Άρθρο του Νικόλαου Παπαδόπουλου, Καθηγητή Γαλλικής Γλώσσας
Αν περιμένετε να σας μιλήσω για παιδιά που διστάζουν να ρωτήσουν και να εκφράσουν την απορία τους, για μαθητές που φοβούνται να κάνουν λάθος, που ντρέπονται να εκτεθούν, που σταματούν να είναι αυθόρμητοι και δημιουργικοί άνθρωποι, που χάνουν την ζωηράδα τους και στέκονται ταπεινά και αθόρυβα κάτω από τις “εντολές” του δασκάλου τους, που δεν διαφωνούν, που δεν αντιδρούν, που μιλούν με χαμηλό τόνο για να μην σχολιάσει κάποιος αρνητικά τη φωνή ή την ομιλία τους, που τρομάζουν ή χλευάζουν μπροστά στη θέα του διαφορετικού, τότε δεν έχετε λόγο να διαβάσετε το κείμενό μου.
Γαλλικά και ραδιόφωνο μπορούν να συγχρονιστούν στην εκπαίδευση;
Ας ξεκινήσουμε με μια εσωτερική αναζήτηση.
Γιατί μαθαίνουμε ξένες γλώσσες; Ποιος είναι ο στόχος;
Μα φυσικά η επικοινωνία σε βάθος, η ανάγκη να ανακαλύψουμε τον άνθρωπο όπου κι αν εκείνος βρίσκεται – εκείνον που δεν μιλά την μητρική μας γλώσσα, η προσπάθεια να μπούμε στην δική του κοσμοθεωρία, να εξερευνήσουμε τη δική του ομφαλική γλώσσα, να ανταλλάξουμε ιδέες μαζί του, να καταλάβουμε τι θεωρεί εκείνος αστείο στους δικούς του κώδικες επικοινωνίας, να βρούμε τα κοινά και τις διαφορές μας, να συζητήσουμε για τους πολιτισμούς μας, να παραδειγματιστούμε, να κρίνουμε και να κριθούμε, να εκτεθούμε στη θάλασσα και να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας, μακριά από την ασφάλεια της στεριάς.
Το ραδιόφωνο προσδίδει στα παιδιά την αίσθηση της έκφρασης.
Με τη γοητεία που διακατέχει αυτό το διαχρονικό μέσο επικοινωνίας, οι μαθητές μοιράζονται με ανθρώπους που δεν γνωρίζουν – όπως ακριβώς και όταν μιλούν γαλλικά με έναν άγνωστο Γάλλο στο Παρίσι, στον Καναδά, στην Αιτή, στην Ακρόπολη – τις χρήσιμες πληροφορίες της ημέρας, τα συναισθήματά τους, τις ιδέες τους, την λάθος προφορά τους, την αγωνία τους, το μυστικό τους, την ντροπή τους, τον δισταγμό τους, το γέλιο τους, την ψυχή τους. Οτιδήποτε κουβαλάμε μέσα μας είναι σημαντικό, αξίζει όμως περισσότερο όταν το μοιράζεσαι.
Τα παιδιά μέσω του ραδιοφώνου αντιλαμβάνονται πως κάπου εκεί έξω από την τάξη τους, υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν ακριβώς το ίδιο, που έχουν ανάγκη τη συντροφιά τους, την αμηχανία και την έντασή τους.
Αν μπορούσε το κείμενο αυτό να μιλήσει, θα σας το φώναζα δυνατά: Προσαρμόστε το ραδιόφωνο στο μαθήμά σας, επιτρέψτε στα παιδιά να εκτεθούν και να απαλλαγούν από τις ανασφάλειες και τους δισταγμούς τους.
Παιδιά ηλικίας 10 – 11 ετών, μαθαίνουν γαλλικά με την ψυχή τους, λένε “Bonjour”, αυτή τη δυσεύρετη “καλημέρα” με τρανταχτή φωνή κι αυτοπεποίθηση, μιλούν για άγνωστα πολιτισμικά πλαίσια τα οποία πριν αναζήτησαν, μεταφέρουν στο ελληνικό και σχολικό κοινό τους πληροφορίες για την Εντιθ Πιάφ, τον Αζναβούρ, τον Κριστόφ και φυσικά την Ιντιλά και το σημαντικότερο αποκτούν την βιωματική ανάγκη να μιλήσουν γαλλικά. Για να το πετύχουν χαλάνε τον κόσμο, αναζητούν λέξεις, συνεργάζονται, ρωτούν, ενεργοποιούν όλες τους τις γνώσεις γιατί θέλουν μέσα από την καρδιά τους να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό. Η εκμάθηση λοιπόν ξένων γλωσσών και η ραδιοφωνική εκπομπή έχουν κοινή αφετηρία την επικοινωνία και κοινό προορισμό το “μοιράζομαι”.
Αγαπώ να μαθαίνω ή Μαθαίνω να αγαπώ;
Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι το Big Bang που οραματίζομαι για την σύγχρονη εκπαίδευση. Η ανάγκη για μια έκρηξη απέναντι στην κορεσμένη μορφή διδασκαλίας που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια και τη στείρα μετάδοση πληροφορίας, που μεταμορφώνει τα παιδιά σε εκτελεστικά όργανα στο ίδιο τους το σπίτι, στο σχολείο τους.
Εγώ λοιπόν τους μαθητές τους θέλω πρωταγωνιστές, οικοδεσπότες, να φροντίζουν το σπίτι τους, να μην μπαίνουν με τα παπούτσια μέσα και το λερώνουν, να καθαρίζουν κάπου κάπου και να είναι μαζί με τους συμμαθητές τους σαν μία οικογένεια που μοιράζεται, νοιάζεται και προσέχει τα παιδιά της.
Έτσι ακριβώς μάλιστα, θα ήθελα να προσέχουν οι μεγαλύτεροι μαθητές τους μικρότερους, να φροντίζουν για το σωστό παράδειγμα, να αποκτούν την ευθύνη και για τον εαυτό τους και για τους γύρω τους, να είναι υπεύθυνοι και για όσα κάνουν και για όσα δεν κάνουν. Σε ένα μέλλον αβεβαιότητας, αυτός που θα το ορίζει καλύτερα, θα είναι εκείνος που θα μπορεί να θέσει τα σωστά ερωτήματα, ώστε να πάρει και τις σωστές απαντήσεις.
Το σχολείο λοιπόν του μέλλοντος οφείλει να εκπαιδεύει τα παιδιά να ρωτούν σωστά, ώστε να πάρουν τις απαντήσεις που χρειάζονται, να μη φοβούνται να εκτεθούν, να μην τρομάζουν απέναντι στο λάθος.
Είναι καιρός να αντιληφθούμε ή καλύτερα να παραδεχτούμε πως την ευθύνη της κοινωνίας την έχει ο εκπαιδευτικός.
Οφείλει λοιπόν το σχολείο να μεγαλώνει πολίτες με βαθιά κατανόηση της δημοκρατίας.
Ως προς αυτή την κατεύθυνση, συντελεί η συστηματική υλοποίηση συμβουλίων, όπου οι μαθητές διαχειρίζονται μόνοι τους τα ζητήματα που λαμβάνουν χώρα κάθε εβδομάδα. Τα ζητήματα που ενδεχομένως θα απασχολούν το συμβούλιο μπορεί να αφορούν τις προσωπικές σχέσεις, αλλά και προτάσεις και ιδέες για την καθημερινότητα του σχολείου τους.
Αυτό ακριβώς λοιπόν που έγραψα παραπάνω – Τα παιδιά να είναι πρωταγωνιστές στο σχολείο τους.
Τέλος το Big Bang στην εκπαίδευση, συνεπάγεται άμεσα με τις δεξιότητες ζωής. Ποιος άλλωστε δεν θα ήθελε ένα σχολείο που να εμβαθύνει στην οικοδόμηση προσωπικοτήτων με πλούσιες γνώσεις, αισθητική και πνεύμα, εκεί όπου οι μαθητές θα μπορούν να συνεργάζονται, να επικοινωνούν τις ιδέες τους, να κρίνουν σωστά, να δημιουργούν, να είναι ευέλικτοι και προσαρμοστικοί αλλά παράλληλα να κατανοούν τα συναισθήματά τους και τα συναισθήματα των άλλων; Οδηγούμαστε λοιπόν στο συμπέρασμα πως στο σχολείο του μέλλοντος, στο δικό μου σχολείο, τα παιδιά αγαπούν να μαθαίνουν και μαθαίνουν να αγαπούν συγχρόνως.
Νικόλαος Παπαδόπουλος, Καθηγητής Γαλλικής Γλώσσας