Επιμέλεια: Αλέξανδρος Καρατζάς
Κύριε Σίμογλου, σας είχαμε γνωρίσει ως συνθέτη, στις αρχές της δεκαετίας που εκπνέει, από τις μελοποιήσεις σας των ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη. Θα μπορούσατε να μιλήσετε για το συνθετικό σας έργο μέχρι τώρα, γενικότερα; Θα το κάνω ευχαρίστως… Πράγματι οι φιλότεχνοι με γνωρίζουν κυρίως από την μελοποίηση καβαφικών ποιημάτων, μπορώ να πω ότι με έχουν ταυτίσει μ’ αυτή τη δουλεία μου, όμως το συνθετικό μου έργο είναι πολύ πιο εκτενές. Όντως πριν αρκετά χρόνια είχα ολοκληρώσει την καβαφική μου τριλογία με τις μελοποιήσεις 36 ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη που κυκλοφόρησαν σε τρία CDs. με 12 τραγούδια το καθένα. Έπειτα από τα 36 αυτά τραγούδια επέλεξα 12 και τα έκανα σε τρείς ξένες γλώσσες, ήτοι στα αγγλικά, ιταλικά και γερμανικά, κυκλοφορούν στο εξωτερικό τα αντίστοιχα Cd. Το 2013 ολοκλήρωσα τον καβαφικό μου κύκλο με ένα ορατόριο (έργο μεγάλης πνοής – πάνω από δύο ώρες διάρκεια) με τον τίτλο Τα πλοία της τέχνης, βασισμένο σε ένα υπέροχο πεζό κείμενο του Κ. Π. Καβάφη που περιγράφει πολύ γλαφυρά – ίσως μοναδικά – τις διάφορες πτυχές της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Το έργο αυτό έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στις 23.10.2013 στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης προς τιμήν του οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου που τότε είχε επισκεφθεί την Θεσσαλονίκη. Το έργο αυτό θα κυκλοφορήσει και σε Cd στο άμεσο μέλλον. Οι εγγραφές έχουν ήδη ολοκληρωθεί στην Βιέννη με αξιόλογους σολίστες, αοιδούς, πολυπληθή συμφωνική ορχήστρα και ανάλογη μικτή χορωδία. Επίσης αργότερα έκανα και αρκετά τραγούδια της καβαφικής τριλογίας αποκλειστικά για μικτή χορωδία.
Ασχολήθηκα τόσο εκτενώς με τον Κ.!Π. Καβάφη, γιατί η ποίηση του είναι οικουμενική και παγκοσμίου εμβέλειας.
Η υπόλοιπη εργογραφία μου που είναι εκτενής περιλαμβάνει: εορταστικά τραγούδια, συμφωνικές σουίτες, έργα μουσικής δωματίου, σόλο κονσέρτα για διάφορα όργανα, 4 συμφωνίες, 3 όπερες κ.α. Για πιο λεπτομερειακή απαρίθμηση των έργων μου μπορεί κανείς να επισκεφθεί την ιστοσελίδα μου http://www.athanasiossimoglou.com
Κε. Σίμογλου ποια είναι η στάση σας γενικά απέναντι στην τέχνη και κατόπιν ειδικότερα απέναντι στη μουσική; Αυτό είναι ένα πολύ σύνθετο θέμα, όμως θέλω να ξέρετε και εσείς και οι φιλότεχνοι ότι θα είμαι πολύ ειλικρινείς μαζί σας, βγάζοντας από μέσα μου όλες τις ενδόμυχες ανησυχίες μου, τους προβληματισμούς μου και τους καλλιτεχνικούς πόθους μου.
Κατ’ αρχήν ας πάρω την έννοια της τέχνης γενικά: η τέχνη δραστηριοποιείται ανάμεσα σε δύο πόλους, ο ένας είναι η σφαίρα της φαντασίας, απ όπου αντλεί την έμπνευσή της σε καθεστώς απόλυτης ελευθερίας και ο άλλος είναι ο ψυχισμός του ανθρώπου, όπου απευθύνεται παράγοντας συγκινήσεις.
Η αληθινή τέχνη πρέπει να είναι πηγαία, πρέπει να αναζητεί διακαώς και ακατάπαυστα το κάλλος, το οποίο όμως δεν πρέπει να αποτελεί γι αυτήν αυτοσκοπό αλλά μέσον επικοινωνίας αυτής με τους φιλότεχνους, άρα η αληθινή τέχνη οφείλει να είναι ανθρωποκεντρική. Συνεπώς η τέχνη δεν αρκεί να είναι μόνο ευχάριστη αλλά και χρήσιμη για τον άνθρωπο, αναλαμβάνοντας και ηθοπλαστικό ρόλο. Πρέπει να μεταρσιώνει τον άνθρωπο, να εξευγενίζει την ψυχή του και να τον βελτιώνει. Λοιπόν, η αληθινή τέχνη οφείλει να είναι ψυχαγωγική και όχι μόνο διασκεδαστική. Ο γερμανός ποιητής Schiller έλεγε: Η τέχνη και η ελευθερία (του πνεύματος) είναι αδερφές. Η εμπορικότητα μπορεί να επηρεάσει την τέχνη αρνητικά. Ο επαγγελματισμός μπορεί και αυτός να επηρεάσει τον καλλιτέχνη ενίοτε ποιοτικά, βέβαια αυτό το θέμα χρήζει μεγάλης προσοχής. Εδώ πρέπει να διακρίνουμε τους επαγγελματίες καλλιτέχνες σε δημιουργούς και ερμηνευτές. Στους δημιουργούς κυρίως ο επαγγελματισμός θα μπορούσε να έχει ανασταλτικό ρόλο, που για βιοποριστικούς λόγους μπορούν να κάνουν έκπτωση στην ποιότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και λιγότερο στους ερμηνευτές. Οι επαγγελματίες ερμηνευτές κάνουν ένα τιτάνιο αγώνα για αξιοπρέπεια μεταξύ αισθητικής αναζήτησης και βιοπορισμού. Γι αυτό τον λόγο υποκλίνομαι εμπρός τους, όταν παραμένουν αξιοπρεπείς. Η τέχνη, βέβαια, είναι μια πολύ γενική έννοια, συχνά μιλούμε για πολλά διαφορετικά είδη τέχνης. Ίσως πιο ορθά θα μπορούσαμε να μιλούμε για το ύφος στην τέχνη. Αληθινή τέχνη μπορούμε να συναντήσουμε σε καλλιτεχνικά δημιουργήματα με διαφορετικό ύφος, λαϊκό, δημώδες λόγο κ.λπ. Ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη τρέφεται από την ατέρμονη προσπάθεια για εξισορρόπηση μεταξύ του θυμικού και του νοητικού, στην τέχνη αυτό μεταφράζεται αντίστοιχα ως Βακχικόν (ενστικτώδες) και Απολλώνιο (πνευματώδες). Προσωπικά εγώ είμαι υπέρ της λόγιας τέχνης που είναι βέβαια με το πνεύμα, χωρίς όμως να εγκαταλείπει το ένστικτο. Και στους λόγιους καλλιτέχνες το ενστικτώδες, το αυθόρμητο και της στιγμής, αποτελεί την αφετηρία της δημιουργίας τους, όμως ακολουθεί ένας μακρόσυρτος αγώνας επεξεργασίας και αισθητικών αναζητήσεων ώσπου να ολοκληρωθεί το έργο τέχνης. Σημασία έχει το έργο της τέχνης να το εισπράττει ο φιλότεχνος αποδέκτης σαν κάτι το φυσικό και αυθόρμητο, ενώ στην πραγματικότητα είναι άκρως επιτηδευμένο.
Παραδείγματος χάριν ο Κ.Π.Καβάφης για το ποίημα του Πόλις που αποτελείται όλο κι όλο από 20 στίχους, χρειάστηκε είκοσι χρόνια για να το ολοκληρώσει, μέσα από ένα επίπονο αγώνα αισθητικών αναζητήσεων… με σβησίματα και διορθώσεις. Και όμως όταν κανείς το πρωτοδιαβάζει, ρέει φυσιολογικά και αβίαστα, βέβαια για να εντρυφήσει κανείς σε αυτό χρειάζεται να το μελετά ξανά και ξανά και πάντα καινούργια θα εισπράττει. Πρόκειται για την πολυεπίπεδη αισθητική στην τέχνη.
Όμως, νομίζω, τώρα είναι καιρός να κάνω μια βουτιά και μέσα στον υπέροχο κόσμο των ήχων, το παιδί της μούσας Ευτέρπης, δηλαδή την μουσική.
Η μουσική ως τέχνη παρουσιάζει πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά… ένα από αυτά είναι η αμεσότητα της επίδρασης στον ψυχισμού του ανθρώπου: 3-4 φθόγγοι (νότες) όταν παιχτούν σε μια συγκεκριμένη σειρά (ένα μουσικό μοτίβο) μπορούν να κάνουν την καρδιά του ανθρώπου να πάλλεται από συγκίνηση, η οποία μπορεί να είναι… χαρά, λύπη, ενθουσιασμός, μελαγχολία ή φόβος. Αυτή η αμεσότητα ενδεχομένως οφείλεται στο ότι η μουσική αγγίζει την ψυχή μας δια μέσου της ακοής, αλλά παρακάμπτοντας τον νού. Αυτή η ποικιλότροπη συγκίνηση φέρνει μια θετική αναστάτωση μέσα μας και μας κάνει να ξεφεύγουμε για λίγο από την ρουτίνα της καθημερινότητας, ίσως πρόκειται για κάτι παρόμοιο με τον έρωτα με μια πρώτη ματιά, να λοιπόν γιατί και η καλή μουσική αποτελεί τροφή για την ψυχή.
Ακόμα και σ’ ένα μόνο έργο πνοής μπορούμε να βιώσουμε μια πλειάδα από συναισθήματα, ακόμα και ανάμικτα. Η μουσική μπορεί να μιλάει για τα πάντα χωρίς να λέει τίποτα. Ο Ludwig van Beethoven πίστευε ότι η μουσική είναι υψηλότερη εκδήλωση του πνεύματος απ’ ότι ολόκληρη η φιλοσοφία.
Η μουσική πέρα από το ότι μπορεί να είναι αυτόνομη ως τέχνη (απόλυτη μουσική), μπορεί να συνυπάρξει και με άλλες τέχνες, οπότε μιλούμε για προγραμματική μουσική.
Η μουσική ως επικουρική τέχνη μπορεί να συνδράμει σ’ οποιαδήποτε άλλη τέχνη όσο καμιά άλλη, μάλιστα σ’ αυτή την περίπτωση μπορεί να λειτουργεί όχι μόνο ως αρωγός (προσθετικά), αλλά και πολλαπλασιαστικά. Ποιός δεν θυμάται το φιλμ Δόκτωρ Ζιβάγκο και μόνο από την υπέροχη μουσική του.
Ήρθε όμως η ώρα να μιλήσω για το άτομο μου ως συνθέτη μουσικής ή επί το ορθότερων, ως μουσουργό. Από την στιγμή που επιδιώκω να δημιουργώ λόγια μουσική, στηρίζομαι πάνω σε δύο βασικούς πυλώνες: ως μελωδιστής πατώ πάνω στον μελωδικό πλούτο της πατρίδας μου, που είναι ίσως από τους πιο πλούσιους του κόσμου το πολύτροπων. Ως συμφωνιστής…δανείστικα τις τεχνικές σύνθεσης κυρίως της Ευρώπης (αρμονία, αντίστιξη, φυγή κ.λπ.) τελευταία δε και της βόρειας Αμερικής (Blues, Jazz κ.λπ.) Βέβαια μέσα απ’ όλα αυτά επεδίωξα να μορφώσω μια δική μου μουσική γλώσσα και το επιδιώκω ακόμα.
Ποιός είναι όμως ο λόγος αυτής της προσπάθειας, πολύ απλά, επιδιώκω να δημιουργώ λόγια μουσική που θα ανεβάσει το αισθητικό επίπεδο του λαού μου, τολμώ να πω. Δεν αρκούν μόνο τα καλά τραγούδια, παρόλο τον μεγάλο σεβασμό μου προς αυτά. Κατά δεύτερον.. η σύγχρονη ελληνική μουσική οφείλει και μπορεί να βγει εκτός Ελλάδος, λόγου του μελωδικού της πλούτου και της πολυρυθμίας της. Αυτό δεν συμβαίνει μέχρι σήμερα. Με εξαίρεση το συρτάκι, τα παιδιά του Πειραιά, το άξιον εστί κ.λπ.
Πέρα από μουσουργός είστε και γιατρός, πως μπορείτε και συνδυάζετε αυτές τις δύο δραστηριότητες παράλληλα; Δεν είναι δύο αντικρουόμενες δραστηριότητες; Για να είμαι ειλικρινής αυτή η ερώτηση μου έχει τεθεί πολλές φορές στο παρελθόν και πίστευα ότι και εσείς θα μου την κάνατε… όμως πριν σας απαντήσω θα ήθελα να ανατρέξω σκόπιμα λίγο στα νεανικά μου χρόνια,
Σε ηλικία 15 ετών θέλησα να φύγω από την ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Διδυμότειχο του βόρειου Έβρου. Αφού είχα μαθητεύσει στη φιλαρμονική του Δήμου ως τρομπετίστας και με είχε σαγηνέψει η μουσική, ένοιωθα ότι έπρεπε να διευρύνω τις μουσικές γνώσεις μου… ως εκκολαπτόμενος συνθέτης. Ο πατέρας μου ήταν αντίθετος στο να μετοικήσω στη Θεσσαλονίκη για να παρακολουθήσω το Ωδείο και τούτο για δύο λόγους: αφενός μεν λόγω του νεαρού της ηλικίας μου και αφετέρου γιατί θεωρούσε το επάγγελμα του μουσικού επισφαλές. Μετά από πολλές παλινωδίες μου επέτρεψε -σε ηλικία 16 χρόνων- να πάω στη Θεσσαλονίκη, αφού όμως πρώτα του υποσχέθηκα ότι είχα σκοπό να σπουδάσω και ιατρική. Αυτήν την παρένθεση την έκανα για τους νυν εκκολαπτόμενους δημιουργούς τέχνης, ώστε να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμησιν ή αποφυγήν… δεν το γνωρίζω. Εν πάση περιπτώσει, εγώ μπόρεσα να επιβιώσω αρκετά καλά και με τα δύο, για να μην πω ότι το ένα συμπληρώνει το άλλο.
Η ιατρική με βοήθησε να βιοποριστώ με αξιοπρέπεια και να έχω την ηθική ικανοποίηση ότι βοηθάω τους συνανθρώπους μου, πέραν της οικονομικής ανεξαρτησίας που με παρέσχε και καλλιτεχνικής ελευθερίας. Από την άλλη η συνθετική μου δραστηριότητα και οι ικανοποιήσεις που απορρέουν από αυτήν μου δίνουν δύναμη και κουράγιο για να ανταπεξέρχομαι στο δύσκολο μου έργο ως ιατρός. Το μόνο μειονέκτημα από αυτή τη διττή μου ενασχόληση είναι η έλλειψη κάποιων ωρών ύπνου, όμως έχω συνηθίσει εδώ και χρόνια πλέον. Όμως για να μη μακρυγορώ… θα απαντήσω στο ερώτημα σας ως εξής: και η ιατρική και η μουσική σύνθεση έχουν ένα κοινό παρονομαστή που λέγεται άνθρωπος έτσι όχι μόνο δεν συγκρούονται μεταξύ τους αλλά και αλληλοσυμπληρώνονται. Κατά έναν όλο τρόπο θα μπορούσα να πω: με την ιατρική αγγίζω την καθημερινή πραγματικότητα, ενώ με την τέχνη αγγίζω τους ενδόμυχους πόθους μου.
Εξάλλου ο Göthe είχε πει: η επιστήμη και η τέχνη ανήκουν σ’ όλους τους ανθρώπους και μπροστά τους εξαφανίζονται τα σύνορα.
Γνωρίζω ότι ζείτε εδώ και πολλά χρόνια στην Γερμανία. Πως νοιώθετε ως Έλληνας εκεί, αλλά και πως βλέπετε από εκεί την Ελλάδα; Στο εξωτερικό ζω από το 1973 με εξαίρεση τα 2 χρόνια της θητείας μου στον ελληνικό στρατό. Πρώτα έζησα, όπου και σπούδασα, στην Ιταλία (Μιλάνο) για περίπου 8 χρόνια και ακολούθως στην Γερμανία (Στουτγάρδη) έως και σήμερα.
Ομολογώ απερίφραστα ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν έχασα ούτε το απειροελάχιστο από την ελληνικότητά μου, τουναντίον μπορώ να πω ότι εντάθηκε. Στην αλλοδαπή, ερχόμενος σε επαφή με διαφορετική νοοτροπία και συνήθειες είσαι αναγκασμένος να προσαρμοστείς και να ενσωματωθείς, όχι όμως και να αφομοιωθείς. Άλλωστε μέσα από τη διαφορετικότητα διακρίνεις τις ιδιαιτερότητες ενός λαού. Δεν είσαι υποχρεωμένος να ταυτιστείς με τους ξένους, όμως ορισμένες από τις συνήθειές τους μπορείς να τις υιοθετήσεις οικειοθελώς, εφόσον τις κρίνεις ως θετικές και έτσι να βελτιώσεις την προσωπικότητα σου… Συνήθως λέω ότι συνυπάρχω και συμβιώνω με τους γηγενείς αξιοπρεπώς.
Τώρα ως έλληνας της διασποράς παρακολουθώ σχολαστικά τα κοινωνικά και πολιτιστικά τεκταινόμενα της χώρας μου, χάριν και των δορυφορικών προγραμμάτων της τηλεόρασης. Γεγονός είναι ότι από τότε που έφυγα για το εξωτερικό έχουν γίνει μεγάλες αλλαγές στην Ελλάδα, τόσο σε υλικοτεχνικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό αλλά και στις συνήθειες των ελλήνων. Έχει βελτιωθεί ριζικά το συγκοινωνιακό δίκτυο, έχουν βελτιωθεί οι κοινωνικές παροχές, έχει καλυτερεύσει αρκετά το βιοτικό επίπεδο του μέσου έλληνα. Χρήζουν βελτίωσης οι κρατικές υπηρεσίες με την συχνά δαιδαλώδης γραφειοκρατία, το σύστημα υγείας και προπαντός η παιδεία. Από την άλλη νομίζω ότι ο έλληνας πρέπει να είναι λιγότερο δύσπιστος απέναντι στο δημόσιο και να μην ζητάει από το κράτος περισσότερα από αυτά που δίνει. Διακρίνω συχνά έναν υπέρμετρο καταναλωτισμό και κάπως μειωμένη την αλληλεγγύη και τη φερεγγυότητα μεταξύ των πολιτών. Ανησυχώ για το μειωμένο πατριωτικό φρόνημα κυρίως στις νεώτερες γενιές, ενώ αυξάνεται η τάση για παροχολογίες και προσωπικές εξυπηρετήσεις. Πρέπει να αυξηθεί η παραγωγικότητα της χώρας και να αυξηθεί το ιδιωτικό επιχειρείν. Καιρός είναι να κλείσουν οι μισές καφετέριες και να πάψουν οι μεγαλύτεροι να τροφοδοτούν με χαρτζιλίκι τους νεότερους. Ελπίζω για όλα τα παραπάνω να μην γίνω αντικείμενο κριτικής αλλά και αν συμβεί δεν θα έχω μετανιώσει για όσα είπα.
Πριν όμως κλείσουμε, θα ήθελα να μου πείτε ποιά είναι τα σχέδια σας για το μέλλον; Τον τελευταίο καιρό ασχολούμαι με την οπερατική μουσική, ήδη έχω ολοκληρώσει τη σύνθεση από τρείς όπερες: τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά, τη Μήδεια του Ευριπίδη στα ελληνικά, ιταλικά και αγγλικά και επίσης τη Μαρία Κάλλας με δικό μου λιμπρέτο σε τέσσερις γλώσσες ήτοι: ελληνικά, ιταλικά, αγγλικά και γερμανικά. Πρόκειται να ολοκληρώσω μέχρι την άνοιξη του επόμενου χρόνου και την όπερα μου Aldo Gucci, στα ιταλικά και στα αγγλικά.
Στον τομέα της όπερας πιστεύω ότι χρειάζονται κάποιες καινοτομίες, ούτως ώστε να μην είναι προνόμιο κάποιας ελίτ, αλλά ευρύτερης αποδοχής.
Στο μελόδραμα η μουσική υπηρετεί το θεατρικό λόγο και δεν πρέπει να τον επισκιάζει. Για να συμβεί αυτό η μουσική οφείλει να ακολουθεί το κείμενο και όχι το αντίθετο. Μεγαλύτερο μέρος στην όπερα είναι οι διάλογοι (ρετσιτατίβο). Έδω η μελωδική γραμμή πρέπει να είναι λιτή-συλλαβική και ελάχιστα μελισματική. Πρέπει κατά το δυνατόν να προσομοιάζει στον προφορικό λόγο της καθομιλουμένης. Ιδιαίτερη φροντίδα χρειάζονται μουσικά τα επιφωνήματα. Το ζητούμενο είναι να διακρίνει ο ακροατής χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια ολόκληρες λέξεις και φράσεις. Επίσης όσον αφορά στις άριες, που είναι η κατεξοχήν ασματική πλευρά της όπερας, πρέπει να αποφεύγονται οι ασματικές ακροβασίες επιδεξιότητας των σολίστ, ώστε να είναι πιο ευδιάκριτο το κείμενο που οφείλει να υπηρετεί την μουσική. Ένα άλλο ζήτημα είναι η θεματολογία στις όπερες, που πρέπει -κατά το δυνατόν- να συνάδει με την σύγχρονη εποχή.
Κλείνοντας θέλω να δηλώσω ότι, όπου χρειάζεται να συνθέσω μουσική που επικουρεί τον λόγο, ευχαρίστως προτιμώ θέματα από ελληνικό πολιτισμό, τόσο τον αρχαίο όσο και τον πιο σύγχρονο: Ευριπίδης – Μήδεια, Καβάφης – μελοποίηση ποιημάτων, Καζαντζάκης – Καπεταν Μιχάλης, Σίμογλου – Μαρία Κάλλας κ.λπ.
Θεωρώ λοιπόν, ότι μπορούμε και οφείλουμε ως έλληνες να εξάγουμε τον πολιτισμό μας με σθεναρότητα και εξυπνάδα. Άλλωστε τα κονδύλια που απαιτούνται προς τούτο είναι πολύ μικρότερα από εκείνα που χρειάζονται για άλλους τομείς της δημόσιας ζωής.
Κύριε Σίμογλου σας ευχαριστώ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε. Σας εύχομαι ό,τι καλύτερο και προπάντων καλές εμπνεύσεις. Κι εγώ σας ευχαριστώ από καρδιάς που με φιλοξενήσατε και μου δώσατε την δυνατότητα να απευθυνθώ στους φιλότεχνους.
Σας διαβεβαιώνω δε ότι δεν θα πάψω να δημιουργώ για την τέχνη όσο αναπνέω.
Με τιμή
ο ιατρός – μουσουργός
Δρ. Αθανάσιος Σίμογλου
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ του ιατρού μουσουργού Δρ. Αθανάσιου Σίμογλου
Ο Αθανάσιος Σίμογλου γεννήθηκε το 1954 στο Διδυμότειχο Έβρου, στην Ελλάδα.
Σε ηλικία 10 ετών άρχισε μαθήματα μουσικής και τρομπέτας. Μέχρι το 1970 υπήρξε μέλος της φιλαρμονικής του Δήμου Διδυμοτείχου ως εξάρχων τρομπετίστας. Αρχιμουσικός ήταν ο αείμνηστος Χρήστος Μανδαλλίδης.
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια σπούδασε πιάνο και ανώτερα θεωρητικά στο Κρατικό Ωδείο Βορείου Ελλάδος με κύριο καθηγητή τον Γρηγόριο Δαμιανό.
Μεταξύ του 1974 και1981 σπούδασε ιατρική και εκπόνησε ταυτόχρονα τη διδακτορική διατριβή του στο πανεπιστήμιο του Μιλάνου Ιταλίας. Παράλληλα παρακολούθησε σεμινάρια σε θέματα ενορχήστρωσης, τεχνικών σύνθεσης καθώς και μουσικής αισθητικής στο Konservatorium Giuseppe Verdi στο Μιλάνο. Ένα χρόνο αργότερα μετακόμισε στη Γερμανία και συγκεκριμένα στη Στουτγάρδη όπου εξασκεί την ιατρική έως και σήμερα, ενώ συγχρόνως συνθέτει μουσική (τραγούδια και συμφωνικά έργα).
Το 2011 εξέδωσε το πρώτο του CD Cavafy Shades of Lowe το2012 το δεύτερο Cavafy Return, τα οποία εισέπραξαν επαίνους από κριτικούς και ακροατήριο. Τώρα με το Cavafy Theissis ο συνθέτης ολοκληρώνει την ΚΑΒΑΦΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ.