Του Αλέξανδρου Σταματουλάκη*
Μπορεί οι Έλληνες να πολέμησαν σκληρά για τη λευτεριά τους στα χρόνια της επανάστασης του ’21, μπορεί να βροντούσαν τα καριοφίλια και να άστραφταν τα γιαταγάνια, αλλά και ο Έρωτας δεν έμεινε παραπονεμένος. Και δεν ήταν μόνο η Ουράνια Αφροδίτη που έστελνε το φτερωτό γιό της να κάνει τη δουλειά του. Ήταν και η Πάνδημος Αφροδίτη που συχνά επισκεπτόταν τους αγωνιστές και τους ωθούσε σε ερωτικές σχέσεις, που πυροδοτούσαν κουτσομπολιά, προκαλούσαν τα χρηστά ήθη της εποχής και ενέπνεαν σκωπτικά δημοτικά άσματα.
Όπως: «Τι του ’κανα του κερατά / και κλαίγεται από μένα;
Μήνα τα βόδια του ’σφαξα / μήνα τα πρόβατά του.
Τη μια του νύφη φίλησα / τις δυο του θυγατέρες».
Ο «κερατάς» ήταν ένας παπάς, που αρνήθηκε να δώσει την κόρη του στον ονομαστό καπεταν-Ζαχαριά, ο οποίος…
«Το ’χε ο Ζαχαριάς ζακόνι (=συνήθεια) / Άσπρα πόδια να σηκώνει».
Μεγάλος εραστής ο καπεταν-Ζαχαριάς προεπαναστατικά τιμώρησε με το μαχαίρι του τον παπά, αλλά στο τέλος βρήκε το θάνατο από δυο πατεράδες Μανιάτες, ομοιοπαθείς, που τον δολοφόνησαν με μπαμπεσιά, όταν η κόρη του ενός το ’σκασε με το Ζαχαριά στο βουνό.
Ονομαστός εραστής ήταν και ο Βάσος Μαυροβουνιώτης. Ο αθεόφοβος όρμησε σε έναν γάμο και έκλεψε τη νύφη. Έφαγε ένα γερό χέρι ξύλο από τον καπεταν-Κριεζώτη αργότερα και τον έστειλε στη φυλακή στα χέρια του Γκούρα, φρούραρχου των Αθηνών. Ύστερα από λίγο ο Γκούρας τον αποφυλάκισε και τον έκανε αρχηγό ενός ένοπλου τμήματος. Ο Μαυροβουνιώτης όμως δεν έβαλε μυαλό. Πηγαίνοντας στη Βηρυτό να πολεμήσει τους Οθωμανούς έκλεψε τη γυναίκα του προεστού που τους φιλοξενούσε στη Τζιά, την Ελένη και την έκρυψε στην Άνδρο. Η εκστρατεία στη Βηρυτό απέτυχε κι αυτός επιστρέφοντας παντρεύτηκε την Ωραία Ελένη, την Ελέγκω, αφού ο άνδρας της στο μεταξύ είχε πεθάνει.
Αλλά κι ο τιμωρός του Μαυροβουνιώτη, ο Κριεζώτης, όταν πέθανε ο Γκούρας, τα ’φτιαξε με τη χήρα του φρούραρχου, η οποία σύμφωνα με τη διαθήκη, αν ξαναπαντρευόταν, θα έχανε τη μεγάλη περιουσία του.

Ο Καραϊσκάκης κουβαλούσε μαζί του μια όμορφη Τουρκοπούλα, που έγινε χριστιανή, τη Μαριώ. Την έντυνε αντρικά, για να μην την αναγνωρίζουν και τη φώναζε Ζαφείρη. Μέχρι και στο σπίτι του την κουβάλησε κι αυτή άρχισε να … χουφτώνει τις υπηρέτριες. Τα κορίτσια παραπονέθηκαν στη σύζυγο του αρχιστράτηγου, τη Γκόλφω.
«Έννοια σου, μωρή. Έχω και για σένα. Μη μου χολιάζεις», της απάντησε ο αρχιστράτηγος.
Εκείνος ο τρελόπαπας, ο Παπαφλέσσας, αν και παπάς, του έδινε να καταλάβει. Όποτε μπορούσε τη χαιρόταν τη ζωή του.
Ο Μακρυγιάννης τον στόλιζε στα γραφτά του: «Ο γενναίος Παπαφλέσσας γλεντάει στο Λιοντάρι με τις γυναίκες και τα λαλούμενα» και σημειώνει πως του άρεζαν οι «επιδέξες» (=πόρνες).
Όταν έπιασε δυο τέτοιες ο Κολοκοτρώνης να ενοχλούν τους άντρες, έβαλε να τις γυμνώσουν και να τις σύρουν σε ένα χωράφι με τσουκνίδες. Όχι όμως πως κι αυτός ήταν άγιος. Είχε μαζί του μια κοπέλα, που είχε πάρει από ένα μοναστήρι. Μαζί της έκανε έναν νόθο γιο, τον Πάνο τον νεότερο, στα 1836. Αυτή του έκλεισε τα μάτια, όταν πέθανε ο Γέρος στα 1843.
Ο άλλος του ο γιός ο Πάνος, ο νόμιμος, ήταν παντρεμένος με την κόρη της Μπουμπουλίνας, την Ελένη. Αυτή τα είχε φτιάξει με έναν οπλαρχηγό, το Γρίβα. Ο Πάνος δολοφονήθηκε από έναν Βούλγαρο και ο Σπύρος Μελάς υποστηρίζει πως ήταν βαλτός από την Ελένη.
Και ο Έρωτας ήταν η αιτία της δολοφονίας της Μπουμπουλίνας. Ο γιός της, ο Γιωργής, αγάπησε μια αρραβωνιασμένη, τη Βγενή, την κόρη του καπετάνιου Χριστόδουλου Κούτση. Την έκλεψε και την ‘έκρυψε στο σπίτι της μάνας του. Το σόι πήγε και τη ζήτησε από την Μπουμπουλίνα. Αυτή δεν την έδινε και κάποιος την πυροβόλησε. Η μεγάλη ηρωίδα της επανάστασης έπεσε νεκρή.
Οι πρόγονοί μας ήξεραν να πολεμούν και να ερωτεύονται. Κι άλλες πολλές ροζ ιστορίες υπάρχουν. Με τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και τη Σάββαινα. Με το Γιωργάκη Βαρνακιώτη, τη Ρίνα Κουτσουμποπούλια και τις άλλες γυναίκες που είχε στην υπηρεσία του (Σωματοφυλακή; Υπηρέτριες;) Τον Κίτσο Τζαβέλα και την αστεφάνωτη Βασιλική με την οποία είχε κάνει παιδί. Αργότερα την παντρεύτηκε. Ο Ανδρέας Μεταξάς, άλλος καρδιοκατακτητής αυτός, τα είχε με μια παντρεμένη. Ένας επιτελής του Καποδίστρια, ο Γρηγόρης Σούτζος, τα είχε φτιάξει με τη σύζυγο ενός οπλαρχηγού, τη Δεσποινιώ, που της παρέδιδε μαθήματα γαλλικής. Ο κυβερνήτης τον τιμώρησε κι αυτός το πήρε κατάκαρδα και… πέθανε. Η Δεσποινιώ συνέχισε τα μαθήματα με άλλον. Αυτή τη φορά ήταν μαθήματα χορού, μαζούρκα. Κι ένας ομοφυλόφιλος αναφέρεται ανάμεσα στους άνδρες του Καραϊσκάκη, η Κλανομάρω, που έκανε γυναικείες δουλειές, αλλά στο τέλος σκότωσε δύο Τούρκους.
Ούτε ο Καποδίστριας γλίτωσε από τα βέλη του Έρωτα. Η σχέση του όμως παρέμεινε πλατωνική και η επικοινωνία ήταν κυρίως δι’ αλληλογραφίας. Ο κυβερνήτης γνωρίστηκε με την πλούσια ευγενή από τη Μολδαβία, την Αλεξάνδρα Στούρτζα, κυρία επί των τιμών της τσαρίνας στα 1809. Αναπτύχθηκε μια βαθιά φιλία. Χώρισαν στα 1811 και ξανασυναντήθηκαν, ενώ αλληλογραφούσαν στο ενδιάμεσο, στη Βιέννη, όταν η Αλεξάνδρα συνόδευε την τσαρίνα σε μία τουρνέ. Η οποία τσαρίνα πίεσε την Αλεξάνδρα να παντρευτεί έναν ξάδελφό της, κόμη και υπουργό των εξωτερικών της Βαϊμάρης. Τον παντρεύτηκε στα 1816.
Ο Καποδίστριας της έγραψε: «Εσύ έπρεπε να παντρευτείς και παντρεύτηκες. Εγώ όμως σου δηλώνω πως δεν πρόκειται να παντρευτώ ποτέ. Αφού δεν μπόρεσα να παντρευτώ εσένα που σ’ αγαπούσα δεν πρόκειται να αγαπήσω άλλη γυναίκα στη ζωή μου».
Η Αλεξάνδρα χώρισε και αργότερα βρέθηκε στην Οδησσό να βοηθάει Έλληνες που είχαν την ανάγκη της. Συνέχισαν να αλληλογραφούν και μετά τον ερχομό του Καποδίστρια στην Ελλάδα.
«Η σκέψη πως ημπορεί κάποιος να σας κάνει κακό με αναστατώνει… μου συνθλίβει την ψυχή», του γράφει η Στούρτζα.
Το τελευταίο της γράμμα το πήρε ο Καποδίστριας στο Ναύπλιο λίγο πριν από τη δολοφονία του στα 1831. Αυτή μαθαίνοντας το θάνατό του δυο μήνες αργότερα λιποθύμησε. Η Αλεξάνδρα Στούρτζα φορώντας πάντα το δακτυλίδι που της είχε χαρίσει –μια πεταλούδα που καίγεται- πέθανε το Γενάρη του 1844.
Ο λόρδος Μπάιρον σχεδόν μονίμως ερωτευμένος, ερωτεύτηκε σφόδρα μια δεκατριάχρονη, την Τερέζα, κόρη του πρόξενου της Αγγλίας στην Αθήνα, Πέτρου Μακρή στα 1809, όταν έμενε στο σπίτι τους. (Το σπίτι, οδός Αγίας Θέκλας, γκρεμίστηκε στα 1970). Ήταν «η Κόρη των Αθηνών» για την οποία έγραψε ένα ποίημα που η κάθε στροφή του τελείωνε: «ζωή μου σε αγαπώ». Μετά την αναχώρηση του Μπάιρον η Τερέζα παντρεύτηκε τον επόμενο Άγγλο πρόξενο.
Ένας έρωτας καθόλου «αποστειρωμένος», όπως ο παραπάνω, ήταν ο έρωτας της Μαντούς (Μαγδαληνής) Μαυρογένους με το Δημήτριο Υψηλάντη, γιατί η Μαντώ ήταν μια εκρηκτική γυναίκα, άφοβη και μεγάλη πατριώτισσα. Καταδίωξε διακόσιους Αλγερινούς πειρατές. Πολέμησε η ίδια. Έφτιαξε πλοία. Συντηρούσε πολυάριθμα αποσπάσματα για χάρη της επανάστασης. Περιέθαλψε δυο χιλιάδες πρόσφυγες από το Μεσολόγγι.
Ερωτεύτηκαν με τον Υψηλάντη και αρραβωνιάστηκαν Έπιασε στο Ναύπλιο ένα σπίτι απέναντι από το δικό του και «βλέπονταν», κάτι που αποτελούσε πρόκληση για τα ήθη της εποχής. Η σχέση τους προκάλεσε πολιτική αναταραχή. Πρώτος και καλύτερος ο αρχιιντριγγαδόρος Κωλέττης βάλθηκε να τους χωρίσει, θεωρώντας επικίνδυνη για την πολιτική του καριέρα τη συνένωση δύο ισχυρών οικογενειών. Έπεισε τους σωματοφύλακες του πρίγκιπα πως η σχέση του με τη Μαντώ του έκανε κακό στην υγεία του (ο Υψηλάντης έπασχε από νόσο του πνεύμονα) και στην κοινωνική του θέση (σχέση με ανύπαντρη). Τους έπεισε, όταν ο Υψηλάντης έλλειπε, να την απαγάγουν και να τη στείλουν στο νησί της, τη Μύκονο. Οι δυο ερωτευμένοι όμως ξανάσμιξαν. Αλλά ο Κωλέττης επαγρυπνούσε. Έστειλε δυο γιατρούς στη Μαντώ να την πείσουν πως αν αγαπούσε τον Υψηλάντη, έπρεπε να τον αφήσει, γιατί κινδύνευε η υγεία του. «Η σχέση τον οδηγεί στο θάνατο», της είπαν. Το σχέδιο του Κωλέττη πέτυχε. Η Μαντώ νομίζοντας πως οι γιατροί ήταν βαλτοί από τον Υψηλάντη, γιατί πια δεν την αγαπούσε, τον εγκατέλειψε (Δε θυμίζει δράμα του ελληνικού κινηματογράφου του ’60;) Η Μαντώ έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Είχε στο χέρι μια έγγραφη υπόσχεση του Υψηλάντη πως θα την παντρευόταν. Στη Γ Εθνοσυνέλευση κάθε φορά που τελείωνε την ομιλία του ένας ομιλητής, η Μαντώ πεταγόταν επάνω ζητώντας να μιλήσει, για να ξεφτιλίσει κατά τη γνώμη της (ή να τον πείσει να την παντρευτεί;) τον Υψηλάντη, επειδή δεν κράτησε τη γραφτή του δέσμευση για γάμο. Δεν της έδωσαν το λόγο.
Στα 1832 ο Υψηλάντης πέθανε. Η Μαντώ δεν πήγε να τον δει ούτε ετοιμοθάνατο. Τον νεκροστόλισε όμως και τον συνόδεψε στην τελευταία κατοικία του ντυμένη στα μαύρα. Μια ανύπαντρη χήρα! Ο Καποδίστριας της έδωσε το σπίτι στο Ναύπλιο, στο οποίο έμενε με τον Υψηλάντη, καθώς και το βαθμό του αντιστράτηγου. Ζούσε πια φτωχικά. Δεν της είχαν μείνει και πολλά πράγματα από την περιουσία της. Τα είχε δώσει όλα για τη λευτεριά του έθνους.

* Γιατρός, συγγραφέας, ραδιοτηλεοπτικός παραγωγός, πρώην Δήμαρχος Αμπελοκήπων για τρεις τετραετίες. Ζει στη Θεσσαλονίκη