Ομαδική εικαστική έκθεση
Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες: Σωτηρία Αλεβίζου, Ανδρέας Γαβριλιάδης, Σωτήρης Γκουσγκούνης, Πηνελόπη Δαββέτα, Δημοσθένης Δαββέτας, Χαρά Δημακάκου, Κατερίνα Καλιτσουνάκη, Σώτη Καλλία, Παναγιώτης Καμπύλης, Δημήτρης Καπετάνου, Δημήτρης Καρυστινός, Ελισάβετ Κεχαγιά, Ευαγγελία-Τερέζα Κοντογεώργου, Χριστίνα Κοντογεώργου, Άννα Κουνάδη, Σάββας Μαβίδης, Κωνσταντία Μακρή, Σωτήρης Μαμουτόπουλος, Γιώργος Μαργέλης, Βιβή Μεντζελοπούλου, Ιωάννα Μιχοπούλου, Ντιάνα Νασιοπούλου, Νίκος Νέσκες , Χρυσούλα Ξυνέλη, Ελένη Παπανικολάου, Χρύσα Παπαχατζάκη, Τζένη Πολυκανδριώτη, Μιλτιάδης Σαλβάνος, Βίκυ Σαμουηλίδου, Αντωνία Σιμάτου, Κώστας Σπανάκης, Αγγελική Στρούμπου, Μάγια-Γαλάτεια Ταπεινού, Σουλτάνα Τρεπεκλή, Ελένη Τσαλδίρη, Άννα Χατζηαγγέλου, Νίκος Χιωτίνης, Ιωάννα Χριστάκου
Κοινωνικές και οικονομικές παράμετροι επιβάλλουν το σύστημα δόμησης του σχεδίου πόλης, που μπορεί να αλλάζει ακόμα και από γειτονιά σε γειτονιά. Στις περισσότερες γειτονιές της Αττικής, που μας ενδιαφέρει λόγω εντοπιότητας, και μάλιστα στις πιο πυκνοκατοικημένες, με ό, τι αυτό συνεπάγεται, εφαρμόζεται το συνεχές σύστημα. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα αυτού του συστήματος είναι ο συμπαγής οικοδομικός όγκος σε όλο το οικοδομικό τετράγωνο και άρα η συνεχής πρόσοψη πάνω στο δρόμο, όπως και οι απαραίτητοι για τη λειτουργία του κτιρίου φωταγωγοί και οι ακάλυπτοι χώροι. Ο χώρος αυτός, ένας χώρος ιδιωτικός (δύναται να… ερμηνευθεί ως δημόσιος μόνο από τα πολλά, αδέσποτα, δυστυχώς, ζώα της πόλης) και πολύ λιγότερο πράσινος απ’ ό, τι θα χρειαζότανε, είναι μια εικόνα της πόλης γνώριμη, αλλά συχνά παραγνωρισμένη.
Κλεφτές ματιές από τους φωταγωγούς ξεδιπλώνουν εικόνες και ήχους μίας ήπιας καθημερινότητας, του χτες και του σήμερα: ανθρώπινες σκιές σε διάδραση, σκουριασμένα κιγκλιδώματα, απλωμένα ρούχα, ξεχασμένα αντικείμενα, κεραμοσκεπές νεοκλασικών που διασπούν τους κατακόρυφους όγκους, γεράνια, νεραντζιές και λεμονιές, καλημερίσματα, τσακωμοί, τιτιβίσματα πουλιών, γαυγίσματα σκύλων, συχνά κλειδωμένων στα πίσω μπαλκόνια, φωνές παιδιών (σήμερα όλο και πιο λιγοστές, κυρίως προέρχονται μέσα από τα διαμερίσματα), κάποτε αυτοσχέδια πηγαδάκια στη σκάλα υπηρεσίας, όπου πολλά λέγονταν και άλλα τόσα σιωπούνταν.
Ο ακάλυπτος πέρα από ταξικός δείκτης, πέρα από τον ηλιασμό, τον αερισμό, τις οικιακές χρήσεις και την αίσθηση ή ψευδαίσθηση μικροκλίματος, διαχρονικά εξυπηρετούσε την ανάγκη επικοινωνίας μεταξύ των ενοίκων, σαν μετεξέλιξη της παλαιικής αυλής, όπου οι άνθρωποι απεκδύονται το προσωπείο των επίσημων εισόδων, που περιορίζεται σε ένα τυπικό χαιρετισμό, σε ένα συγκαταβατικό μειδίαμα στην πιο ανθρώπινη εκδοχή και κλείνουν πίσω από τις γρίλιες συνωμοτικά το μάτι στο πλαίσιο μίας κοινά αποδεκτής, όσο και ανομολόγητης «ομερτά».
Ακάλυπτος, μια λέξη μ’ ένα άλφα στερητικό, σαν κάτι να της λείπει, κάτι δεν έχει καλυφθεί, κάτι δεν έχει συμπληρωθεί.. κι ακόμα, μια επιταγή που δεν έχει αντίκρυσμα κι ένας ήρωας τηλεοπτικής σειράς της δεκαετία του’90, με τον οποίο δυστυχώς μπορεί κανείς να ταυτιστεί σε κάποιο βαθμό, ένας κυνηγός μιας ευτυχίας, που όμως είναι πλασματική- αυτό το άλφα κάτι πάντα θα της στερεί.