Άρθρο του δικηγόρου, Στέλιου Γκαρίπη
Απόκρυψη, διαφθορά και ξέπλυμα χρήματος
Καθημερινά πλέον κάποιος ελεύθερος επαγγελματίας καλείται από τις φορολογικές αρχές να δικαιολογήσει την παραμικρή κίνηση στους τραπεζικούς του λογαριασμούς, αρχικά των τελευταίων επτά ετών και, αν προκύψει υπόνοια απόκρυψης φορολογικής ύλης σε βαθμό κακουργήματος, των τελευταίων δεκαεπτά ετών. Ο νομικός μανδύας αυτής της καταιγίδας φορολογικών ελέγχων είναι η νομοθεσία για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, δηλαδή για την ψευδή αιτιολόγηση της λήψης χρημάτων με εγκληματική προέλευση. Δεν μπορεί κανείς να αντισταθεί στον πειρασμό να αναρωτηθεί, αν ο κρατικός μηχανισμός επιδεικνύει τον ίδιο ζήλο για την αποκάλυψη της διαφθοράς των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων. Από εγκληματολογική σκοπιά, τα δύο εγκλήματα, διαφθορά και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, έχουν ως κοινό παρονομαστή την απόκρυψη, το γεγονός ότι τελούνται σε ένα πλαίσιο προστατευμένο από τη δημόσια ματιά, με απόλυτη διακριτικότητα και εχεμύθεια. Οι εγκληματικοί δεσμοί και στα δύο εγκλήματα είναι απόκρυφοι, οι λεπτομέρειες είναι γνωστές μόνο στους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς, ενίοτε και στους συνεργούς τους. Όσοι δραστηριοποιούνται στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, αρκεί να κάνουν μερικά κλικ στον υπολογιστή τους για να πραγματοποιηθούν δεκάδες διαδρομές του βρώμικου χρήματος σε συγκεκριμένες τράπεζες και εξωχώριες εταιρίες. Ο διαφθορέας παρέχει κρυφά στο διεφθαρμένο ένα όφελος, που συνίσταται κατά κανόνα σε μια μεταφορά χρημάτων, βάσει μιας συμφωνίας διαφθοράς, η οποία ποτέ δεν έχει κάποιο γραπτό ίχνος.
Ποια είναι τα θύματα της διαφθοράς;
Οι ανταγωνιστικές του διαφθορέα επιχειρήσεις;
Μια επιχείρηση που δεν επιλέχθηκε;
Η θλιβερή εμπειρία δείχνει πως οι ανταγωνιστικές του διαφθορέα επιχειρήσεις συνήθως περιμένουν τη σειρά τους, να κληθούν και αυτές να διαφθείρουν, εγκαθιδρύοντας με αυτόν τον τρόπο μια ομερτά. Τα θύματα της διαφθοράς είναι οι χρήστες των δημοσίων υπηρεσιών, οι καταναλωτές, οι φορολογούμενοι, οι πολίτες στο σύνολό τους, αλλά είναι θύματα τυφλά, είναι θύματα που δεν είναι σε θέση να καταγγείλουν μια περίπτωση διαφθοράς, να υποστηρίξουν μία κατηγορία για γεγονότα προγενέστερα της συνέπειας της διαφθοράς που αντιλαμβάνονται, πχ της υπηρεσίας ή του δημοσίου προϊόντος που κατανοούν πως υστερεί σε ποιότητα από αυτό που έχουν πληρώσει με τους φόρους τους. Επομένως, δεν μπορούμε να ελπίζουμε στο δικαστικό κυνήγι της διαφθοράς από τα θύματά της.
Ο κρατικός μηχανισμός αντιμετωπίζει προκλητικά διαφορετικά την απόκρυψη στο ξέπλυμα χρήματος των ιδιωτών από την απόκρυψη στη διαφθορά δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών.
Από τη μια μεριά τα δεκαπέντε έτη παραγραφής για το κακουργηματικό ξέπλυμα χρήματος και η παραγραφή του άρθρου 87 του Συντάγματος για τη διαφθορά των υπουργών που μπορεί να είναι και μόλις ένα έτος! Η πλήρης διαφάνεια των λογιστικών και τραπεζικών κινήσεων μιας ιδιωτικής επιχείρησης και τα απόρρητα κονδύλια του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας ή Εξωτερικών. Η υποχρέωση των ιδιωτών να αναφέρουν τους πελάτες τους που ξεπλένουν βρώμικο χρήμα και η διακριτική ευχέρεια των δικαστών να μη διαβιβάζουν στον αρμόδιο εισαγγελέα τις ύποπτες για διαφθορά δικογραφίες που εκκρεμούν ενώπιόν τους.
Πώς εξηγείται αυτή η διαφορά στον τρόπο που αντιμετωπίζει ο κρατικός μηχανισμός την απόκρυψη στο ξέπλυμα χρήματος των ιδιωτών και τη διαφθορά των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων; Το ξέπλυμα χρήματος είναι ένα έγκλημα που μπορεί να τελέσει οποιοσδήποτε. Αντιθέτως, η διαφθορά αφορά ένα συγκεκριμένο περιβάλλον: τους κρατικούς λειτουργούς και υπαλλήλους και, κυρίως, τους πολιτικούς που ψηφίζουν τους νόμους.
Εύλογα λοιπόν η προτίμηση του κρατικού μηχανισμού είναι η απόκρυψη της διαφοράς και όχι η αποκάλυψή της.