έργο αυτό θα πληρώνονταν για τις υπερωρίες τους, κανείς δεν θα τους ζητούσε να εργαστούν επιπλέον ώρες χωρίς την ανάλογη πρόσθετη οικονομική ανταπόκριση. Όχι βέβαια πως όλο αυτό δεν θα σήμαινε περισσότερα έξοδα εκ μέρους του Κράτους, όμως θα αποτελούσε ένα πρώτο γερό και συνάμα όχι τρομερά δαπανηρό βήμα μέχρις ότου να βρεθούν οι αναγκαίοι οικονομικοί πόροι για την δημιουργία των ΖΕΠ και των υπαγομένων σε αυτές παραρτημάτων (Δομές Υποδοχής, Τάξεις Υποδοχής, Ενισχυτικά Φροντιστηριακά Τμήματα). Τέλος, σε όλη αυτήν την προσπάθεια, απόντες δεν θα μπορούσαν να ήταν ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης και η Ύπατη Αρμοστεία που υπάγονται στον ΟΗΕ και στα καθήκοντά τους συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η ευαισθητοποίηση γηγενών μαθητών στα ελληνικά σχολεία και λοιπά εκπαιδευτικά ιδρύματα για τα δικαιώματα και τις ανάγκες των μεταναστών και προσφυγόπουλων, που, παρά τις όποιες διαφορές τους, δεν παύουν να είναι άνθρωποι και να δικαιούνται ίσων ευκαιριών με τους ίδιους.
Μετανάστευση – προσφυγιά και εκπαίδευση έχουν ήδη εξελιχθεί σε δύο όψεις του ίδιου νομίσματος στην παγκόσμια εκπαιδευτική πραγματικότητα. Στην περίπτωση της Ελλάδας ίσως να είναι κατά τι οξύτερο κυρίως το φαινόμενο της προσφυγιάς λόγω της γεωγραφικής θέσης της ως «σταυροδρομίου τριών ηπείρων». Μια πραγματικότητα που είναι τύχη και ατυχία ταυτοχρόνως. Τύχη αφενός, διότι συνιστά ευκαιρία για το ελληνικό κράτος να εκμεταλλευτεί την σπουδαία θέση του στον ευρωπαϊκό και μεσογειακό χάρτη. Ατυχία αφετέρου, καθώς κάτι τέτοιο είναι σχεδόν ανέφικτο δια της ελλείψεως των απαραιτήτων οικονομικών πόρων. Εν πάση περιπτώσει είναι φύσει αδύνατον να διαχωρίσουμε μετανάστευση και προσφυγιά από την εκπαίδευση, δεδομένου ότι οι πρώτες είναι βαθιά ριζωμένες στην κοινωνία όσο και η τελευταία. Όλα τα παιδιά αξίζουν μια ευκαιρία για το μέλλον τους, ιδίως όσα έχουν πιει το πικρό ποτήρι του ξεριζωμού. Είθε η παλιά γενιά να δημιουργήσει ευνοϊκές προϋποθέσεις για να καταστεί κάτι τέτοιο εφικτό και να μνημονεύεται με σεβασμό και συμπάθεια από τις νυν και επόμενες γενιές.