“…συνεργασίες όπως αυτή που είχα με τον Νίκο Μαμαγκάκη ή αυτή με τον Σταύρο Ξαρχάκο θα μπορούσαν να θεωρηθούν «όχι απλά γαλόνια, αλλά αστέρια», όπως μου είπε κάποτε ένας φίλος”
Ποιά είναι η πρώτη σας μουσική ανάμνηση; Δεν ξέρω ποια είναι η πρώτη, αν και, σίγουρα, θυμάμαι τον πατέρα μου να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει, ερασιτεχνικά, στο σαλόνι, στο μπαλκόνι, αλλά και με φίλους, σε διακοπές, σε οικογενειακά τραπέζια… Άφησε εντελώς την κιθάρα όταν εγώ άρχισα να ασχολούμαι σοβαρά με τα μουσικά όργανα. Έπειτα, αυτός τραγουδούσε κι εγώ έπαιζα. Πολύ καλή φωνή. Είχε παρακολουθήσει και μαθήματα ελαφρού τραγουδιού στο Εθνικό Ωδείο. Με έπαιρνε μαζί και τον περίμενα έξω από την αίθουσα. Θυμάμαι την άρπα που υπάρχει ακόμα στο κτίριο της οδού Μάγερ. Χρυσό με έκανε να τραγουδήσω, αλλά ντρεπόμουν απίστευτα. Ακόμα ντρέπομαι να τραγουδήσω μπροστά στους γονείς μου ή τους φίλους τους, εκτός παράστασης. Όμως, και ο παππούς μου τραγουδούσε. Αυτός ήταν «επαγγελματίας». Υπηρέτησε, ως μουσικός, στην Πολεμική Αεροπορία μεχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Εγώ δεν τον είδα ποτέ με κάποιο όργανο, αν και ήξερα ότι έπαιζε κόρνο και βιολί, παρά μονάχα να τραγουδάει. Απίστευτα συγκινητικές ήταν οι στιγμές, στην Κέρκυρα ή στο σπίτι του, όταν ο ίδιος, ο θείος μου ο Παναγιώτης (υπήρξε Αρχιμουσικός της Στρατιωτικής Μουσικής Στρατού Ξηράς), η θεία μου, η σπουδαία Κλειώ Δενάρδου, και ο πατέρας μου τραγουδούσαν τετράφωνα…
Με ποιόν μουσικό θα θέλατε να βρεθείτε επί σκηνής; Είμαι πολύ ευλογημένος που μπόρεσα, μέχρι σήμερα, να συνεργαστώ με εκατοντάδες μουσικούς. Με μερικούς από αυτούς δε θα μπορούσα να το φανταστώ, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα, ότι θα βρισκόμουν στην ίδια σκηνή. Είχα την τύχη να παίξω με όλους τους δασκάλους μου, εντός και έκτος εισαγωγικών, και να συμπράξω με κορυφαίους δημιουργούς, θρυλικούς δεξιοτέχνες και εμβληματικούς τραγουδιστές. Δεν ξέρω αν θα έχω την ευκαιρία, έστω, να γνωρίσω από κοντά τον Μική Θεοδωράκη. Επίσης, θα ήθελα πολύ να συνοδεύσω την Τάνια Τσανακλίδου, η οποία με συγκινούσε αφάνταστα στα φοιτητικά μου χρόνια.
Περιγράψτε μας τη μέχρι σήμερα πορεία σας στη μουσική. Για να περιγράψω την πορεία μου, οφείλω να κάνω στάσεις. Πράγμα πολύ δύσκολο, εφόσον αυτή χαράχθηκε εκατοστό-εκατοστό. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην σταθώ στο Μουσικό Σχολείο που μου άνοιξε τον δρόμο. Εκεί γνώρισα τον Χρίστο Τσιαμούλη, τον Νίκο Γράψα, τον Μιχάλη Τρανουδάκη, τον Γιώργο Λυκούρα που με ενέπνευσαν, μια σειρά από (λιγότερο δημοφιλείς) δασκάλους που μου έμαθαν πολλά από αυτά που ξέρω και, κυρίως, πολλούς από τους μετέπειτα συμπαίχτες μου. Στη συνέχεια ήρθε το Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Αθήνας, ο Ross Daly, το συγκρότημα Ματ σε 2 Υφέσεις, με το οποίο κάναμε τριά άλμπουμ, ένα EP και ένα single… Τι να πρωτοθυμηθώ; Σίγουρα, η συνάντηση με τη Γλυκερία υπήρξε κομβική, γιατί με βοήθησε να εξελιχθώ σε επαγγελματικό επίπεδο ως μουσικός εκτελεστής. Επίσης, συνεργασίες όπως αυτή που είχα με τον Νίκο Μαμαγκάκη ή αυτή με τον Σταύρο Ξαρχάκο θα μπορούσαν να θεωρηθούν «όχι απλά γαλόνια, αλλά αστέρια», όπως μου είπε κάποτε ένας φίλος. Το Polis Ensemble, βεβαίως, που είναι από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω κάνει στη μουσική…
Υπήρξαν επιρροές καθοριστικές θετικές ή αρνητικές; Θα σταθώ αποκλειστικά σε «ακούσματα» και θα αποφύγω να μιλήσω για καλλιτέχνες με τους οποίους συνδέθηκα κατά τη διάρκεια της πορείας που περιέγραψα προηγουμένως. Στα μαθητικά μου χρόνια, είχα «κολλήσει», για μια μακρά περίοδο, με τον Ψαραντώνη. Άλλωστε, έχω -σε κασέτα- όλα τα άλμπουμ του από το ’82 μέχρι το 2000. Και δεν είναι τόσο ο ίδιος, όσο ο τρόπος που ο Ψαρογιώργης έπαιζε λαούτο σε αυτές τις ηχογραφήσεις που καθόρισε την αισθητική μου σε σχέση με τον τρόπο που συνοδεύω έναν λυράρη ή έναν τραγουδιστή, ακόμα και τώρα. Στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου, οι ‘Συνήθεις Ύποπτοι’ των αδερφών Βασιλάτου, του Χρίστου Θηβαίου και του Τάσου Λωλή με επηρέασαν βαθιά, ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με την ενορχήστρωση των ακουστικών οργάνων. Ωστόσο, μιλώντας ως συνθέτης, δεν μπορώ να κρύψω πως η επαφή με το υλικό της Λένας Πλάτωνος μού άνοιξε διάπλατα τον δρόμο της δημιουργίας, σε μια εποχή που δεν έγραφα ακόμα, εκεί γύρω στα 18. Αργότερα, η γνωριμία μου με τον Πορτογάλο ηθοποιό και τραγουδιστή, André Maia, μού έδωσε την ευκαιρία να ακούσω, να παίξω, να διασκευάσω δεκάδες fados που, στην κυριολεξία, λάτρεψα. Τα ακούσματα ή τις μουσικές συναναστροφές που επέδρασαν «αρνητικά» επάνω μου είναι αδύνατον να τα εντοπίσω, χωρίς την επισήμανση όσων με γνωρίζουν καλά και από μικρό. Προσωπικά, πάντως, θεωρώ πως η διαδρομή που χαράζει κανείς, όχι μόνο στην τέχνη αλλά, και στη ζωή δεν είναι αποκλειστικά θέμα επιλογών. Παίζουν και οι συμπτώσεις τον ρόλο τους. Ο προσωπικός «ήχος», δηλαδή, κάθε μουσικού, ο οποίος διαμορφώνεται καθόλη τη διάρκεια της ζωής του, είναι εξίσου προϊόν σπουδής, αλλά και τριβής με ανθρώπους που συνάντησε τυχαία.
Σας «τρομάζει» η επιτυχία ή η αποτυχία; Η επιτυχία μοιάζει, νομίζω, με τα πλούτη. Και εξηγούμαι: Αν ισχύει ότι «πλούσιος είναι ο ολιγαρκής», τότε «πετυχημένος» σίγουρα δεν είναι αυτός που διαρκώς ονειρεύεται υλικά ή παροδικά αγαθά. Αδυνατώ να ορίσω με ακρίβεια τον όρο «επιτυχία». Φαντάζομαι, όμως, πως η φήμη ή τα χρήματα δεν αρκούν σε κανέναν. Έχω γνωρίσει ένα μάτσο «αποτυχημένους» ανθρώπους που αναγνωρίζονται ως «επιτυχημένοι» καλλιτέχνες. Με τρομάζουν σκέψεις που σχετίζονται με την απώλεια της υγείας και την ευτυχία των αγαπημένων μου.
Ποιά είναι η άποψή σας για τα μουσικά τηλεοπτικά talent show; Παλιότερα ήμουν κάθετα αντίθετος. Σε δυο-τρεις περιπτώσεις, μάλιστα, δεν δίστασα να εκφράσω τις επιφυλάξεις μου σε φίλους που, τελικώς, συμμετείχαν… Πλέον, αρχίζω και βλέπω με συμπάθεια και κατανόηση όσους παίρνουν μέρος σε αυτά. Ειδικά οι τραγουδιστές, είναι εγκλωβισμένοι, την τελευταία δεκαετία, σε ένα τούνελ δίχως φως. Ψάχνουν μια χαραμάδα δημοσιότητας μήπως και καταφέρουν να δουλέψουν. Τα talent shows είναι, στις μέρες μας, ένα εργαλείο προσωρινής επαγγελματικής αποκατάστασης, παρά «η σκάλα που οδηγεί στα αστέρια»…
Μια συνεργασία που ονειρεύεστε; Στεναχωριέμαι που δεν έχω καταφέρει να παίξω δίπλα σε μουσικούς, με τους οποίους παίζουμε τα ίδια όργανα. Μιλάω για όλους αυτούς τους εξαιρετικούς ουτίστες, λαουτίστες ή κιθαριστές που υπάρχουν εκεί έξω και τους οποίου εκτιμώ αφάνταστα.
Υπάρχουν μάνατζερ στην Ελλάδα που μπορούν να βοηθήσουν την πορεία ενός μουσικού; Είμαι απόλυτα βέβαιος πως κάθε καλλιτέχνης χρειάζεται έναν άνθρωπο δίπλα του, ο οποίος να τον πιστεύει, να τον θαυμάζει και να τον αγαπά, σε τέτοιο βαθμό ώστε να αφιερώνει ατελείωτες ώρες για την προβολή του έργου του. Για μένα, ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να ξοδεύει το χρόνο που του μένει για μελέτη ή δημιουργία προκειμένου να ασχολείται με τις δημόσιες σχέσεις. Υπό αυτή την έννοια, η δουλειά του μάνατζερ είναι πολύτιμη. Όλα αυτά τα χρόνια έτυχε να γνωρίσω φοβερούς επαγγελματίες του χώρου, όπως, φυσικά, και περιπτώσεις ανέντιμων, ατάλαντων και ασυνεπών ανθρώπων.
Ποιά είναι τα μελλοντικά μουσικά σας σχέδια; Ας βγούμε υγιείς σωματικά και ψυχικά από τη δοκιμασία αυτή και σκοπεύω να επαναπροσδιορίσω όλα μου τα πλάνα… Το μόνο που μπορώ να ευχηθώ, προς στιγμήν, είναι να έχω την ίδια διάθεση για μουσική μέχρι τα βαθιά μου γεράματα.
Βιογραφικό.
Ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα. Σε ηλικία δέκα ετών ξεκίνησε μαθήματα κλασικής κιθάρας και θεωρητικών. Ως μαθητής του Μουσικού Σχολείου Δυτικής Αττικής ήλθε σε επαφή με τα νυκτά λαϊκά όργανα, δίπλα σε σημαντικούς δασκάλους όπως ο Χρίστος Τσιαμούλης και ο Νίκος Γράψας. Μετά το Λύκειο, βρέθηκε κοντά στον Ross Daly και αφοσιώθηκε στο πολίτικο λαούτο και την «ανατολική μουσική». Είναι απόφοιτος του τμήματος Μουσικών Σπουδών Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Μουσική κουλτούρα & Επικοινωνία, ενώ το 2016 αναγορεύτηκε διδάκτορας Εθνομουσικολογίας του ΕΚΠΑ. Δίδαξε στα μουσικά σχολεία Αλίμου, Ιλίου και Παλλήνης. Την τρέχουσα περίοδο εργάζεται ως δάσκαλος μουσικής στα σχολεία της πρωτοβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης και παρακολουθεί μαθήματα μουσικής Σύνθεσης.
Έχει συνεργαστεί με σημαντικούς καλλιτέχνες ως μουσικός εκτελεστής κι έχει, ως δημιουργός, συμμετάσχει στην ελληνική δισκογραφία. Είναι ιδρυτικό μέλος των συγκροτημάτων Ματ σε 2 Υφέσεις, Olìgon και POLIS Ensemble. Το 2017 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Η μουσική ως «πράξη φυσιολογική», ενώ, έναν χρόνο αγρότερα το πρώτο του προσωπικό βιβλίο-CD με τίτλο Το πικρό, αμφότερα από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη.