Συνέντευξη στη δημοσιογράφο Βάγια Σεραφειμίδου
Μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, υπό το πρίσμα του Καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας, Άρη Στυλιανού, Προέδρου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η εκπαίδευση αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ένα από τα σπουδαιότερα δημόσια αγαθά. Όπως είπε και ο Πλάτων, είναι δύναμη που γιατρεύει την ψυχή. Με ποιον τρόπο προστατεύουμε και διαφυλάσσουμε αυτή τη δύναμη; Εσείς πώς θα χαρακτηρίζατε την εκπαίδευση στην Ελλάδα του σήμερα;
Όντως, η εκπαίδευση είναι εξαιρετικά σημαντική για κάθε εποχή, για κάθε χώρα, για κάθε πολιτισμό. Είναι, όπως ακριβώς το λέτε, δημόσιο αγαθό. Γι’ αυτό και πρέπει να προστατεύεται και να διαφυλάσσεται από την Πολιτεία, με βάση και τις συνταγματικές επιταγές. Όπως η υγεία, αλλά και η προστασία της εργασίας, έτσι και η εκπαίδευση δεν είναι δυνατόν να αφήνεται στην τύχη της ή σε μια υποτιθέμενη «αυτορρύθμιση» της αγοράς. Το δημόσιο συμφέρον και το κοινό καλό επιτάσσουν τη φροντίδα και τη στήριξη όλων των εκπαιδευτικών δομών και βαθμίδων, από την προσχολική μέχρι την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Στην Ελλάδα παραδοσιακά η εκπαίδευση παίζει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή και αναπαραγωγή της κοινωνίας. Έχουμε ένα αξιόλογο σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης, το οποίο μεταπολεμικά τουλάχιστον προήγαγε την κοινωνική κινητικότητα. Χάρη στο δημόσιο σχολείο και πανεπιστήμιο, τα παιδιά οικογενειών που ανήκαν στα κατώτερα οικονομικοκοινωνικά στρώματα (εργάτες, αγρότες, μικροαστοί) μπόρεσαν να μορφωθούν ποιοτικά, να γίνουν επιστήμονες και να ανέλθουν κοινωνικά, βελτιώνοντας τα εισοδήματά τους και κατακτώντας μεγαλύτερο κύρος. Σήμερα, το μεγάλο στοίχημα είναι η δημόσια εκπαίδευση να συνεχίσει να είναι αποτελεσματική και να βελτιώνεται ποιοτικά. Υπάρχουν πολύ καλά σχολεία και πανεπιστήμια στη χώρα μας. Αλλά υπάρχουν και πολλά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα. Η εκπαίδευση σήμερα βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι και πρέπει να ενισχυθεί από όλους μας.
Η οικονομική κρίση επηρέασε τις παρεχόμενες υπηρεσίες της εκπαίδευσης και σε ποιο βαθμό; Θεωρείτε, ότι είχε αρνητικό αντίκτυπο κοινωνικά και ψυχολογικά στους φοιτητές, στους διδάσκοντες και στις διοικητικές υπηρεσίες;
Ασφαλώς, η οικονομική κρίση των τελευταίων 10 ετών έπληξε και την εκπαίδευση, όπως όλη την ελληνική κοινωνία. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, με την υγειονομική κρίση του κορωνοϊού. Τα προβλήματα είναι οικονομικά, θεσμικά και αξιακά. Σαφώς και οι κρίσεις αυτές αφήνουν αρνητικό αποτύπωμα σε όλους μας. Πάρα πολλοί φοιτητές αναγκάζονται να εργάζονται για τον επιούσιο, παράλληλα με τις σπουδές τους. Οι οικογένειες δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να τους χρηματοδοτούν. Η ψυχική υγεία όλων μας, φοιτητών, διοικητικών υπαλλήλων και καθηγητών, δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται πολύ μέσα στην κρίση. Χρειάζεται ψυχικό σθένος, κουράγιο, υπομονή κι επιμονή, αισιοδοξία, ώστε να καταφέρει κανείς να ανταπεξέλθει στις δύσκολες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στην πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια. Όμως, με την κοινή προσπάθεια όλων μας, η εκπαίδευση κατάφερε να επιβιώσει και να εξασφαλίσει ένα ποιοτικό επίπεδο, παράγοντας σημαντικά ή και άριστα αποτελέσματα.
Υπάρχει προοδευτική εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα; Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει εκσυγχρονιστεί στο νέο διεθνές κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον; Θα μπορούσε το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας να είναι ανταγωνιστικό σε διεθνές επίπεδο;
Η εκπαιδευτική πολιτική στη χώρα μας είναι αρκετά ταλαιπωρημένη από διάφορες κυβερνήσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Μετά τη δεκαετία του 1960 και την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, μπορούμε να πούμε ότι η μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που είχε ανάγκη η Ελλάδα δεν έγινε ποτέ. Αντίθετα, σχεδόν κάθε υπουργός Παιδείας επιχειρούσε και επιχειρεί να θεσπίσει αποσπασματικές αλλαγές, κυρίως στον τρόπο εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο, χωρίς να εκσυγχρονίζει ριζικά όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ξεκινώντας από τις χαμηλότερες και προχωρώντας προς τις υψηλότερες. Παρά τις καθυστερήσεις και τις παλινωδίες, ωστόσο, μπορούμε να πούμε ότι, βάσει των αποτελεσμάτων, η εκπαίδευσή μας στέκεται ικανοποιητικά μέσα στο σύγχρονο ανταγωνιστικό πλαίσιο. Ειδικά η ανώτατη εκπαίδευση, παρά τις αδυναμίες που υπάρχουν, προσφέρει μόρφωση και επιστημοσύνη που μπορεί να σταθεί άνετα σε πανευρωπαϊκή και σε παγκόσμια κλίμακα, στο παγκοσμιοποιημένο διεθνές περιβάλλον. Αυτό αποδεικνύεται από τις πολύ καλές κατατάξεις που επιτυγχάνουν τα ελληνικά πανεπιστήμια στις διεθνείς ταξινομήσεις, καθώς και από το γεγονός ότι οι Έλληνες πτυχιούχοι είναι περιζήτητοι και συχνά διαπρέπουν στο εξωτερικό, στις αναπτυγμένες και προηγμένες χώρες του Δυτικού Κόσμου.
Πώς θα χαρακτηρίζατε τα σημερινά προγράμματα σπουδών και τη μέθοδο διδασκαλίας; Ποια είναι τα προβλήματα και οι ανάγκες της; Θεωρείτε, ότι η εκπαίδευση χρήζει ανάταξης;
Τα σημερινά προγράμματα σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι, κατά γενικό κανόνα, σύγχρονα και επικαιροποιημένα. Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια τα πανεπιστήμια αξιολογούνται τακτικά, εσωτερικά και εξωτερικά, και τα προγράμματα σπουδών πιστοποιούνται ως προς την ποιότητά τους. Οι μέθοδοι διδασκαλίας εμπλουτίζονται διαρκώς και εισάγονται οι νέες τεχνολογίες. Το αποτέλεσμα είναι τα πανεπιστήμια να μπορούν να ανταποκριθούν ακόμη και σε απρόβλεπτες καταστάσεις, όπως η παρούσα κρίση του κορωνοϊού, όπου τα μαθήματα γίνονται με τηλεδιασκέψεις εξ αποστάσεως. Βεβαίως, πάντα υπάρχουν προβλήματα και πάντα προκύπτουν νέα δεδομένα που χρήζουν αντιμετώπισης. Δεν θα έλεγα ότι η εκπαίδευση γενικώς χρήζει ανάταξης, αλλά ότι πρέπει διαρκώς να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να προσαρμόζεται άμεσα. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι εχθρός του καλού είναι το καλύτερο.
Ποιες κατά τη γνώμη σας είναι οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής έως σήμερα;
Όπως προανέφερα, οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του 1965 και του 1976 ήταν πολύ σημαντικές. Όπως επίσης και του 1982, ειδικά για τα πανεπιστήμια, με τον Νόμο-πλαίσιο 1268, που άλλαξε σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης. Τα τελευταία χρόνια, κατά τη γνώμη μου, έγιναν ανεπιτυχείς προσπάθειες μεταρρύθμισης, με κορυφαία εκείνη του «Νόμου Διαμαντοπούλου», που αντί για μεταρρύθμιση έφερε απορρύθμιση.
Υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός μακράς πνοής στην ανώτατη εκπαίδευση ή από το γεγονός ότι αλλάζουν οι νόμοι και οι τροπολογίες κάθε φορά που αναλαμβάνει νέος υπουργός δημιουργείται, έλλειψη μακροχρόνιου και συγκεκριμένου προγραμματισμού; Τελικά τα νομοθετικά διατάγματα είναι αυτά που καθορίζουν την καλλιέργεια και τον σεβασμό στην εκπαίδευση ή μήπως ή ίδια η “παιδεία”;
Δυστυχώς δεν υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός μακράς πνοής κεντρικά, από το Υπουργείο Παιδείας. Όπως λέτε και όπως προαναφέρθηκε, κάθε νέος υπουργός νομοθετεί αποσπασματικά και χωρίς μακροχρόνιο σχέδιο. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται συχνά κομφούζιο, να προκαλείται αμηχανία και εκνευρισμός στους μαθητές και στους φοιτητές, αλλά και στους γονείς τους. Χρειαζόμαστε μια μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, καλά σχεδιασμένη και προετοιμασμένη, που να έχει ορίζοντα δεκαετίας. Συνεπώς, χρειάζεται να υπάρξει διακομματική συνεννόηση και συναίνεση, και όχι αιφνιδιαστικές καταθέσεις αποσπασματικών ρυθμίσεων, όπως η πολύ πρόσφατη, μέσα στις διακοπές του Πάσχα, της κυρίας Κεραμέως. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις ορίζουν ένα θεσμικό πλαίσιο, δίνουν ένα περίγραμμα κανόνων, αλλά το ουσιώδες περιεχόμενο της εκπαίδευσης καθορίζεται από το αξιακό φορτίο της παιδείας, δηλαδή της καλλιέργειας, της μόρφωσης, της δημοκρατικής ευαισθησίας, της διαμόρφωσης ελεύθερων πολιτών.
Στα δημόσια πανεπιστημιακά ιδρύματα υπάρχουν «φοιτητές», οι οποίοι μένουν για πολλά χρόνια στο ακαδημαϊκό περιβάλλον, αναχαιτίζοντας τις πανεπιστημιακές λειτουργίες. Μπορεί να σταματήσει αυτό;
Το θέμα των «λιμναζόντων» φοιτητών δεν είναι τόσο επείγον στην αντιμετώπισή του, διότι δεν προκαλεί κανένα κόστος και κανένα πρόβλημα στη λειτουργία του πανεπιστημίου. Οι φοιτητές που ξεπερνούν τα προβλεπόμενα έτη σπουδών χωρίς να έχουν πάρει πτυχίο δεν δικαιούνται πάσο, ούτε βιβλία, ούτε σίτιση, άρα δεν επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό. Πρέπει να δίνεται η δυνατότητα σε όσους θέλουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους να μπορούν να το κάνουν. Υπάρχουν πολλοί φοιτητές που δυσκολεύονται οικονομικά και πρέπει να εργάζονται σκληρά, που δεν μπορούν να πληρώνουν ενοίκιο για να μένουν στον τόπο των σπουδών τους κλπ. Στην Ελλάδα δεν δικαιούσαι να εγγραφείς σε ένα πανεπιστημιακό τμήμα όποτε θέλεις, πρέπει ή να δώσεις πανελλαδικές ή να δώσεις κατατακτήριες έχοντας ήδη ένα πτυχίο. Άρα, αν διαγράφονται στα 4 ή στα 6 χρόνια οι φοιτητές που δεν ολοκληρώνουν, είναι πολύ δύσκολο να ξαναεγγραφούν έπειτα από κάποια χρόνια, όταν οι συνθήκες για να σπουδάσουν θα είναι ευνοϊκότερες ή όταν θα έχουν αποφασίσει τι πραγματικά τους ενδιαφέρει. Εν κατακλείδι, το πρόβλημα με τους «αιώνιους» φοιτητές είναι ψευδεπίγραφο και χρησιμοποιείται κυρίως ως παραπλανητική προπαγάνδα από όσους δεν αγαπούν το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Τα ακαδημαϊκά ζητήματα από ποιους πρέπει να εξετάζονται κατά τη γνώμη σας; Από τους πανεπιστημιακούς φορείς, από ένα αυτόνομο Συμβούλιο ίσως; Ή να ασκεί τον πρώτο και κύριο λόγο η πολιτική εξουσία και συνακόλουθα ο αρμόδιος Υπουργός Παιδείας;
Ήδη από την ίδρυσή τους στην Ευρώπη κατά την περίοδο του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, τα Πανεπιστήμια ήταν και είναι θεσμοί με μια αυτονομία και ακαδημαϊκή ελευθερία, ώστε να μπορούν να καλλιεργούν ελεύθερα την επιστήμη και τη γνώση, χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις της εκκλησιαστικής ή της κρατικής εξουσίας. Αυτό ισχύει μέχρι σήμερα και, έτσι, τα ακαδημαϊκά ζητήματα πρέπει να ρυθμίζονται και να λύνονται από την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα. Δεν χρειάζεται κανένα εξωτερικό Συμβούλιο, αντίθετα θα ήταν επικίνδυνη η θεσμοθέτησή του. Βεβαίως η Πολιτεία, μέσω του Υπουργείου Παιδείας, θα πρέπει πάντα να μπορεί να ασκεί έλεγχο νομιμότητας. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχουν κάποιοι θεσμοί που να εξασφαλίζουν ότι η ισονομία και η δικαιοσύνη τηρούνται με ευλάβεια μέσα στα Πανεπιστήμια, παρεμβαίνοντας όταν υπάρχουν τυχόν αυθαιρεσίες, ατασθαλίες κλπ.
Είστε υπέρ στο να υπάρχουν κομματικές παρατάξεις στα πανεπιστήμια; Θα μπορούσε να επιτευχθεί συνδικαλισμός εκτός ακαδημαϊκού περιβάλλοντος; Θα ωφελούσε περισσότερο ή λιγότερο κάτι τέτοιο και ποιους;
Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες είναι ενήλικοι πολίτες και μπορούν να συνδικαλίζονται ελεύθερα, όπως μπορούν και δικαιούνται να εντάσσονται σε νόμιμες πολιτικές οργανώσεις και πολιτικά κόμματα της προτίμησής τους. Συνεπώς, είναι φυσιολογικό να υπάρχουν και να λειτουργούν δημοκρατικά πολιτικές ή και κομματικές παρατάξεις μέσα στους χώρους των Πανεπιστημίων. Οποιαδήποτε απαγόρευσή τους θα ήταν αντισυνταγματική. Από εκεί και πέρα, προσωπικά πιστεύω ότι το μοντέλο του κομματικού συνδικαλισμού είναι ξεπερασμένο και δεν μπορεί να εμπνεύσει την πλειονότητα των φοιτητών/τριών σήμερα. Άρα, θεωρώ πως θα ήταν πιο ωφέλιμο για όλους να υπάρχουν οργανώσεις και φοιτητικές παρατάξεις στη βάση ευρύτερων πολιτικών και συνδικαλιστικών συγκλίσεων, χωρίς άμεση κομματική καθοδήγηση. Εξάλλου, κάπως έτσι έχουν εξελιχθεί τα πράγματα σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Τα κόμματα, δηλαδή, δεν έχουν την επιρροή που είχαν παλαιότερα.
Τι είναι τελικά το πανεπιστημιακό άσυλο; Δημιουργεί συνθήκες ασφάλειας, προάγοντας τη συνταγματική ελευθερία, την έρευνα και τη διδασκαλία ή αποτελεί άβατο εγκληματικών πράξεων; Ποιους ακριβώς προστατεύει;
Το πανεπιστημιακό άσυλο είναι ένας ιστορικός ακαδημαϊκός θεσμός και αποτελεί σύμβολο δημοκρατίας. Χάρη στο άσυλο, το δημόσιο Πανεπιστήμιο απολαμβάνει έναν βαθμό ελευθερίας έρευνας, διδασκαλίας, λόγου και δράσεων, ο οποίος δεν υφίσταται σε κερδοσκοπικά ιδρύματα. Το άσυλο δεν προστατεύει μόνο από κρατικούς καταναγκασμούς, αλλά και από ιδιωτικά συμφέροντα. Οι αγοραίες κατηγορίες εναντίον του πανεπιστημιακού ασύλου και οι προσπάθειες για την κατάργησή του είναι δημαγωγικές και παραπλανητικές. Το άσυλο δεν ευθύνεται για φαινόμενα παραβατικότητας που εμφανίζονται σε ορισμένα μεγάλα Πανεπιστήμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Τα φαινόμενα αυτά μπορούσαν και μπορούν κάλλιστα να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο του θεσμικού πλαισίου που κατοχύρωνε το άσυλο.
Όλοι οι σχετικοί μεταπολιτευτικοί νόμοι για το πανεπιστημιακό άσυλο πάντοτε με σαφήνεια κατοχύρωναν δυνατότητα αστυνομικής παρέμβασης, χωρίς την άδεια των πρυτανικών αρχών, υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Άλλωστε, όταν το άσυλο καταργήθηκε ως νομικά κατοχυρωμένος θεσμός την περίοδο 2011-2016, δεν παρατηρήθηκε καμία βελτίωση της κατάστασης στα Πανεπιστήμια. Έτσι και τώρα που η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατήργησε το άσυλο, η κατάσταση δεν άλλαξε ούτε προς το καλύτερο ούτε προς το χειρότερο. Το μόνο που άλλαξε, είναι ότι τα εμπορικά τηλεοπτικά κανάλια και ο φιλοκυβερνητικός Τύπος δεν ασχολούνται πια με τη δήθεν «ανομία» στα Πανεπιστήμια.
Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση μέσω ψηφιακής ηλεκτρονικής πλατφόρμας είναι μια αποτελεσματική εκπαιδευτική διαδικασία στη δημόσια παιδεία εν όψει της πανδημίας του κορωνοϊού; Ή θεωρείτε ότι είναι μια ελλιπής διαδικασία με ασάφειες και παραλείψεις; Εσείς ως πανεπιστημιακός Καθηγητής και μάλιστα έμπειρος έχετε να προτείνετε κάτι διαφορετικό;
Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση, με τα τηλεμαθήματα για μαθητές δημοτικών, γυμνασίων, λυκείων και πανεπιστημίων, προέκυψε πολύ πρόσφατα ως λύση ανάγκης εν μέσω της επιδημίας του κορωνοϊού και του συνακόλουθου υποχρεωτικού κλεισίματος όλων των εκπαιδευτηρίων και των εκπαιδευτικών δομών. Κανένας μας δεν ήταν προετοιμασμένος και μαθημένος σε αυτή τη μορφή εκπαίδευσης. Η αλήθεια είναι πως, κουτσά στραβά, τα βγάλαμε πέρα και τα διαδικτυακά μαθήματα διεξάγονται, έστω μετ’ εμποδίων.
Όμως, αυτή είναι απλώς μια προσωρινή λύση άμεσης ανάγκης, μια κατάσταση εξαίρεσης, η οποία δεν μπορεί επ’ ουδενί να υποκαταστήσει το κανονικό μάθημα μέσα στην τάξη και μέσα στο αμφιθέατρο, ούτε να αντικαταστήσει τη ζωντανή σχέση και αλληλεπίδραση δασκάλου με μαθητή. Κάθε άλλη θριαμβολογία υπέρ της τηλεκπαίδευσης είναι άστοχη και αστόχαστη, αν δεν είναι εκ του πονηρού, αν δεν στοχεύει δηλαδή στην καθιέρωση και μονιμοποίηση αυτής της μορφής διδασκαλίας, που είναι ίσως πιο οικονομική για το κράτος και πιο “αντικοινωνική”. Δηλαδή, λιγότερο επίφοβη για την κρατική εξουσία, η οποία απεχθάνεται την κριτική σκέψη και τη δημιουργία σχεσιακών δικτύων μεταξύ των ανθρώπων, που μπορούν να οδηγήσουν σε κινήματα αμφισβήτησης της κατεστημένης τάξης πραγμάτων.
Η διαφορετική πρότασή μου θα ήταν να επιστρέψουμε όλοι και όλες όσο το δυνατόν συντομότερα στις αίθουσες και στα αμφιθέατρα, να κάνουμε τα μαθήματά μας όσο καλύτερα μπορούμε, και παράλληλα να εκμεταλλευόμαστε και να αξιοποιούμε στο ακέραιο τις σύγχρονες τεχνολογικές δυνατότητες για την αρτιότερη διδασκαλία και την καλύτερη διάδοση της γνώσης.
Πώς οραματίζεστε την εκπαίδευση του μέλλοντος;
Για το άμεσο μέλλον μας, οραματίζομαι μια εκπαίδευση που θα απελευθερώνει και θα χειραφετεί τους μαθητές και τις μαθήτριες, τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, όπως και τους καθηγητές και τις καθηγήτριες. Μια εκπαίδευση που θα είναι και παιδεία, δηλαδή μόρφωση και καλλιέργεια. Μια εκπαίδευση ευαισθησίας, ανθρωπισμού, καλαισθησίας, που θα ευνοεί τα ευγενή, χαρούμενα συναισθήματα, που θα μας εξασκεί στην ελευθερία, στην ισότητα, στην αδελφοσύνη, στη δικαιοσύνη, στην αλληλεγγύη, που θα μας δείχνει εμπράκτως την αξία και την ομορφιά της ζωής.
Ο Άρης Στυλιανού σπούδασε φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ (Τμήμα Φιλοσοφίας- Παιδαγωγικής- Ψυχολογίας, 1983- 1987). Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Paris-IV και έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο Paris-I της Σορβόννης (Παρίσι, Γαλλία 1987-1993). Διδάσκει στο ΑΠΘ από το 1995 (Τμήμα Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ: 1995-1997, Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής: 1997-2002, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών: 2002 έως σήμερα). Έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία, πολλές μελέτες και άρθρα σε διεθνή και ελληνικά περιοδικά. Έχει μεταφράσει και επιμεληθεί πολλά φιλοσοφικά έργα. Διατέλεσε πρόεδρος του ΔΣ του ΚΘΒΕ (2015-2019).
Τη συνέντευξη επιμελήθηκε η BAΓIA ΣEPAΦEIMIΔOY Δημοσιογράφος – Πολιτικός Eπιστήμων.