Επιμέλεια: Εύα Πετροπούλου Λιανού
«…..ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ….»
Όταν ανοίξεις ναυτικέ τα κάτασπρα πανιά σου,
βάλε τη ρότα τη σωστή γι’ όπου ποθεί η καρδιά σου.
Λάσκα καδένα της χαράς και φέρμαρε τον κάβο,
τη θάλασσα που διάλεξες θα σε κρατάει σκλάβο.
Στις άσχημες όμως τις στιγμές με την καδέν’ αγάντα,
πίστη κι αγάπη στο Χριστό μες στην καρδιά σου πάντα.
Της μάνας να ’χεις την ευχή, λόγια ευλογημένα,
να ζήσεις όμορφες στιγμές, ταξίδια ονειρεμένα.
Πυξίδα βάλε στη ζωή πάντοτε την ελπίδα,
και φωτεινό σου οδηγό του φάρου την αχτίδα,
χαρές θα νιώσεις λιμανιών, εφήμερες να είναι,
πιστός στην οικογένεια μ’ αγάπη πάντα μείνε.
Χαρές και λύπες θα διαβείς μέσα στη μοναξιά σου,
τον Άϊ-Νικόλα πάντοτε να έχεις στα δεξιά σου.
Να ’χεις γαλήνιες θάλασσες, πάντα να φέγγει ο φάρος,
και στην κορφή στο άλμπουρο για σύντροφος ο γλάρος.
Σε σιδερένια φυλακή με ένα φινιστρίνι,
θα μπαίν’ η αχτίδα του φωτός κουράγιο να σου δίνει.
Παρέα θα ’χεις μοναχά δελφίνια και τους γλάρους,
τ’ αστέρια πάλι θα μετράς, παρηγοριά τους φάρους.
Πορεία έχε σταθερή σ’ όλα τα όνειρά σου,
ζεστή την πίστη πάντοτε να έχεις στην καρδιά σου.
Του Καββαδία, μες στον νου
μια φράση να πλανάται,
«…εκτός από τη μάνα σου
κανείς δεν σε θυμάται….».
Την τελευταία ρότα σου στο τέλος θα χαράξεις,
σ’ ένα λιμάνι σπιτικό μ’ αγάπη για ν’ αράξεις.
Την άγκυρα της στέρησης στο σπίτι σου να ρίξεις,
τι έχασες απ’ τη ζωή στη θάλασσα της πλήξης.
Tη ζεστασιά και θαλπωρή
τριγύρω σου να νιώσεις,
και στα εγγόνια τη χαρά
απλόχερα να δόσεις.
ΕΡΙΝΥΕΣ
Σιωπή και μαύρη σκοτεινιά σαν πέφτει κάθε βράδυ,
στο πέλαγος της ερημιάς και απεραντοσύνης,
ανατριχίλα στην ψυχή σου φέρνει το σκοτάδι,
ζητάς τα έργα της ντροπής, του λιμανιού να πλύνεις.
Τον ήχο της ανάσας σου, κοιτάζεις για να κρύψεις,
κι η ομορφιά του φεγγαριού ακόμα σε πειράζει,
τα χέρια σου που μόλυνες, στο πόρτο, θες να νίψεις,
για να σου φύγει ο καημός, σου φύγει το μαράζι.
Ο νους σου πάλι αμαρτωλά, γυρίζει στη Μανίλα,
κι εκεί σε μέρη ξωτικά τον στέλνεις να πλανιέται,
η σιωπασιά της γέφυρας σου φέρνει ανατριχίλα,
και μοναχά το τρίξιμο του τιμονιού γροικιέται,
σαν φέρνει ο ναύτης τη στροφή το πλοίο να γυρίσει,
-και η σιωπή πιό βαρετή κι απ’ τον βαρύ κυκλώνα,-
στη ρότα την κανονική κι εκεί να σταματήσει,
πιστός εις το καθήκον του και στον σκληρό αγώνα.
Εις τις βαρδιόλες σκεφτικός ζερβόδεξια πηγαίνεις,
με το τσιμπούκι σταθερά, στα δόντια μαγκωμένο,
μα φτύνεις και τη θάλασσα κι από ψηλά της κραίνεις,
-λύτρωσε σε παρακαλώ κι εμέ τον σκλαβωμένο-.
Και προσπαθείς με τον καπνό, σαν μήνυμα με πίστη,
να στείλεις μεσοπέλαγα, στης γης την άλλη άκρη,
πως ήτανε περαστικό, εχάθηκε κι εσβήστη,
το πήρε η θάλασσα μακριά, το ξέπλυνε το δάκρυ.
Μα ο καπνός διαλύεται, ευθύς σαν ξεμπουκάρει,
απ’ τα ρουθούνια τα φαρδιά, αφηνιασμένο άτι,
και την καρδιά σου προσπαθείς, με κόπο ν’ αγαντάρει,
μα δυστυχώς δεν άντεξες, σου δάκρυσε το μάτι.
Οι Ερινύες συνεχώς παντού σε κυνηγούνε,
και τύψεις σε ακολουθούν σ’ όλα τα βήματά σου,
και να τις πνίξεις προσπαθείς και θέλεις για να βγούνε,
για να γλυκάνεις την καρδιά από τα κρίματά σου.
Μυστήρια που ’σαι βρε ζωή, για πάντα θα το λέω,
και ό,τι κάνω να ξεχνώ, βαράτε με κι ας κλαίω.