Το ανανεωτικό ρομαντικό πάθος του Ντελακρουά

Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης.

Ο Ευγένιος Ντελακρουά / Eugène Delacroix‎‎ γεννήθηκε το 1798 στο Σαρεντόν-Σαιν-Μορίς (Charenton-Saint Maurice) κοντά στο Παρίσι και ήταν το τέταρτο παιδί του σημαντικού πολιτικού Σαρλ Ντελακρουά, υπουργού Εξωτερικών του Γαλλικού Διευθυντηρίου. Έχει θεωρηθεί βάσιμη η εκδοχή ότι πραγματικός του πατέρας ήταν ο Ταλλεϋράνδος, διάσημος διπλωμάτης, στον οποίο ο Ευγένιος έμοιαζε στην εμφάνιση και τον χαρακτήρα.

Ο Σαρλ Ντελακρουά πέθανε το 1805 και η μητέρα του το 1814 αφήνοντάς τον Ευγένιο ορφανό στα δεκαέξη του. Το 1815 μαθήτευσε κοντά στον ζωγράφο Πιερ-Ναρσίς Γκερέν, νεοκλασικό ζωγράφο μαθητή του κορυφαίου Ζαν Λουί Νταβίντ και το 1816 φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Παράλληλα έκανε αντίγραφα στο Λούβρο και εμβάθυνε στο έργο του Γκόγια. Το 1822 παρουσίασε στο Σαλόνι Παρισιού τον πίνακά του «Η βάρκα του Δάντη». Το 1824 παρουσίασε την «Σφαγή της Χίου», εμπνευσμένος από το επίκαιρο ιστορικό γεγονός της Ελληνικής επανάστασης, και ο πίνακας αγοράστηκε από την Γαλλική κυβέρνηση. Με τον πίνακα αυτόν που έγινε διάσημος καθώς και με πολλές άλλες φιλελληνικές συνθέσεις του όπως: «Έφιππος Έλληνας αγωνιστής», «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου», «Η Μάχη του Γκιαούρη με τον Πασά» ενδυναμώθηκε στο διεθνές προσκήνιο ο επαναστατικός αγώνας παλιγγενεσίας των νεοελλήνων. Εντυπωσιασμένος από τις τεχνικές των Άγγλων ζωγράφων όπως ο Τζον Κόνσταμπλ, ταξίδεψε το 1825 στην Αγγλία όπου επισκέφθηκε πινακοθήκες και θέατρα και επηρεάστηκε από τον αγγλικό πολιτισμό. Επίσης έκανε την εικονογράφηση μιας Γαλλικής έκδοσης του «Φάουστ» με 17 λιθογραφίες, καθώς και έργων του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και του Σερ Ουόλτερ Σκοτ. Μεταξύ 1827 και 1832 δημιούργησε μεγάλα έργα με ιστορικά θέματα. Το 1827 παρουσίασε τον «Θάνατο του Σαρδανάπαλου» εμπνευσμένο από την ποίηση του Λόρδου Μπάυρον. Σημαντικότερη απήχηση είχε η εντυπωσιακή σύνθεση του «Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό», εμπνευσμένο από την Ιουλιανή επανάσταση του 1830. Ο πίνακας αγοράστηκε και αυτός από την Γαλλική κυβέρνηση παρά τις αντιδράσεις των συντηρητικών αξιωματούχων. Τότε ο Ντελακρουά ανέλαβε εργολαβίες για τοιχογραφίες σε δημόσια κτίρια.

Το 1832 ταξίδεψε για 6 μήνες στο Μαρόκο και το Αλγέρι όπου ο αρχαίος και εξωτικός αραβικός πολιτισμός τον ενέπνευσε για την δημιουργία έργων όπως «Οι Φανατικοί της Ταγγέρης» (1837-1838), «Ο Σουλτάνος του Μαρόκου και η ακολουθία του» (1845), «Κυνήγι Λιονταριών» (1854), «Άραβας σελώνοντας το Άλογό του» (1855). Οι «Γυναίκες του Αλγερίου» που είχαν μεγάλη επιτυχία στο Σαλόνι του 1834. Το 1833 ζωγράφισε τις τοιχογραφίες στο βασιλικό δωμάτιο του παλατιού των Βουρβόνων, και συνέχισε με διάφορα έργα για το Λούβρο και το Ιστορικό Μουσείο στις Βερσαλλίες, μέχρι το 1861. Μετά την Επανάσταση του 1848, ο Ναπολέων Γ’ επέτρεψε την δημόσια εμφάνιση του έργου «Η Ελευθερία οδηγεί το λαό»,  στη συλλογή του μουσείου του Λούβρου. Άλλα περίφημα έργα του είναι «Το Ναυάγιο του Δον Χουάν», «Η Μήδεια πριν σκοτώσει τα παιδιά της», «Η είσοδος των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη», το πορτρέτο του φίλου του συνθέτη Φρεντερίκ Σοπέν. Το 1855 εξέθεσε 48 πίνακες στην Διεθνή Έκθεση Παρισιού και το 1857 έγινε επιτέλους δεκτός στην Γαλλική Ακαδημία μετά από πολλές απορρίψεις. Ζωγραφίζοντας τοιχογραφίες, πολλές ώρες όρθιος επάνω σε σκαλωσιές μισοτελειωμένων κτιρίων, αρρώστησε και τελικά αποσύρθηκε από όλα. Πέθανε το 1863 στο Παρίσι.

O Ντελακρουά ήταν από τους πρώτους εικαστικούς που βασίστηκε σε φωτογραφικά πρότυπα, ιδίως γυμνών, για τις συνθέσεις του. Αν και αναγνώριζε τον κίνδυνο η φωτογραφία να παραμερίσει την ζωγραφική την σχολιάζει  εγκωμιαστικά το 1853 επισημαίνοντας την αντικειμενική δυνατότητα πρόσληψης του εικαστικού αντικειμένου. Το 1854 άρχισε σχέδια γυμνών με μελάνι από πόζες φωτογραφιών του Eugene Durieu. O σημαντικός αισθητικός της τέχνης, ποιητής και κριτικός Σάρλ Μπωντλαίρ γράφει ως ο πλέον ένθερμος θαυμαστής του Ντελακρουά: «Η ζωή του είναι μια αδιάκοπη αναζήτηση, μια έρευνα χωρίς οριστικές απαντήσεις, γύρω από την μυστηριώδη πραγματικότητα του ανθρώπου και το αίνιγμα της υπάρξεως του, που διχάζεται ανάμεσα στο βάρος της σάρκας και σε ένα πνεύμα που διψάει για το απόλυτο». Ο λογοτέχνης και θεωρητικός  θεόφιλος Γκωτιέ σε αναφορές του επικεντρώθηκε στη διαμάχη του ρομαντικού συμβολιστή και οραματιστή Ντελακρουά με τους οπαδούς του κορυφαίου κλασικιστή Νταβίντ και του περίφημου κληρονόμου του Ντομινίκ Ένγκρ, εκπροσώπου του αυστηρού ακαδημαικού οικοδομήματος.

Ο Ντελακρουά έχοντας πρότυπα τα χρώματα του Βερονέζε και τις φλογερές ηρωίδες του Ρούμπενς αξιοποίησε την φαντασία του. Τα χρώματα του παλλόμενα και έντονα, οι συνθέσεις του δυναμικές, το σχέδιο του ρυθμικό και συστρεφόμενο υποβλητικά ξεδιπλώνει τον ποιητικό του κόσμο και αναταράσσει τις οπτικές συνήθειες των ακαδημαικών διατυπώνοντας το όραμα του πέρα από τις συμβάσεις του παρελθόντος. Θάλεγα ότι με τον Ντελακρουά και τις δημιουργίες του τελειώνει ο παλιός εικαστικός κόσμος και αρχίζει ένας νέος με τον νευρικό ρυθμό και τις συναισθηματικές επιχρώσεις, τις ηρωικές, ιστορικές, τραγικές και ανήσυχες αφηγήσεις του, οι οποίες είναι πρόδρομοι της σύγχρονης οπτικής του χώρου και της φόρμας με επίκεντρο το χρώμα. Μας λέει ο ίδιος: «Το χρώμα έχει μια δύναμη πολύ πιο μυστηριώδη και ισχυρή, που δρα ίσως χωρίς να το ξέρουμε». Ο Ντελακρουά υπήρξε ισόβια ένθερμος θαυμαστής των ιδεών του Βολταίρου. Είναι ο πρώτος ευρωπαίος καλλιτέχνης που πήγε στο Μαρόκο κατά την εποχή του πολέμου της Γαλλίας εναντίον του Αλγερίου και είχε το προνόμιο να γίνει δεκτός να επισκεφθεί χαρέμι και να απεικονίσει νατουραλιστικές στιγμές στο χώρο του. Παράλληλα βίωσε και απεικόνισε τις θηριωδίες του πολέμου, με το χαρακτηριστικό του ρομαντικό πάθος. Όπως επισημαίνει η φίλη του Γεωργία Σάνδη: «Ο δημιουργικός του οίστρος φθάνει έως τον παροξυσμό». 

Σημειωτέον ότι μέχρι τέλους το περιβάλλον του παράμεινε εχθρικό. Αντίθετα η ανανεωτική του προσφορά αναγνωρίστηκε από τους νέους καλλιτέχνες και διανοητές της μεταβατικής εποχής του, που τον θεώρησαν ως τον μεγάλο, τολμηρό και αυθεντικό δημιουργό.

Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης.

(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο ένθετο Art and Business της εφημ. ΑΞΙΑ)